Ήταν το αγαπημένο παιδί της μόδας και ο χαρακτηρισμός «παιδί» όχι τυχαίος γιατί όσοι γνώριζαν προσωπικά τον Μιχάλη Ασλάνη εντυπωσιάζονταν από το τεράστιο ταλέντο του αλλά και από την αγνή καρδιά του.
Δυστυχώς ο σημαντικός Έλληνας σχεδιαστής είχε ένα άδικο τέλος καθώς βίωνε πολλά προβλήματα και ένιωθε τεράστια μοναξιά γιατί ήταν προδομένος από ανθρώπους που τους είχε δείξει γενναιοδωρία και είχε εμπιστευτεί. Φέτος συμπληρώνονται έξι χρόνια από τον θάνατό του.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Νίκου Νικόλιζα, στις 28 Αυγούστου του 2013 ο Μιχάλης Ασλάνης έχοντας πάρει μια πλειάδα χαπιών, βρίσκεται νεκρός στο πάτωμα του σπιτιού του στο Κολωνάκι. Η σοκαριστική φωτογραφία που δημοσιεύτηκε την ημέρα θανάτου του (που δείχνει τον σχεδιαστή μόδας στο πάτωμα και δίπλα του χάπια και μια πεσμένη καρέκλα) λυγίζει φίλους και γνωστούς.
Κανείς δεν περίμενε πως το «καλό παιδί της Ελληνικής μόδας» θα έδινε τέλος στη ζωή του! Ένα τέλος που όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια έδειχνε την ευαισθησία του σπουδαίου Έλληνα σχεδιαστή!
Αφήνοντας τη Χαλκίδα για το ταξίδι στη δόξα
Η ιστορία του ξεκινά το 1951, όταν γεννήθηκε στην Αθήνα. Αν και είχε ρίζες από τη Μικρά Ασία, όλη η οικογένεια Ασλάνη ζούσε στη Χαλκίδα. Εκεί βρίσκεται ακόμα και σήμερα το πατρικό του σπίτι, με τις δύο αδερφές του να μην μπορούν να πιστέψουν πως το στήριγμά τους, ο «Μιχαλάκης τους», δεν υπάρχει στην ζωή.
Από πολύ μικρό παιδί, ήταν πνεύμα ανήσυχο. Είχε καλλιτεχνικές βλέψεις. Ζωγράφιζε παντού και χρωμάτιζε τους τοίχους του φτωχικού σπιτιού της οικογένειας Ασλάνη. Αν και οι γονείς τους και κυρίως ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει γιατρό, δικηγόρο, εκείνος είχε αποφασίσει ότι θα ακολουθήσει το επάγγελμα που θα μιλάει όλη η Ελλάδα για εκείνον. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο και το Λύκειο στη Χαλκίδα, ήρθε στην Αθήνα.
Το χέρι του στο σχέδιο ήταν άψογο και έτσι αποφάσισε να γραφτεί στη σχολή Βακαλό με ειδικότητα διακόσμηση και γραφικές τέχνες, έχοντας για καθηγητές του τους κορυφαίους Τέτση, Μοσχίδη, Γούναρη, Πρέκα, Βακαλό κ.ά. Από το 1974 και πριν καν ολοκληρώσει τις σπουδές του, ξεκίνησε να σχεδιάζει ρούχα. «Ήταν πρωτοπόρος εκείνη την εποχή. Μόλις είχε ξεκινήσει να γίνεται διάσημος. Ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος» λέει στο Newsbreak.gr μία από τις πρώτες μούσες του, η Μπέλλα Αδαμοπούλου.
Και φυσικά πολύ σύντομα έγινε διάσημος στην Αθήνα, αφού οι δημιουργίες του αγαπήθηκαν αμέσως. Ακόμα και οι πιο παλιοί στον χώρο αυτό, όπως ήταν οι Νίκος-Τάκης, ο Ντίμης Κρίτσας, ο Γιάννης Γαλάτης, ο Γιάννης Τσεκλένης τον σέβονταν και για το ήθος του και για τις δημιουργίες του. Οι δημιουργίες του ήταν κομψές και πρωτότυπες για την εποχή τους, με αποτέλεσμα σύντομα να φιγουράρουν στα εξώφυλλα των περιοδικών.
Με το που μπήκε η δεκαετία του ’80, η πιο λαμπρή του περίοδος, ο Μιχάλης Ασλάνης απέκτησε και διεθνή φήμη. Η Φιλίππα Μάθιους, η Βίκυ Κουλιανού, η Μπέλλα Αδαμοπούλου, η Βάνα Μπάρμπα ήταν μερικά από τα μοντέλα που συνεργάστηκαν μαζί του στα χρόνια της δόξας του και έγιναν οι μούσες του για πολλά χρόνια.
Κατάφερε να διοργανώσει επιδείξεις μόδας σε πόλεις όπως το Παρίσι, το Μιλάνο, η Μόσχα, και η Ρώμη, ενώ τα σχόλια από τα ξένα περιοδικά και τις εφημερίδες ήταν πάντοτε κολακευτικά.
Η δεκαετία του ’90 ήταν σημαντική για την καριέρα του, αφού ο χαμηλών τόνων χαρακτήρας του ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό, πράγμα που έκανε τις παρουσιάστριες των πρωινών εκπομπών (ειδικά τις φίλες του Ρούλα Κορομηλά και Ελένη Μενεγάκη) να τον καλούν πολύ συχνά για να παρουσιάζει θέματα μόδας.
Δημιουργίες του έχουν παρουσιαστεί και στο Μονακό, το οποίο επισκέφθηκε ως προσωπικός καλεσμένος της Πριγκίπισσας Καρολίνας που λάτρευε τα ρούχα του, αλλά και στη Φρανκφούρτη, ως προσωπικός καλεσμένος του δημάρχου της πόλης. Έχει επίσης αποσπάσει το χρυσό κλειδί του Μπάρι.
Παράλληλα είχε σχεδιάσει τις στολές για τους υπαλλήλους του Αττικού Μετρό αλλά και του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος, που του έδωσαν μεγάλο προβάδισμα στην καριέρα του σε σχέση με άλλους συναδέλφους του. Εκτός από ρούχα και στολές, σχεδίαζε και είδη σπιτιού, αξεσουάρ, αλλά και μαγιό και εσώρουχα. Με το όνομά του άνοιξε δεκάδες καταστήματα σε Ελλάδα και Ιταλία και ήταν άκρως προσοδοφόρα.
Ένα γλυκό αθώο παιδί
Ωστόσο το κακό με τον μεγάλο Έλληνα σχεδιαστή ήταν ότι ήταν… ευκολόπιστος. Έδινε τα πάντα για τους φίλους του προκειμένου να παραμείνουν… φίλοι του.
Από το 2010 και με την επερχόμενη κρίση, τα καταστήματα brand name με τη σφραγίδα του δεν πάνε τόσο καλά. Υπάρχει σοβαρό ζήτημα ρευστότητας. Ο Μιχάλης Ασλάνης αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Δεν ήταν μόνο η κρίση, που μείωσε τις πωλήσεις των ρούχων του, αλλά και το γεγονός ότι δύο γυναίκες που ο ίδιος εμπιστευόταν ιδιαίτερα, είχαν καταχραστεί την περιουσία του.
Σε ηλικία 59 ετών δοκίμασε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Έφυγε το 2010 για τη Βραζιλία και την ανερχόμενη αγορά της, αλλά δεν τα κατάφερε και δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα με κομμένα τα φτερά, ενώ τα χρέη είχαν αρχίσει να διογκώνονται.
Είχε κλειστεί στον εαυτό του, μέσα στο γραφείο του που διατηρούσε πάνω από τον οίκο μόδας στο Κολωνάκι. Ακόμα και οι πιο στενοί του συνεργάτες αδυνατούσαν να του μιλήσουν. Είχε ήδη πάρει μια πορεία χωρίς γυρισμό…
Το μοιραίο εκείνο πρωινό της 28ης Αυγούστου 2013, σειρήνες ασθενοφόρου «σχίζουν» τη σιωπή του Κολωνακίου. Σταματούν έξω από τον οίκο μόδας «Μιχάλης Ασλάνης» και μια γυναίκα φανερά σοκαρισμένη ζητάει από τους νοσηλευτές να την ακολουθήσουν. Λίγα λεπτά αργότερα φτάνουν και άντρες της αστυνομίας που αποκλείουν την περιοχή.
Η είδηση του θανάτου του μεγάλου Έλληνα σχεδιαστή σοκάρει τους πάντες και τα τηλεοπτικά κανάλια μεταδίδουν σε ζωντανές συνδέσεις όσα συμβαίνουν εκεί. Ο Μιχάλης Ασλάνης κείτεται νεκρός στο πάτωμα του γραφείου του, έχοντας δίπλα του διάφορα χάπια. Η ιατροδικαστική έρευνα μιλά για πνευμονικό οίδημα, αλλά δεν ξεκαθαρίζει αν επρόκειτο για θάνατο από φυσικά αίτια ή αν πρόκειται για αυτοκτονία, μια θεωρία για την οποία υπάρχουν έντονες ενδείξεις.
Στα γράμματα που άφησε αποκαλύπτει τα πρόσωπα που τον πρόδωσαν…
Στο σπίτι βρέθηκαν τέσσερις σελίδες με ιδιόγραφες σημειώσεις στην ελληνική και τη γαλλική γλώσσα. Ανάμεσα στα αντικείμενα που εντοπίστηκαν είναι και το ημερολόγιο του σχεδιαστή με σκόρπιες σκέψεις.
Ξεχωρίζει μία πρόταση: «Φωτεινούλα και Δήμητρα, δεν αντέχω άλλο και συγγνώμη που σας το έκανα αυτό».
Στην επιστολή που βρέθηκε στο γραφείο του έγραφε:
Σε μια άλλη από τις τελευταίες του επιστολές αναφέρει:
«Σας γράφω πολύ στεναχωρημένος. Μόλις πέρασα ένα εγκεφαλικό, με ανεβασμένο ζάχαρο, χοληστερίνη και κατάθλιψη. Σε αυτό το σημείο με έφεραν οι δύο πρώην συνεργάτες μου, η Β. και η Α. Απατεώνισσες με Α κεφαλαίο. Και εγώ το έμαθα τελευταίος όπως γίνεται πάντα!
Επί χρόνια η Β. είχε το ταμείο και τη διαχείριση στα χέρια της. Εγώ ήμουν στο δημιουργικό μέρος της δουλειάς. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τα κατάφερνα στα οικονομικά. Δεν ήμουν ποτέ επιχειρηματίας για να το κυνηγήσω.
Αυτή η Β. μου παρουσιαζότανε ως καλό κορίτσι, ότι ήθελε να με βοηθήσει. Την ήξερα από μικρή (οι γονείς της δούλευαν στο σπίτι. Βέβαια και αυτοί με κατέκλεβαν). Η δε Α ήταν συνεργάτης της στις κλεψιές. Όταν οι νύφες ζητούσαν τραπεζικό λογαριασμό να βάλουν προκαταβολή ή εξόφληση έδινε το λογαριασμό της κόρης της. Η Β., ο σύζυγός της, η Α. και μια κουμπάρα της, η οποία έκανε πρακτική σε εμένα, είχαν ανοίξει μια επιχείρηση και πουλούσαν ρούχα και νυφικά Aslanis λιανική και χονδρική.
Εκτός από τα ρούχα που έκλεβαν από το ατελιέ (η Β είχε τα κλειδιά ακόμα και του σπιτιού μου) μου έκλεβαν ακόμη και τα εμπορεύματα που μου έστελναν. Όταν πήγαινα στο Παρίσι όπου είχα βρει εργοστάσια εκπληκτικά (εκεί έκαναν παραγωγή και ο Valentino και ο Cavalli και άλλοι διάσημοι ξένοι σχεδιαστές) και μου έραβαν τα ρούχα και τα νυφικά, γυρνούσα στην Ελλάδα, έστελνα τα χρήματα και περίμενα… Τα τρία τελευταία χρόνια στην αρχή μου έλεγε η Β. ότι δυο φορές τα κλέψανε στη μεταφορά και ότι μιλούσε με τη μεταφορική εταιρεία και τους άλλους για αποζημίωση ή να πάω να παραγγείλω καινούρια!
Είχα τέτοια αγωνία και αυτή να μου λέει φρικτά ψέματα ότι και καλά περιμένει κάθε μέρα ο άντρας της στις αποθήκες της μεταφορικής εταιρείας στον Ασπρόπυργο να αδειάσουν τα κοντέινερ και όλο δεν ερχόντουσαν. Η μία κοροϊδία πάνω στην άλλη… Η κομπίνα λοιπόν αυτή έπαιρνε τα εκπληκτικά ρούχα και νυφικά και τα πουλούσαν.
Για να με καθησυχάσουν μου έφερναν κάτι κούτες (χωρίς παραστατικά) και μέσα είχαν κάτι αισχρά ρούχα τα οποία ούτε καν είχα παραγγείλει. Ώσπου μια μέρα περνώντας από την οδό Πειραιώς, βλέπω ένα από αυτά τα φορέματα σε κινέζικο μαγαζί. Τις στέλνω (Α. και Β.) να δούνε. Είχα τρελαθεί… Και πάλι δεν μπορούσα να συλλάβω το μέγεθος της απάτης!!!
Εκτός από αυτά, ό,τι χαρτί για δικαστήριο ερχόταν, η Β. το έσκιζε διότι τα είχε κάνει πλακάκια με τους αντίδικους και έπαιρνε φιλοδωρήματα, γινόντουσαν μοιρασιές.
Πολλά δικαστήρια γινόντουσαν ερήμην μου.
Όταν ο λογιστής μου έφυγε, ο οποίος μπορούσε να με είχε ξυπνήσει, μου είπε η Β. να μην ανησυχώ, διότι βρήκε άλλη λογίστρια -κοντά στο ατελιέ- καταπληκτική κ.τ.λ. και σε πολύ καλή τιμή, 12 ευρώ κάθε μήνα, της έλεγα να την πληρώσω. ήθελα και εγώ να τη γνωρίσω.
Η Β. μου είπε να μην την ενοχλήσω γιατί το παιδί της είναι άρρωστο με λευχαιμία. Τη ρώταγα πολλές φορές, μου έλεγε τα ίδια… Ώσπου μια μέρα μου λέει «Πέθανε το παιδί της και δεν είναι στο γραφείο της»… Ώσπου ψάχνοντας στις πληροφορίες, μου δίνουν του σπιτιού της και από το σπίτι της μου λένε «είναι στο γραφείο». Την παίρνω κομπιάζοντας για να τη συλλυπηθώ και η γυναίκα μένει άλαλη. Μου λέει «εδώ είναι ο γιος μου στο κομπιούτερ» και χτύπα ξύλο…
Της ζητάω χίλιες συγγνώμες. Και με την ευκαιρία μου λέει ότι στις αρχές του καλοκαιριού (του περασμένου) ήρθε η Β. με τα λογιστικά σας βιβλία και εγώ της είπα ότι δυστυχώς έχω πολλή δουλειά και θα μπορέσω να σας αναλάβω από τον Σεπτέμβριο. Άφησε εδώ τα βιβλία και έφυγε. Μήνες τώρα και απορούσα πώς μπορούν αυτόν τον άνθρωπο να τον αφήνουν ξεκρέμαστο. Αμαρτία!».