Ο Δημήτρης Μοθωναίος μέσω της ιστοσελίδα του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Ελίζα,
Μίλησε για την κακοποίηση που υπέστη ως παιδί και έστειλε το δικό του μήνυμα αγάπης και συμπαράστασης.
«Το 2009 σε ηλικία 26 ετών, μετά από ένα τροχαίο δυστύχημα που με περιόρισε κινητικά για διάστημα έξι τουλάχιστον μηνών,
επέστρεψα ξανά, μετά από απουσία χρόνων στο πατρικό μου σπίτι.
Αυτή η προσωρινή αναπηρία, που τη συνόδευε η πλήρης έλλειψη ανεξαρτησίας και αυτοεξυπηρέτησης ακόμη και των πλέον βασικών αναγκών,
με επέστρεψε και μεταφορικά πίσω στην παιδικότητα, σε αυτή την ξεχασμένη ευαλωτότητα του μικρού παιδιού,
τότε που η εξωτερική φροντίδα ήταν μονόδρομος και ανάγκη, πέρα από επιθυμία.
Μια τέτοια μέρα ήρθα ξανά σε επαφή με έναν άνθρωπο των παιδικών μου χρόνων, έναν από τους πιο στενούς φίλους του πατέρα μου,
έναν άνδρα που είχα πάντοτε την αίσθηση πως μ’αγαπούσε και με φρόντιζε.
Ήταν συνεχώς παρών μέσα στο σπίτι, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, σε όλες τις εκδρομές και τα ταξίδια.
Για μένα ήταν ο ήρωας των παιδικών μου χρόνων-
μεγαλώνοντας με ένα πατέρα απόμακρο και αποστασιοποιημένο- λόγω των δικών του παιδικών τραυμάτων, όπως θα ανακάλυπτα αργότερα-
καθιστούσε στο μυαλό μου το alter ego του, τον καλύτερό του φίλο, τον ιδανικό πατέρα που έδινε απλόχερα αγάπη και τρυφερότητα.
Εκείνη την ημέρα, Οκτώβριο του 2009, όταν άνοιξε την πόρτα για να με βρει στο παιδικό μου δωμάτιο, η καθιερωμένη αγκαλιά έγινε για κάποιο ανεξήγητο λόγο βίαιη και ξεκάθαρα ερωτική.
Δεν ξέρω αν οι λέξεις είναι ικανές να αποτυπώσουν όσα συνέβησαν στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή.
Ο χρόνος είναι αναμφισβήτητα κάτι το απολύτως σχετικό, αλλά τα συγκεκριμένα δευτερόλεπτα είχε πραγματικά διασταλεί απόλυτα.
Το ενήλικο πλέον σώμα μου μπορούσε φυσικά να αντιληφθεί την εισβολή,
η αναπηρία μου σίγουρα περιόριζε τα αντανακλαστικά μου, όμως αυτό δεν ήταν η κυρίαρχη σκέψη.
Το σώμα και το μυαλό μου είχαν παγώσει απόλυτα σε μια μόνο στιγμή, λες κι ήταν προγραμματισμένα
από πάντα να λειτουργούν έτσι σε παρόμοιες στιγμές, σαν εκπαιδευμένα από παλιά.
Σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ξαναξύπνησαν εικόνες που δεν τις είχα ξαναδεί ποτέ, θραύσματα από την παιδική μου ηλικία βαθειά θαμμένα,
σαν κομμένα καρέ από ταινία και πάνω απ’ολα η αμφιβολια αν όλα αυτά ήταν αποκύημα της φαντασίας μου ή μνήμες που είχα απωθήσει.
Προφανώς μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα κάποια ασυναίσθητη δική μου κίνηση- αυτό το “πάγωμα” του ενήλικου πλέον σωματός μου ίσως;-
τον επανέφερε στην πραγματικότητα κι απομακρύνθηκε άγαρμπα απευθύνοντάς μου μόνο πριν αποχωρήσει την ερώτηση:
“Πόσα χρόνια πριν, θυμάσαι;”. Έμεινα μόνος στο δωμάτιο ανήμπορος να κινηθώ, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά.
Είχαν ξυπνήσει όλα μονομιάς. Και πρώτα απ’ολα η αδηφάγος ντροπή, αυτή η απόλυτη βεβαιότητα πως όλο αυτό το είχα προκαλέσει εγώ».