Η άγνωστη ιστορία του Φοίβου

13 Ιουλίου 2021 23:40

Eίναι υπεύθυνος για τα πιο εμπορικά τραγούδια των τελευταίων

τριών δεκαετιών κι έχει χτίσει τις καριέρες των μεγαλύτερων ονομάτων

της mainstream μουσικής βιομηχανίας, όμως λίγα γνωρίζουμε για την

προσωπική του ζωή, τα νεανικά του χρόνια και την ιστορία της πορείας του.

Γεννήθηκε την πρωτοχρονιά του 1971. Από τα παιδικά του χρόνια αυτό που θυμάται περισσότερο είναι ο χωρισμός των γονιών του, που ήρθε στα επτά του.

Είναι σκληρό για ένα παιδί, με όποιον τρόπο κι αν γίνεται, και ενώ δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το έφερα βαρέως, του είχε στοιχίσει πολύ.

Ήταν δύσκολα, υπήρχε μεγάλη περιουσία κι έγινε γερό ξεκατίνιασμα.

Ο ίδιος βρέθηκε κάποια στιγμή στη μέση, χωρίς να φταίνε εκείνοι, περισσότερο ήταν οι συγγενείς γύρω τους που τους έφεραν σε αυτήν τη

θέση. Ήταν μια μακροχρόνια ιστορία, ένας πόλεμος που κράτησε πάνω

από 25 χρόνια. Κάπου εκεί, γύρω στα 16-17, τους ξεκαθάρισε ότι αν εου ξαναμιλούσαν για τη μία ή την άλλη πλευρά θα σηκωνταν να φύγει.

Πήγε με τον πατέρα του, γιατί η μητέρα του έκρινε ότι, επειδή ήταν αγόρι

θα ήταν καλύτερα έτσι.

Ήταν δικηγόρος και ένας άνθρωπος διατεθειμένος να αφιερώσει τη ζωή του και σ’ εκείνον. Μεγάλωσε στο Καστρί και στην Εκάλη.

Σχολείο πήγαινε στην Ελληνική Παιδεία, αυστηρό χριστιανικό, και στη συνέχεια στο Κλασικό Λύκειο Αναβρύτων.

Έχει δύο ετεροθαλή αδέρφια. Με την αδερφή του μεγάλωσε μαζί.

Ο αδερφός του γεννήθηκε πολύ αργότερα.

Οι ίδιος άκουγε εμπορική μουσική και το όνειρό του ήταν να γράφει

εμπορική μουσική.

Είναι επιλογή του και δεν έχει μετανιώσει για κανένα στίχο, για κανένα τραγούδι.

Ξεκίνησε ως κάκιστος μαθητής.

Στο δημοτικό νόμιζε ότι μαγκιά είναι να μη διαβάζεις καθόλου.

Όταν έφτασε στην Α΄ Γυμνασίου, βρέθηκε ένας καθηγητής που τον σήκωσε μια μέρα να πει Ιστορία.

Δεν ήξερε τίποτα και τον ξεφτίλισε άσχημα μπροστά σε όλη την τάξη.

Έπαθε μεγάλο σοκ και έγινε ο πρώτος μαθητής και ο αγαπημένος του.

Τον λάτρευα και δεν ήταν Σύνδρομο Στοκχόλμης, στο παιδικό του μυαλό καταλάβαινα ότι είχε δίκιο.

Η σχέση με τη μουσική

Από μικρός έψαχνε να ακούσει μια συγκεκριμένη μουσική, αλλά δεν ήξερε να το εκφράσει.

Έλεγε στον πατέρα του «θέλω να μου φέρεις κάτι που να έχει δυνατά τύμπανα».

Κι εκείνος του έφερνε μια κασέτα των Abba, μετά των Bee Gees.

Αναγκαστικά τα άκουγε. Του αρέσουν όλα τα είδη, αλλά όταν άκουσε

για πρώτη φορά αυτό που ονειρευόταν, ήταν σαν να ήρθε σε επαφή

με το πεπρωμένο του. Ήταν οι Scorpions.

Κάποια στιγμή γνώρισε τον κολλητό του, που ήταν διπλανός του στο

θρανίο και κιθαρίστας, έφτιαξαν ένα γκρουπ για να γλιτώνουν ώρες από το σχολείο και για να βρούν και κανένα κορίτσι.

Όποιος έπαιζε τότε μουσική κέρδιζε και το κορίτσι της τάξης.

Έτσι άρχισε να γράφει, εντελώς αυτοσχεδιαστικά. Έχει κάνει ντραμς σε ωδείο, αλλά τις σημαντικότερες σπουδές τού τις έδωσε ο Θέμης Ρούσσος,

που έτυχε να μένει στο διπλανό σπίτι στην Εκάλη.

Είχε δει το ταλέντο του και επέμενε. Του έμαθε όλη τη θεωρία μέσα σε πέντε χρόνια.

Είχα μια κοπέλα που έκανε μαθήματα αγγλικών και κοκορεύτηκε στην καθηγήτριά της ότι το αγόρι της έχει συγκρότημα. Κι εκείνη της είπε ότι την ενδιέφερε, επειδή τραγουδούσε και η ίδια. Αυτή ήταν η Βίκυ Χαρίτου. Έτσι γνωρίστηκαν, μέσω της κοπέλας του, και στην αρχή φτιάξαμε κάποια τραγούδια πιο ποπ, με ελληνικό στίχο.

Δέκα μέρες πριν δώσει πανελλήνιες, ανακοίνωσε στον πατέρα του ότι θα έφευγα για την Αμερική, για να δουλέψει σε φαστ-φουντ, να κάνει πρόβες και να περιμένει να τον βρει κάποιος παραγωγός. Εκείνος, που ήταν πανέξυπνος και ως δικηγόρος ήξερε να χειρίζεται καταστάσεις, αντί να του πει «θα σου κόψω τα πόδια», που θα ήταν σαν να του έλεγε «φύγε τώρα», τον ρώτησε «κι αν δεν πετύχεις, τι θα κάνεις; Θα γίνεις ντράμερ σε ένα σκυλάδικο εδώ;». Του απάντησε ότι ακόμη κι αυτό μια χαρά θα ήταν, αρκεί να ασχολείται με τη μουσική. Του πρότεινε να αναβάλει τα εισιτήρια για μία εβδομάδα, να δώσει πανελλήνιες, αφού είχε διαβάσει. «Δώσε τις εξετάσεις σου και φύγε την επόμενη μέρα, αν το θες τόσο πολύ».

Πέρασε στη Νομική. Τότε συνέβησαν όλα μαζί, με τη Χαρίτου είχαν δώσει παντού το ντέμο, ο πρώτος που τσίμπησε ήταν η BMG με τον Μίλτο Καρατζά.

Ο άνθρωπος που διέκρινε ότι κάτι έχει και του έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία ήταν ο Δουλάμης. Από κει και πέρα έγιναν πολλά και γρήγορα. Δεν τον ενδιέφεραν τα λεφτά, δεν είχε όνειρο να γίνει συνθέτης, αλλά ντράμερ σε ροκ συγκρότημα. Απλώς ακολούθησε τα γεγονότα, χωρίς να συνειδητοποιεί πού πηγαίνει. Αυτό είχε πει και στη Sony, «δώστε μου να γράψω», δεν κοιτούσε τα συμβόλαια, έγραφε τα πάντα.

Η εποχή των επιτυχιών

Ο Δουλάμης του πρότεινε «να δώσουμε αυτό το χασάπικο που έχεις γράψει για την Άντζελα στην Καιτούλα». Εκείνος δεν ήξερε τι είναι το χασάπικο. Δεν θυμάται ούτε πώς προέκυψε το σκέτο «Φοίβος».

Ξεκινούσε πάντα από τη μουσική, πιο συχνά στο πιάνο ή σε μια κιθάρα της μητέρας του, και μετά καθόταν να βρει τους στίχους. Στην αρχή έπαιρνε στίχους από άλλους, αλλά ένιωθε ότι δεν τον ικανοποιούσαν, ήθελε πιο απλά πράγματα. Στη συνέχεια έμαθε τους υπολογιστές, πώς να χειρίζεται τα μουσικά προγράμματα, κι άρχισε να ενορχηστρώνει.

Το «Gucci Φόρεμα» το είχε ξεκινήσει ως εντελώς σοβαρό, κοινωνικό. Μπαίνει κάποια στιγμή η γυναίκα του στο στούντιο και του λέει: «Τι γράφεις; Ποιον αφορά αυτή η μιζέρια; Άκου λίγο εδώ».

Και του βάζει κάποιο ραπ κομμάτι που ανέφερε ένα «Gucci bikini». Και σκέφτηκε «α, χρησιμοποιούν μάρκες, εδώ είμαστε».

Και έστησε το κομμάτι πάνω στη μάρκα Gucci.

Στους «Μασάι» η λογική του ήταν ότι ένα ζευγάρι δεν μπορεί να συνεννοηθεί. Βρήκε και ένα sample που του έμοιαζε με Μασάι και το έδεσε έτσι. Πάντοτε όλα προσπαθεί να τα αντιμετωπίσει με χιούμορ, ακόμα και στους στίχους.

Συνδέθηκε περισσότερο με τις γυναίκες ερμηνεύτριες, γιατί λατρεύει τις γυναίκες και γιατί ήταν πάντα της λογικής των συγκροτημάτων που άκουγε, ότι τη μουσική την κάνουμε για να βρίσκουμε κορίτσια. Αγαπώντας τόσο πολύ τις γυναίκες, προσπαθούσε πάντα να τις καταλάβει.

Τη Δέσποινα Βανδή την ανακάλυψε σιγά-σιγά. Προσπάθησε να βγάλω προς τα έξω τις δυνατότητές της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, την έπλασε, την αγάπησε πρώτα απ’ όλα. Ήταν από τις καλύτερές του φίλες και είναι ακόμη.

Όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί, έχει ένα κουσούρι. Όταν γράφει ένα κομμάτι, έχει πολύ συγκεκριμένα στο μυαλό του πώς θέλω να τραγουδηθεί, όποιος και να είναι απέναντί του. Γι’ αυτό και κάποιοι μπορεί να μπέρδευαν την Έλλη με τη Δέσποινα, γιατί τις έβαζε να τραγουδάνε με τον τρόπο που ήθελε.

Η εποχή της δικής του δισκογραφικής

Έφτασε σε ένα σημείο που είχε κάνει τα πάντα: μεγάλες επιτυχίες, τα μεγαλύτερα αποκλειστικά συμβόλαια, τον ήθελαν συγχρόνως δύο εταιρείες και είχε τη φοβερή ιδέα «αποκλειστικό στη Minos, με εξαίρεση τη Sony»

και «αποκλειστικό στη Sony, με εξαίρεση τη Minos», το διπλό αυτό συμβόλαιο. Το κατάφερε και το δέχτηκαν.

Έχει δίσκους που από τα δέκα κομμάτια τα επτά γίνονταν επιτυχίες, σε μια εποχή που το ραδιόφωνο είχε παραγωγούς που επέλεγαν αυτοί τα τραγούδια.

Είχε τη λογική όποιον καλλιτέχνη αναλάμβανε να τον αντιμετωπίζει σαν να είναι ο Νο1, είτε ήταν ο Πάριος είτε ο Λεμπέσης.

Δεν δούλεψε περισσότερο ή με μεγαλύτερο πάθος για τον Πάριο απ’ ό,τι με τον Λεμπέση.

Έβλεπε, λοιπόν, ότι έρχεται το τέλος της δισκογραφίας και είχε βάλει

στο μυαλό μου ότι θέλω να φτιάξει μια εταιρεία δική του, για να

λειτουργήσει όπως θέλω εκείνος τα επόμενα δέκα χρόνια.

Έτυχε τότε ο πατέρας του να τον πιέσει να γνωρίσω το Θοδωρή Κυριακού, γιατί ήταν δικηγόρος της μητέρας του σε κάποιες υποθέσεις.

Πιέστηκε κι αυτός προφανώς από τη μαμά του και τελικά ήταν έρωτας

με την πρώτη ματιά. Έτσι, φτιάξανε τη Heaven.

Τότε, είχαν συμφωνήσει να λένε ότι ο Φοίβος απλώς είχε ένα συμβόλαιο,

για να μην υπάρχει πρόβλημα με άλλους καλλιτέχνες και συνθέτες.

Μετά αποφάσισε να προχωρήσει σε κάτι άλλο, πούλησε το μερίδιό μου στον Κυριακού και έφτιαξα τη Spicy με τον όμιλο Star.

Μια πολύ δύσκολη περίοδος

Το να συνεχίσει να μην πηγαίνει καλά ο κόσμος όπου ζούμε τον τρομάζει, όχι για τον ίδιο πια, αλλά για τα παιδιά του.

«Είναι δυσοίωνα τα πράγματα, και περιβαλλοντικά και κοινωνικοπολιτικά, είμαστε σε μια εποχή που παλιότερα θα γινόταν πόλεμος, αλλά τώρα γίνεται ένας διαφορετικού είδους πόλεμος και δεν ξέρω πού θα καταλήξει.

Με φρικάρει η πιθανότητα να είναι πλέον έτσι από δω και πέρα, όπως τώρα με την πανδημία.

Φοβάμαι τον επόμενο ιό. Το βλέπαμε σε ταινίες καταστροφής και διασκεδάζαμε.

Το συνειδητοποιώ όταν ανοίγω την τηλεόραση, όταν είναι όλοι με μάσκες. Με αγχώνει το τι θα μας αφήσει κοινωνικά.

Το κουσούρι που θα μας μείνει θα είναι να μας ρουφήξει ο καναπές μας, να βαριόμαστε να βγούμε και να κοινωνικοποιηθούμε, και ότι πλέον δεν δίνουμε τα χέρια μας, δεν αγκαλιαζόμαστε, κι αυτό μας εξαγριώνει.

Πώς είναι αυτό το εμετικό φαινόμενο στις συναυλίες, που, αντί να νιώσουν, τους βλέπεις όλους ακίνητους να παρακολουθούν μέσα από το κινητό τους;

Πόσο πιο ανώμαλο κοινωνικά μπορεί να είναι να βλέπουν όλη τη συναυλία μέσα από την οθόνη, ενώ είναι εκεί, γυρίζοντας ένα βίντεο που δεν θα δουν ποτέ;

Είναι τραγικό να μπορείς να ζήσεις τη ζωή και να προτιμάς να τη ζεις εικονικά.

Φοβάμαι ότι οι κοινωνικές ανωμαλίες θα γίνουν μεγαλύτερες μετά τον κορωνοϊό», έχει πει πρόσφατα ο ίδιος.

Οικογενειάρχης

Η γυναίκα του, λέει ότι είναι ό,τι καλύτερο του έχει συμβεί. «Και με τα παιδιά μου, απλώς άργησα να τα κάνω.

Οι ωραιότερές μου στιγμές είναι με τη γυναίκα μου.

Τα ταξίδια μας, που κάναμε παλιά, τότε που δούλευα έξι μήνες νυχθημερόν, κοιμόμουν στο στούντιο, και έξι μήνες ταξιδεύαμε, κυρίως στην Ασία.

Έχουμε πάει σε όλα τα τροπικά μέρη.

Ο γιος μου και η κόρη μου είναι 12, είναι δίδυμα. Εννοείται πως δεν ακούνε τραπ.

Γενικώς στο σπίτι μου δεν παίζει μουσική, δεν το αντέχω, κουράζεται το μυαλό μου.

Μόνο στο αυτοκίνητο, όποτε τα πηγαίνω στις γυμναστικές τους, βάζω καλή μουσική, δηλαδή heavy metal!

Όλα τα είδη τα σέβομαι, αλλά όταν θα κάνω τραπ, θα το κάνω με τον δικό μου τρόπο.

Θα το ακολουθήσω μουσικά, που μου αρέσει πολύ, δεν θα το ακολουθήσω στιχουργικά.

Δεν υπάρχει πιο σεξιστικό είδος, αντιμετωπίζει τη γυναίκα σαν αντικείμενο κακομεταχείρισης.

Δεν με βρίσκει σύμφωνο, μπορεί να μη με ακούσει κανένας από αυτούς που ακούνε τραπ, ok, εγώ θα το κάνω με τον δικό μου τρόπο.

Είμαι πολύ αυστηρός με τα παιδιά μου.

Δεν έχουν κινητό, δεν έχουν τάμπλετ, τηλεόραση είδαν για πρώτη φορά στα 10 τους, πήγαιναν σε πάρτι, την κοίταζαν και δεν ήξεραν τι είναι.

Τώρα βέβαια μου λένε «τι κατάσταση είναι αυτή, τι γονείς είστε εσείς», και τους απαντώ ότι προτιμώ να είμαι τώρα κακός μπαμπάς και να με ευχαριστούν όταν μεγαλώσουν, παρά να γίνω τώρα καλός, να τα αφήνω να βλέπουν ανεξέλεγκτα ό,τι θέλουν, να καταστρέψουν τα μάτια τους, την ψυχή τους, την αισθητική τους, να τρώνε ό,τι θέλουν, και να με διαολοστέλνουν μετά για μια ζωή.

Όταν μεγαλώνουμε, για όλα φταίνε οι γονείς μας.

Πράγματα που έχω χρεώσει σε αυτούς, πλέον κατανοώ απόλυτα

γιατί τα έκαναν, και μπορεί κι εγώ στη θέση τους να είχα κάνει τα ίδια.

Ελπίζω και τα παιδιά μου να με καταλάβουν όταν μεγαλώσουν».

Πηγή: περιοδικό Ciao