Κουρής-Τοπαλίδου:Στα δικαστήρια για το διαζύγιο
Κόντρα στα δημοσιεύματα που ήθελαν να βάζουν στην σχέση τους νέα θεμέλια και να “παγώνουν” το διαζύγιο, εμείς μαθαίνουμε δυστυχώς ακριβώς το αντίθετο για τον ηθοποιό Νίκο Κουρή και την […]
19 Ιουλίου 2021 21:00
Οι θαυμαστές της είχαν απειλήσει να κάψουν το Σύνταγμα αν την οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα για τις ανάγκες του ρόλου της κατασκόπου στον «Αγνωστο πόλεμο» του Νίκου Φώσκολου! Ως Χριστίνα Ψάχου (στο πλευρό του Αγγελου Αντωνόπουλου), η Γκέλυ Μαυροπούλου αγαπήθηκε με πάθος από το τηλεοπτικό κοινό.
Όπως είχε δηλώσει στην Espresso και στην Τεριάννα Παππά στην τελευταία τησ συνεντευξη
Γεννημένη στις 21 Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη, η θρυλική ηθοποιός είχε το γονίδιο της υποκριτικής στο DNA της, αφού γονείς της ήταν οι ηθοποιοί Αγγελος Μαυρόπουλος και Μαρίκα Κρεβατά. Το ζευγάρι χώρισε όταν η Γκέλυ ήταν μόλις τριών μηνών, τραβώντας ο καθένας τον δικό του δρόμο. Η Μαρίκα διατηρούσε δεσμό με τον -συνάδελφό της- Γιώργο Γαβριηλίδη και δεν το είχε αποκαλύψει ποτέ σε κανέναν. Ακόμη και η κόρη της το έμαθε ύστερα από πολλά χρόνια, όταν ήταν πλέον ενήλικη και είχε φύγει από το σπίτι.
Οι γονείς της την προόριζαν για άλλα πράγματα, γι’ αυτό και σπούδασε στη Γαλλική Ακαδημία Αθηνών.
Εκείνη όμως ήξερε ότι αυτό που θα ακολουθούσε ήταν η υποκριτική, αν και στους δικούς της δεν άρεσε η ιδέα, δεν ήθελαν να πληγωθεί.
Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν και ανάμεσα στους καθηγητές της ήταν ο ίδιος ο Κουν, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Μίνως Βολανάκης.
Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολλά χρόνια για να κάνει το ντεμπούτο της, αφού με το τέλος των σπουδών της ανέβηκε για πρώτη φορά στο σανίδι του θεάτρου Ρεξ – Κοτοπούλη, στο έργο «Επτά χρόνια φαγούρα» του Αξελροντ, με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη και την ίδια σε έναν μικρό ρόλο.
Έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της στην ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», ενώ ακολούθησαν πολλές ακόμη, κυρίως δραματικές.
Εκείνο όμως που την έκανε ευρέως γνωστή και αγαπητή στο κοινό ήταν ο πρωταγωνιστικός ρόλος στην τηλεοπτική παραγωγή «Αγνωστος πόλεμος».
Υπήρξε ζευγάρι -και μάλιστα από τα πιο αγαπημένα- με τον Στέφανο Στρατηγό. Ο γάμος τους διήρκεσε επτά χρόνια, ωστόσο τα γυρίσματα μιας ταινίας αγγλικής παραγωγής στο Πικέρμι κράτησαν την ηθοποιό μακριά από τον σύζυγό της αρκετό καιρό.
Η ελευθερία που ένιωθε εκείνη μακριά από το σπίτι της και οι προσωπικότητες των Αγγλων που ήταν πιο «ανοιχτές» από εκείνη του Στρατηγού, ο οποίος ήταν «κλειστός» χαρακτήρας, την έκαναν να πάρει μια απόφαση.
Τηλεφώνησε στον σύζυγό της και εκείνος από τη φωνή της κατάλαβε ότι είχε έρθει το τέλος. Χώρισαν με πολύ πόνο, ωστόσο ο ηθοποιός αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε έναν γιο.
Η ιστορία αγάπης της Γκέλυς και του Στέφανου δεν είχε τελειώσει, αφού έσμιξαν και πάλι, για τρεις μήνες, προτού εκείνος φύγει από τη ζωή, αφού είχε χωρίσει και από τη δεύτερη σύζυγό του.
Το 1989 ήταν υποψήφια βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και σήμερα παραμένει γοητευτική, ενώ στις βόλτες που κάνει παρέα με τη σκυλίτσα της, την Ιόλη, στο κέντρο της Αθήνας, ο κόσμος σταματάει για να της μιλήσει και να μάθει τα νέα της.
Κάθε φορά το πρόσωπό της λάμπει, αφού σε καθέναν από αυτούς βλέπει και έναν φίλο.
Οι γονείς μου είχαν χωρίσει και είχαν ξαναπαντρευτεί. Είχα τη γιαγιά μου που μου στάθηκε σαν μητέρα. Θυμάμαι ότι με τη μητέρα μου ήταν πολύ αυστηρή. Για παράδειγμα, τελείωνε το θέατρο στις 12.00, υπολόγιζε ότι 12.30 έπρεπε να είναι στο σπίτι. Αν αργούσε, καθόταν στο παράθυρο και την περίμενε. Μ’ έμενα όμως ήταν το αντίθετο. Μάλιστα η μητέρα μου έκρυβε τη σχέση που είχε με τον συνάδελφό της Γιώργο Γαβριηλίδη και όταν είχα μεγαλώσει αρκετά, μια μέρα μου είπε: «Γκέλυ μου, είμαστε μαζί και θέλω να παντρευτούμε. Τι να γίνει; Να ζει εκείνος στο σπίτι του κι εγώ στο δικό μου; Θα σε πείραζε να έρθει να ζήσει μαζί μας;». Εγώ τότε της απάντησα: «Εμένα καθόλου, κανόνισέ τα όμως με τη γιαγιά. Βεβαίως και να έρθει». Ηρθε ο Γιώργος και μετά παντρεύτηκαν με μοναδικό παρευρισκόμενο τον άντρα μου, Στέφανο Στρατηγό, γιατί εγώ είχα εκπομπή και δεν μπόρεσα να πάω.
Το βιβλίο το είχα αρχίσει όταν ζούσε η μητέρα μου, κρυφά από εκείνην, και δεν περίμενα τόση μεγάλη επιτυχία. Η σχέση μου μαζί της δεν ήταν καλή, με μεγάλωσε η γιαγιά μου. Εκείνη δούλευε πολύ για να μπορέσει να με σπουδάσει και να μου δώσει εφόδια, ενώ ο πατέρας μου ερχόταν καμιά φορά το Πάσχα και με έπαιρνε για να μου αγοράσει παπούτσια. Είχε αποκτήσει άλλη οικογένεια, είχε άλλα στο κεφάλι του.
Αυτά είναι ψέματα! Η μητέρα μου αρρώστησε βαριά και αναγκάστηκα να τη βάλω στο γηροκομείο, διότι ούτε μεγάλο σπίτι είχα ούτε και τα χρήματα για δύο νοσοκόμες.
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την περίοδο ήμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση, επειδή η γυναίκα που είχα και την πρόσεχε μου ανήγγειλε ότι θα φύγει σε δύο μέρες και έπρεπε άμεσα να βρω μια λύση.
Η σύζυγος του πατέρα μου, η ηθοποιός Καίτη Βερώνη, μου είχε συστήσει μια κλινική στην οδό Κεφαλληνίας.
Πράγματι, ξεκίνησα να πάω στην κλινική, αλλά -βιαστική και με το θολωμένο μυαλό που είχα- μπήκα σε ένα κτίριο στο σημείο όπου με είχαν καθοδηγήσει νομίζοντας ότι είναι η κλινική.
Τελικά ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και εγώ είχα μπει σε γηροκομείο. Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση της μητέρας μου ήταν τέτοια, αφού δεν μπορούσε πλέον να αυτοεξυπηρετηθεί και αντιμετώπιζε και σοβαρό πρόβλημα άνοιας.
Εκεί μου είπαν ότι δεν δέχονταν άτομα που δεν μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους, αλλά επειδή ήταν η Μαρίκα Κρεβατά, αποφάσισαν να την πάρουν.
Μάλιστα, ενώ η αίτησή μας ήταν τελευταία, την έβαλαν πρώτη. Μάλιστα φρόντισα να μπει σε μονόκλινο.
Για την ακρίβεια, τη βάλαμε σε ένα δωμάτιο που πριν ήταν γεμάτο βιβλία και το άδειασα μαζί με δύο άτομα.
Εγώ πήγα το κρεβάτι της, ένα τραπεζάκι και ένα κάθισμα για να κάθομαι όταν την επισκεπτόμουν.
Ημουν δίπλα της κάθε μέρα, από το πρωί μέχρι που τελείωνε το επισκεπτήριο.
Η μητέρα μου δεν αναγνώριζε κανέναν.
Ομως εμένα μόλις με έβλεπε, έδειχνε να με καταλαβαίνει…
«Οι γονείς μου δεν ήθελαν με τίποτα να γίνω ηθοποιός, για να μη στενοχωριέμαι, διότι ήξεραν ότι αυτή η δουλειά έχει βάσανα και δεν με είχαν ικανή να αντέχω πικρίες»
Η υποκριτική δεν ήταν μόνο το επάγγελμα των γονιών μου, αλλά και της γιαγιάς μου Σοφίας Κρεβατά και της προγιαγιάς μου Ροζαλίας Παντελιάδου από την πλευρά της μαμάς μου.
Και οι τρεις αυτές γενιές ήταν στο θέατρο με μεγάλη επιτυχία και το περίεργο είναι ότι την εποχή της προγιαγιάς μου δεν πιστεύω ότι ο θεατρικός χώρος είχε καλή φήμη.
Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς μου δεν ήθελαν να γίνω ηθοποιός, για να μη στενοχωριέμαι, διότι ήξεραν ότι αυτή η δουλειά έχει βάσανα και δεν με είχαν ικανή να αντέχω στις πικρίες.
Εμένα δεν μου έτυχαν στενοχώριες όμως, στο θέατρο πήγαν όλα καλά. Με προόριζαν να γίνω βουλευτίνα.
Εντελώς άσχετο επάγγελμα και μου είχαν δώσει μια πολύ σπουδαία μόρφωση, επειδή με ετοίμαζαν για άλλα πράγματα.
Εγώ όμως ήθελα να μπω στο θέατρο και τα κατάφερα.
Θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό από τα πρώτα βήματά μου στο σανίδι, το οποίο δεν έχει γραφτεί ποτέ.
Ο Δημήτρης Μυράτ είχε κάνει έναν θίασο και με είχε πάρει στη θέση της Αλίκης Βουγιουκλάκη.
Στην πρεμιέρα του έργου στο Rex είχαμε έναν υποβολέα. Η σκηνή του θεάτρου ήταν τεράστια και εκείνος βρισκόταν στην αντίθετη από εμένα πλευρά. Ξαφνικά σταματάω.
Αρχίζω να σκέφτομαι διάφορα πράγματα, πως όταν τελειώσει το έργο θα με διώξουν, ότι δεν θα με πάρει κανείς και τέτοια. Ο Μυράτ όμως άρχισε να περπατάει και να μη μιλάει πάνω στη σκηνή, απλώς ξερόβηχε προσπαθώντας να καλύψει το κενό.
Οι θεατές καταλάβαιναν ότι κάτι μας συνέβη. Ξαφνικά ο υποβολέας έχει έρθει δίπλα μου και μόλις μου λέει τα πρώτα λόγια, θυμάμαι τι πρέπει να πω και συνεχίστηκε ο διάλογος.
Μόλις τελείωσε η παράσταση πήγα στο καμαρίνι και όταν ήρθαν οι δικοί μου, με βρήκαν να κλαίω. Τότε τους είπα ότι έχασα τα λόγια μου και εκείνοι μου απάντησαν: «Εσύ έχασες τα λόγια σου;
Ο Μυράτ τα έχασε και εσύ τον βοήθησες». Γενικά το σανίδι δεν μου άρεσε ποτέ, διότι είχα φοβερό τρακ. Από το πρωί σκεφτόμουν πώς θα βγω να παίξω στη σκηνή.
Μόλις εμφανιζόμουν, κατά κάποιο τρόπο συνερχόμουν, όχι εντελώς όμως. Είχα συνέχεια μια αγωνία μήπως δεν αρέσει το έργο ή εγώ. Ολα αυτά στην αρχή της καριέρας μου.
Ο Στέφανος δεν το έδειχνε, ούτε εγώ, αλλά μέσα μου… ζήλευα! Ηταν στον θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη πολλά χρόνια.
Μια μέρα έρχεται και μου λέει ότι του έκαναν πρόταση η Λαμπέτη και ο Χορν να πάει μαζί τους.
«Εβραζα» από ζήλια και ένα βράδυ, όταν έπαιζε με τη Λαμπέτη στο Κεντρικό, η οποία εκτός από σπουδαία ηθοποιός ήταν και θηλυκό και της άρεσε να… αρέσει στους άντρες, πήγα στο θέατρο για να τον πάρω.
Στο διάλειμμα βλέπω την Ελλη να του μιλάει με οικειότητα. «Το ‘χασες το στοίχημα, δεν κάπνισα τσιγάρο» του είπε με έναν τρόπο που με έκανε να ζηλέψω πολύ.
Πηγαίνω στο καμαρίνι του Στέφανου και του λέω: «Εβαλες στοίχημα αν η Ελλη θα καπνίσει ή όχι; Βγαίνω τώρα και κάνω καβγά». Εκείνος το πίστεψε, αλλά δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο…
Με τον Στέφανο δεν μιλούσαμε για πολλά χρόνια, αλλά όταν έπαθε
καρκίνο με ζήτησε και στάθηκα στο πλάι του. Οταν ήμασταν μαζί τον πείραζα συνέχεια λέγοντάς του ότι θα τον παρατήσω.
Και τότε εκείνος μου απαντούσε «μην περιμένεις να σου μιλήσω αν γίνει κάτι τέτοιο». Και έτσι έγινε.
Οταν χωρίσαμε, μέναμε κοντά, συναντιόμασταν στον δρόμο, αλλά έκανε ότι δεν με έβλεπε.
Μια φορά είχα πάει σε μια παράσταση του Εθνικού με μια φίλη μου και όταν πέρασε δίπλα μας, κοιτούσε το ταβάνι για να μη μου μιλήσει…
Μετά τον χωρισμό μας παντρεύτηκε και έκανε έναν γιο, που είναι ίδιος ο Στέφανος.
Οταν τον συνάντησα στην κηδεία, του είπα: «Αν πάρεις και τον χαρακτήρα του πατέρα σου, θα είσαι ο τέλειος άνθρωπος…».
Στην ταινία ήμουν ζευγάρι με τον Θόδωρο Δημητρίεφ και ο Στέφανος με την Τζένη Καρέζη. Μια μέρα τσακωθήκαμε με τον Αλέκο, επειδή μου είπε να πάω κατευθείαν στο θέατρο μετά το γύρισμα. Εγώ του αντιγύρισα ότι κάτι τέτοιο δεν γινόταν, αφού ήμουν από τις 5.00 το πρωί στο πόδι, χωρίς ξεκούραση, και το βράδυ είχα δύο παραστάσεις! Εγώ έφυγα και εκείνος θύμωσε και δεν με ξαναπήρε σε ταινία του. Ενώ η Τζένη καθόταν, ήταν πιο υπομονετική…
Οι εκκλησίες τελείωναν πιο νωρίς για να προλάβει ο κόσμος να δει
το σίριαλ. Μια φορά είχα πάει με τη μητέρα μου στο Α’ Νεκροταφείο,
αφού είχαμε εκεί τη γιαγιά μου.
Από την εκκλησία έβγαινε κόσμος που είχε παραστεί σε μια κηδεία.
Μόλις με είδαν, διαλύθηκε η τελετή, μαζί ο κόσμος και ο παπάς, και
ήρθαν όλοι πάνω μου να με ρωτήσουν για τη συνέχεια.
Η μάνα μου πήγε και κρύφτηκε και μου είπε «δεν ξαναβγαίνω μαζί σου».
Τη λατρεύω και της λέω τα πάντα. Επειδή είμαι αρκετά μεγαλύτερη
από εκείνη σκέφτομαι τι θα κάνει αν «φύγω».
Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι να την πάρουν και να την περιποιηθούν,
την έχω τακτοποιημένη.
Από την άλλη, έχω και τη βαφτιστήρα μου, τη Μαρία μου, την οποία
λατρεύω και μιλάμε καθημερινά στο τηλέφωνο. Είμαστε πολύ δεμένες.