Σαν δικό του παιδί είχε ο Τόλης Βοσκόπουλος την Τζωρτζίνα Σερπιέρη, κόρη της δεύτερης συζύγου του, Μαρινέλλας και του Φρέντυ Σερπιέρη.
Έζησαν μαζί οκτώ χρόνια, δηλαδή όσο κράτησε η σχέση και ο γάμος των δύο τραγουδιστών.
Η 48χρονη –σήμερα- γυναίκα, που ονομάζεται Γεωργία – Χριστίνα (χαϊδευτικά τη φωνάζουν Τζωρτζίνα), είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
Ο λόγος για τον 18χρονο Δημήτρη και την κατά πέντε χρόνια μικρότερη, Μελίνα. Μάλιστα, σύμφωνα με τη Μαρινέλλα η εγγονή της έχει κλίση προς την υποκριτική.
«Γεννημένη ηθοποιός. Με την κόρη μου το γλίτωσα, έγινε σκηνοθέτης. Με την εγγονή το βλέπω να ’ρχεται», είχε δηλώσει η σπουδαία ερμηνεύτρια.
Η Σαρπιέρη διατηρεί χαμηλό προφίλ και αποφεύγει τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ δεν έχει μιλήσει ποτέ για τον Βοσκόπουλο και τη σχέση τους.
Η σκληρή μάχη
Παλαιότερα, πέρασε μία πολύ μεγάλη περιπέτεια με την υγεία της καθώς είχε διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού.
Απέδειξε ότι είναι αγωνίστρια και κατάφερε να βγει νικήτρια από τη σκληρή μάχη.
Η μητέρα της είχε πει πως στάθηκε «παλικάρι» κατά τη διάρκεια των χημειοθεραπειών της ακόμη κι όταν έχασε τα μαλλιά της.
Η Σαρπιέρη παρακολουθεί συχνά συναυλίες της Μαρινέλλας, στην οποία έχει αδυναμία.
Η τραγουδίστρια διατηρούσε δεσμό με τον ιππέα και επιχειρηματία, Φρέντυ Σερπιέρη για τέσσερα χρόνια.
Φυσικά, προτού γνωρίσει τον Βοσκόπουλο. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη.
Επιθυμία του συντρόφου της ήταν να παντρευτούν ωστόσο η Μαρινέλλα δεν συμφώνησε και έτσι δεν έφτασαν ποτέ ως τον γάμο.
Αναφερόμενη σε εκείνον και στη σχέση τους, είχε δηλώσει σε συνέντευξή της: «Τον Φρέντυ Σερπιέρη τον είχα ερωτευτεί πολύ.
Ήμασταν τέσσερα χρόνια μαζί. Μετά τη γέννηση της κόρης μας, ήθελε να παντρευτούμε. Του είπα, όμως, ότι δεν χρειάζεται, καλύτερα να μείνουμε φίλοι.
Φυσικά την αναγνώρισε, της έδωσε το όνομα του, έγιναν όλα όπως έπρεπε. Τον αγαπάω πολύ, είναι εξαιρετικός άνθρωπος κι αυτός και η γυναίκα του, η Σαμπίνα.
Ο γιος τους επίσης, που είναι πραγματικός αδελφός της κόρης μου».
Ο Σαρπιέρης έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 2016, σε ηλικία 78 ετών, σε ιδιωτικό θεραπευτήριο όπου νοσηλευόταν για τέσσερις μήνες.
Μετά τον χωρισμό τους, η Μαρινέλλα ήρθε κοντά με τον Βοσκόπουλο και παντρεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 1975 στο διαμέρισμα της τραγουδίστριας στο Παγκράτι.
Η Τζωρτζίνα ήταν τότε μόλις δύο ετών και έζησε μαζί με τον Βοσκόπουλο μέχρι το 1981 οπότε και επήλθε ο χωρισμός του ζευγαριού.
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΕΛΛΑΣ «Μια ζωή ρίσκαρα και θα συνεχίσω να ρισκάρω»
Η Μαρινέλλα υπηρετεί το τραγούδι εδώ και 65 χρόνια ωστόσο δεν περνάει καν από το μυαλό της το ενδεχόμενο να αποσυρθεί από τον χώρο.
«Τραγουδάω 65 χρόνια αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι ‘έκλεισα τον κύκλο μου’ και δεν είπα ‘φτάνει’. Νομίζω ότι αυτό θα γίνει εντελώς ξαφνικά.
Όταν κάποιο καμπανάκι μέσα μου θα χτυπήσει και θα το ακούσω μόνο εγώ… Τότε θα αποσυρθώ αθόρυβα, χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα.
Νομίζω ότι θα είναι το πιο ήσυχο φευγιό που θα υπάρχει … Από το τραγούδι το κέρδος μου είναι η μεγαλύτερη ευλογία που θα μπορούσε να μου δώσει ο Θεός .
Γα όλες τις υπέροχες στιγμές που έχω ζήσει», δήλωσε η κορυφαία ερμηνεύτρια σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό «Gala».
Σε άλλο σημείο τόνισε: «Πολλά πράγματα δίνουν διάρκεια και διαχρονικότητα σε έναν τραγουδιστή.
Πιστεύω όμως ότι το πρώτο είναι η στάση του απέναντι στη ζωή και τους ανθρώπους. Βέβαια, πολύ σημαντικό είναι να προσέχει τη φωνή του και να μην ξοδεύεται.
Δεν έκανα ποτέ υπερκατανάλωση της καλλιτεχνικής μου ζωής και απέφευγα την τηλεόραση και τις φωτογραφίες.
Επίκαιρος μπορεί να είναι κάποιος που θα κάνει ένα τυχαίο σουξέ, το οποίο δεν θα είναι ικανό να τον κρατήσει στην πρώτη γραμμή, γιατί θα ξεχαστεί γρήγορα».
Οι «επαναστάσεις»
Η Μαρινέλλα μίλησε και για τις «επαναστάσεις» της κατά τη λαμπρή διαδρομή της στον καλλιτεχνικό χώρο, λέγοντας:
«Τα καινοτόμα πράγματα που έκανα στη ζωή μου, όταν μου δόθηκε η δυνατότητα, ήταν ότι ήμουν η πρώτη γυναίκα που σηκώθηκα από την καρέκλα, τραγούδησα.
Kαι χόρεψα ντυμένη με παντελόνια και πουκάμισο, με κοντό μαλλί. Μέχρι τότε όλες οι τραγουδίστριες δεν τολμούσαν κάτι τέτοιο.
Επέβαλα στα μαγαζιά όπου εργαζόμουν ως ρεπό την Κυριακή, για μένα και τους μουσικούς μου και μάλιστα ζήτησα να πληρώνονται το ρεπό τους.
Απαγόρεψα το σπάσιμο των πιάτων, έφερα θεατρικό φωτισμό στα κέντρα, ζήτησα το μαγαζί να είναι στρωμένο με ολόλευκα τραπεζομάντιλα.
Και ο κόσμος να μπορεί να τρώει πριν αρχίσει το πρόγραμμα. Και φρόντιζα να αρχίζουμε νωρίς.
Επίσης, ως ανήσυχη φύση που είμαι, έκανα συνέχεια καινούργιες συνεργασίες και εισήγαγα μια άλλου είδους μουσική στη νυχτερινή ζωή.
Όλα αυτά δεν έγιναν από τη μια μέρα στην άλλη, διέθεσα πολύ κόπο και χρόνο αλλά νομίζω ότι άνοιξα τον δρόμο για κάτι διαφορετικό στον χώρο μας.
Και για να δείτε πόσο επαναστάτρια είμαι, δεν δίστασα κάποια στιγμή να αφήσω τα μεγάλα κοσμικά κέντρα και να ξεκινήσω μια δεύτερη καριέρα στις μπουάτ.
Μια ζωή ρίσκαρα και θα συνεχίσω να ρισκάρω».
«Δεν υπάρχουν ντίβες ή θεές»
Κληθείσα να σχολιάσει χαρακτηρισμούς όπως «μύθος» «θεά» κλπ., που της έχουν αποδοθεί, τους χαρακτήρισε υπερβολικούς: «Δεν υπάρχουν ούτε ντίβες ούτε θεές.
Αν τύχει και με δείτε το πρωί να ψωνίζω στον μανάβη ή στον φούρνο, θα δείτε ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύει και δεν τους δίνω σημασία».
Eνώ για την καθημερινότητά της, είπε πως είναι «όπως κάθε φυσιολογικής γυναίκας. Θα πάω στα ψώνια μου, θα δω την κόρη μου και τα εγγόνια μου, θα μιλήσω στο τηλέφωνο.
Uα δω τηλεόραση – μου αρέσουν πολύ ο Ηρακλής Πουαρώ και η σειρά ‘Ζακέτα να πάρεις’ – είναι εξαιρετική και γελάω πολύ.
Μόνο όταν δουλεύω αλλάζει η καθημερινότητά μου και χάνομαι απ’ όλους γιατί κάνω ατελείωτες πρόβες με τους συνεργάτες μου».
«Πάντα με το μέρος των γυναικών»
Τέλος, πήρε θέση για το ελληνικό #MeToo και για τα όσα δυσάρεστα έχουν αποκαλυφθεί το τελευταίο διάστημα, επισημαίνοντας:
«Επειδή έχει γίνει μεγάλη συζήτηση επ’ αυτού, θα απαντήσω πολύ απλά: θα είμαι πάντα με το μέρος των γυναικών.
Το ότι επιβίωσα σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο οφείλεται ίσως στο ότι από πολύ μικρή ήμουν με τον Στέλιο Καζαντζίδη και είχα πάντα την προστασία και τη φροντίδα του.
Αργότερα, που έμεινα μόνη μου, είχα μεγαλώσει και είχα μάθει πώς να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου. Και πρέπει να ξέρετε ότι τότε ήταν πολύ δύσκολα χρόνια για τις γυναίκες.
Αλλά βλέπω με λύπη μου ότι και σήμερα μια κοπέλα πρέπει να δίνει τη μάχη της καθημερινά για να διατηρήσει τη δουλειά της και την αξιοπρέπειά της».