Το άψογο σενάριο, η πρωτοτυπία του θέματος και οι καλοδουλεμένοι χαρακτήρες της πιστώνουν πολύ μεγάλο μέρος από την πρωτοφανή επιτυχία της σειράς «Άγριες Μέλισσες».
Η Μελίνα Τσαμπάνη αποκαλύπτει από πού έρχεται η ιδέα της ιστορίας, αν αγχώθηκε όταν πήρε το «πράσινο φως» για τη σειρά και αν περίμενε τόσο μεγάλη αποδοχή.
-Από πού έρχεται η ιδέα της ιστορίας, που μοιάζει τόσο με ένα καλογραμμένο βιβλίο;
«Ήταν μια ιδέα για μια εβδομαδιαία σειρά. Είμαι συγγραφικό δίδυμο με τον άντρα μου,” τον Πέτρο Καλκόβαλη, και έτσι πάντα ετοιμάζουμε προτάσεις και έχουμε ιδέες. Μία από αυτές ήταν και αυτή. Η κεντρική συνθήκη των τριών κοριτσιών με το φόνο ήταν για μια ιδιαίτερη εβδομαδιαία σειρά, τύπου γουέστερν. Ξέραμε ότι είναι δύσκολο να υλοποιηθεί και την είχαμε αφήσει στην άκρη. Ο Γιώργος Ποφάντης είπε ότι θα ήθελε να κάνει μια καθημερινή σειρά εποχής, τη θυμήθηκα, την προσάρμοσα σε καθημερινή σειρά -μου επέτρεψε ο άντρας μου να την παρουσιάσω, “καθώς ήταν σε άλλο κανάλι-, την κατέθεσα και μετά απλά συνέβη! Τους άρεσε και μου είπαν να προχωρήσουμε!».
-Η ιδέα για τον Θεσσαλικό κάμπο; Έχετε κάποια σχέση;
«Όχι, κανένας μας! Απλά ο κάμπος σαν εικόνα μας άρεσε πάρα πολύ. Και επειδή είναι μια περιοχή που δεν τη βλέπουμε συχνά και είναι τόσο όμορφη, την τοποθετήσαμε εκεί. Ιδανικό μέρος. Υπέροχο τοπίο, οι άνθρωποι, η μουσική τους, όλα έδεναν».
-Παίρνετε, λοιπόν, το «πράσινο φως». Αγχωθήκατε;
«Ναι, αγχώθηκα. Είχε απαιτήσεις, που έλεγες πώς θα πραγματοποιηθούν; Το χωριό, όλος ο κόσμος που πρέπει να παίξει…».
-Περιμένατε τόσο μεγάλη αποδοχή;
«Περίμενα ότι θα αρέσει η ιστορία, ότι θα τραβήξει, υπήρχε η προσμονή από τα τρέιλερ που είχαν προβληθεί, από τη συζήτηση που είχε γίνει ήδη. Περίμενα λοιπόν ότι θα δουν την αρχή, θα μείνουν όμως; Το ότι θα συνεχίσει με τέτοιους ρυθμούς, είναι παραπάνω από αυτό που περίμενα».
-Γιατί;
«Βάζεις τρεις πρωταγωνίστριες να γίνουν φόνισσες στο πρώτο επεισόδιο. Το στοίχημα ήταν να δώσουμε να καταλάβει ο κόσμος ότι μέσα σε όλη αυτή την αλληλουχία γεγονότων προσπαθούν να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους. Και αυτό ήταν το ευχάριστο. Κερδήθηκε το στοίχημα, ο κόσμος το κατάλαβε…».
-Οι τρεις ηθοποιοί είναι αυτό που είχατε στο μυαλό σας για τις ηρωίδες σας;
«Ναι! Απόλυτα, μπορώ να πω. Ξεκινώντας από τη Μαρία Κίτσου που όταν την είδα στο δοκιμαστικό είπα “βρέθηκε η Ελένη”! Μετά ο ρόλος της Δρόσως, που δεν ήταν μόνο να βρεθεί μια κοπέλα που θα μπορούσε να αποδώσει καλά το ρόλο, αλλά να μοιάζει και με αυτό που είχα στο μυαλό μου -αυτή η ξανθιά, γαλανή, όμορφη- και βρέθηκε η Δανάη Μιχαλάκη. Και φυσικά η Ασημίνα, που είναι -πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας -πολύ κοντά στο πρότυπο της συμπεριφοράς των γυναικών εκείνης της εποχής. Η επιλογή της Τρίγγου με ξετρέλανε. Η Έλλη, ως προσωπικότητα, έφερε κάτι άλλο στην Ασημίνα, πέρα από αυτό που ήταν γραμμένο, έναν εσωτερικό τσαμπουκά που υποβόσκει».
-Είχατε λόγο στην επιλογή των ηθοποιών;
«Όχι με την κλασική έννοια. Έβλεπα, όμως, τα πάντα, όλα τα δοκιμαστικά, το κάστινγκ είναι μια πολύ περίεργη διαδικασία. Είχε βάρος η γνώμη μου, δεν έχω παράπονο, αλλά συνήθως συμφωνούσαμε. Κατά κύριο λόγο αυτό ήταν δουλειά του σκηνοθέτη. Διαδικασία πολλών μηνών».
-Όταν προτάθηκε ο σκηνοθέτης Λευτέρης Χαρίτος, πώς αισθανθήκατε;
«Είχα δει δουλειά του, μου άρεσε πάρα πολύ. Τα έχει κάνει όλα υπέροχα και έχει δίπλα του και δύο πολύ έμπειρους τηλεοπτικά σκηνοθέτες, τον Σπύρο Μιχαλόπουλο και τον Σταμάτη Πατρώνη. Όλο το team είναι πολύ καλό».
-Πώς καταφέρνετε να γράφετε ένα τόσο σφιχτό σενάριο σε μια καθημερινή σειρά;
«Έχει μπει σε ρυθμούς που μπορούμε να παρακολουθούμε. Συνεχίζουμε να πηγαίνουμε με μεγάλες εντάσεις, αλλά για να καταλάβετε, τώρα έχουμε φτάσει στο 60ο επεισόδιο, που θα προβληθεί μετά τα Χριστούγεννα, σε σύνολο 150, που είναι όλη η σειρά. Είναι πάρα πολύς ο κόσμος που συμμετέχει σε αυτή τη σειρά, μια ολόκληρη κοινότητα, και προσπαθείς να την κρατήσεις ζωντανή όλη. Δεν μένεις σε ένα θέμα. Και αυτό έχει μια δυσκολία, γιατί όσο γνωρίζει το κοινό τους άλλους ήρωες, θέλει να βλέπει τι γίνεται και με αυτούς».
-Πόσοι γράφετε; Πώς είναι η διαδικασία συγγραφής;
«Έχω πολύ καλή ομάδα. Εγώ και τρεις ακόμα σεναριογράφοι, ο Θωμάς Τσαλμπάνης, η Βάσια Καρυτινού και ο Βαγγέλης Νάσης. Έχουμε την Ντίνο Κάσου δίπλα μας, που μας προσέχει και μας φροντίζει. Η διαδικασία έχει ως εξής: Εγώ σε κάθε επεισόδιο βγάζω την ιστορία, τις σκηνές και την πλοκή και το παίρνουν τα παιδιά, κάνουν ο καθένας το επεισόδιο του, φτιάχνουν τους διάλογους, το ξανακοιτάμε, το διορθώνουμε».
-Πώς νιώσατε όταν είδατε το χώρο όπου εξελίσσεται η ιστορία σας;
«Ήταν μεγάλο το δέος όταν μπήκα στο Διαφάνι. Είχαν φτιαχτεί πρώτα τα εσωτερικά πλατό, είχαμε δει τα σχέδια, το όραμα που είχε ο Αντώνης Χαλκιάς. Μας άρεσε πάρα πολύ και η αρχιτεκτονική που επιλέχθηκε για το εσωτερικό του χωριού. Ήταν δική του πρόταση το στιλ στα σπίτια και είχαμε ξετρελαθεί. Όταν τα είδαμε από κοντά ήταν πραγματικά πανέμορφα. Και μετά εξωτερικά, άλλη εμπειρία! Ζωντανεύει αυτό πού έχεις στο μυαλό σου!».
-Ξεχωρίσατε κάποιο;
«Το αγαπημένο μου σκηνικό είναι το εξωτερικό του σπιτιού των κοριτσιών. Έχω μια περιγραφή στο σενάριο και την είχαμε συζητήσει με το σκηνογράφο, γιατί ήθελα πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Βρέθηκε αυτή η έκταση όπου μπορούσε να τα φτιάξει και ήταν ακριβώς -μα, ακριβώς- αυτό που του είχα πει! Και το πιο επιτυχημένο; Δίπλα στο χώρο που επέλεξε υπήρχαν πράγματι τρεις λεύκες! Ήταν απίστευτο, γιατί σκεφτόμασταν πώς θα γίνει αυτό; Πώς θα τις φέρουμε; Και βρέθηκε χώρος που έχει και τρεις λεύκες σε διαφορετικά μεγέθη!».
-Πηγαίνετε στα γυρίσματα;
«Δυστυχώς, όχι συχνά. Όποτε μπορώ, γιατί έχω κάθε μέρα το σενάριο…».
-Έχετε σκεφτεί να πείτε «εδώ θέλω κάτι άλλο»;
«Σκηνοθέτης έχω σπουδάσει κι εγώ -και έτσι, ναι, το σκέφτομαι! Ωστόσο, δεν το κάνω, έχω μάθει να αφήνω τον καθένα να κάνει το δικό του κομμάτι».
-Πώς περάσατε από τη σκηνοθεσία στο σενάριο;
«Την αγαπούσα πολύ τη σκηνοθεσία και είχα ξεκινήσει να δουλεύω ως σκηνοθέτιδα, με τράβηξε όμως και το γράψιμο. Η μεγάλη απόφαση να σταματήσω τελείως και να ασχοληθώ μόνο με αυτό, ήρθε όταν αποφάσισα να κάνω παιδί. Εκεί κατάλαβα ότι δεν μπορώ -εγώ τουλάχιστον- να συνδυάσω τους χρόνους που απαιτούνται για ένα γύρισμα με την οικογένεια».
-Οι «Άγριες μέλισσες» είναι μία από τις σειρές που θα θυμόμαστε, περνούν τον πήχη. Πώς θα ξεπεράσετε εσείς τον πήχη που βάλατε;
«Μεγάλη κουβέντα αυτή! Τι κάνεις μετά τις “Μέλισσες”. Η αλήθεια είναι ότι είμαι τυχερή, γιατί υπάρχουν στα σκαριά -στο μυαλό μου δηλαδή και στο λάπτοπ-, μια-δυο ιδέες που τις αγαπώ πάρα πολύ, τις θεωρώ εφάμιλλες. Όχι σε αυτό το στιλ. Είναι δύο σειρές που με κάνουν να νιώθω πολύ καλά και πολύ ήσυχη. Αν δεν τις είχα, δεν ξέρω πώς θα αισθανόμουν. Μπορεί να έκανα και μια παύση μέχρι να συνέλθω. Αυτό που λέτε είναι μεγάλο άγχος. Πού πάω μετά από εκεί και πέρα, αλλά ο φόβος δεν πρέπει να σε περιορίσει…».
-Άρα περιμένουμε κι άλλα τέτοια σενάρια από εσάς…
«Θέλω να πιστεύω ότι δεν ήταν αυτά τα τελευταία λόγια μου…», είπε στον Τηλεθεατή.