Κουρής-Τοπαλίδου:Στα δικαστήρια για το διαζύγιο
Κόντρα στα δημοσιεύματα που ήθελαν να βάζουν στην σχέση τους νέα θεμέλια και να “παγώνουν” το διαζύγιο, εμείς μαθαίνουμε δυστυχώς ακριβώς το αντίθετο για τον ηθοποιό Νίκο Κουρή και την […]
15 Νοεμβρίου 2019 08:39
Ένα βιβλίο όπου προβάλλει τη δική του αλήθεια για τη ζωή του και τη δράση του έγραψε ο Νο1 καταζητούμενος Βασίλης Παλαιοκώστας.
Αρχές του περασμένου Απριλίου φτάνει ένας φάκελος στο γραφείο γνωστής δικηγόρου, η οποία παλιά εκπροσώπησε τον «Ρομπέν των φτωχών», όπως τον αποκαλούν. Σύμφωνα με πληροφορίες του Star, μέσα βρίσκεται ένα στικάκι, το οποίο περιέχει την αυτοβιογραφία του Παλαιοκώστα, μια επιστολή με το παλαμικό του αποτύπωμα και ένα μήνυμα που γράφει: «Θέλω να εκδοθεί αυτό το βιβλίο. Είναι ο μοναδικός τρόπος να πω τη δική μου αλήθεια».
Τελικά η επιθυμία του Παλαιοκώστα βρήκε ανταπόκριση και εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του! Εστάλησαν μάλιστα και προσκλήσεις για την παρουσίαση του βιβλίου «Αναζητώντας μια φυσιολογική ζωή». Όπως μάλιστα σημειώνεται στην πρόσκληση, «χωρίς τη συμμετοχή του συγγραφέα» μιας και ο συγγραφέας είναι καταζητούμενος όχι μόνο από την Ελληνική Αστυνομία αλλά τον αναζητά μέχρι και η Ιντερπόλ, ενώ είναι επικηρυγμένος με 1.000.000 ευρώ!
«Δεν κρατάω Ευαγγέλιο, μα τουφέκι»
«Δεν κρατώ ευαγγέλιο, μα τουφέκι! Λήστευα τράπεζες. Μα δεν πτώχευσα έναν άνθρωπο, ένα σπίτι, μια χώρα!(…) Τραυμάτισα αστυνομικούς. (…) Έκανα αποδράσεις. (…) Δεν βεβήλωσα αυτή τη γη φράζοντας ορίζοντες!(…) Υπερασπίζομαι την αλήθεια μου!»
Ένας από τους ομιλητές στην παρουσίαση είναι ο Πολύκαρπος Γεωργιάδης. Φίλος του Παλαιοκώστα από τα παλιά. Ήταν συγκατηγορούμενός του στην απαγωγή του Γιώργου Μυλωνά. Τον Ιούνιο του 2008 ο Βασίλης Παλαιοκώστας απήγαγε τον βιομήχανο αλουμινίου και πήρε λύτρα 12.000.000 ευρώ.
«Έλα Μυλωνά… Πάμε μια βολτίτσα… (…). Όσο απομακρυνόμασταν από τη Θεσσαλονίκη, ο Μυλωνάς ξεθάρρευε. Άρχισε δειλά-δειλά τις ερωτήσεις.
-Γιατί εμένα βρε παιδιά και όχι κάποιον άλλον;
-Σε είδαμε αλευρωμένο και σε περάσαμε για Μυλωνά, τον πείραξα» εξιστορεί στο βιβλίο.
Τον Ιούνιο του 2006, ο Βασίλης Παλαιοκώστας και ο διαβόητος εγκληματίας Αλκέτ Ριζάι αποδρούν με ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού.
«Υπολογίσαμε την ώρα και φύγαμε μαζί απ’ το κελί μου. Ο Αλκέτ γύρω από τη μέση του και κάτω από το μπλουζάκι του είχε μια αλυσίδα και ένα λουκέτο. Εγώ κράταγα μια πλαστική σακούλα που μέσα είχε μια μεγάλη κόκκινη σημαία μεταξοτυπία. Είχαμε επίσης από ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι για τυχόν ήρωες. Φτάσαμε και σταθήκαμε πως δήθεν κουβεντιάζουμε μέσα απ’ την κιγκλιδωτή πόρτα που οδηγούσε στο προαύλιο. Δεν πέρασαν δυο λεπτά, όταν είδαμε στον ορίζοντα και στο ύψος του Κηφισού περί¬που το ελικόπτερο να κατευθύνεται βόρεια και κάποια στιγμή το χάσαμε απ’ τα μάτια μας. Μπήκα στα μπάνια που ήταν ακριβώς απέναντί μας και προσπάθησα να καλέσω τον μικρό στο κινητό. Δεν απαντούσε. Βγαίνοντας, ήρθε στα αυτιά μου βαρύς υπόκωφος ήχος. Περάσαμε μαζί την πόρτα και ο Αλκέτ την έκλεισε πίσω του. Έβγαλε απ’ τη μέση του την αλυσίδα, την πέρασε γύρω από τα κάγκελα και την κλείδωσε με το λουκέτο. Κατευθυνθήκαμε στο κέντρο του προαυλίου. Απλώσαμε ως σημαδούρα την κόκκινη σημαία που πάνω της είχε μαύρο φόντο τη μορφή του Τσε Γκεβάρα. Τρεις κρατούμενοι είχαν μείνει στο κέντρο να κοιτάζουν το ελικόπτερο. Πήγα κοντά τους. Έδωσα ένα γερό χαστούκι στο σβέρκο του πιο φουσκωτού. Γύρισε σαστισμένος, μαζί κι οι άλλοι δύο. Όταν με είδαν λάκισαν.
Ο υπάλληλος προαυλίου ήταν παλαιστικός τύπος, καθόταν στο κάτω μέρος κοντά σ’ ένα συντριβανάκι. Δεν το κούνησε ρούπι, παρά καθόταν όπως όλοι οι κρατούμενοι και απολάμβανε το απρόσμενο θέαμα. Το ελικόπτερο είχε φτάσει, βρισκόταν στα εκατό μέτρα απ’ τον εξωτερικό μαντρότοιχο.
Σε δευτερόλεπτα, μπήκε πάνω απ’ το κέντρο του προαυλίου, πήρε θέση προσγείωσης κι άρχισε να κατεβαίνει. Η σκόνη και η άμμος του χαλικόστρωτου σηκώθηκαν στον αέρα κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Το προαύλιο φάνταζε χτυπημένο από σφοδρή αμμοθύελλα. Ο εκκωφαντικός, ξερός κρότος από τους έλικες, που τον πολλαπλασίαζε το τσιμεντένιο κτίριο της ακτίνας και του μαντρότοιχου, δονούσε ολόκληρη τη φυλακή, θαρρείς να την γκρεμίσει. Οι αισθήσεις μας βρίσκονταν σε ύψιστο συναγερμό. Η αδρεναλίνη έσπαγε κοντέρ. Όλα φαίνονταν να εξελίσσονται σε αργή κίνηση, σε μια τρισδιάστατη εικονική πραγματικότητα. Ένιωθα πως έβλεπα το κάθε γύρισμα του έλικα, τον κάθε κόκκο άμμου που πεταγόταν στον αέρα και αισθανόμουν το κάθε κύμα ήχου να χτυπά τα τύμπανα των αυτιών μου. Για μερικά δεύτερα το ελικόπτερο έμεινε να αιωρείται ένα μέτρο πάνω απ’ τη γη μέχρι να μπούμε και αμέσως ξεκίνησε την άνοδο με ακόμη πιο θορυβώδη τρόπο.
Σε λίγο, αφήναμε πίσω μας το κτιριακό συγκρότημα του Κορυδαλλού, πετώντας προς τη γλυκιά ελευθερία. Οι πιτσιρικάδες δεν χαλάρωσαν λεπτό, ακόμη απειλούσαν με το πιστόλι και τη χειροβομβίδα τον πιλότο φοβερίζοντάς τον.
–Εντάξει, παιδιά. Δώστε μας όπλα, αναλαμβάνουμε εμείς.
Ο Σπυράκος έβγαλε απ’ το σακίδιο ένα Σκόρπιον για τον Αλκέτ κι ένα κοντό Καλάσνικοφ για μένα. Το όπλισα κι απευθύνθηκα στον πιλότο.
–Ηρέμησε, μην τα σκατώσεις τώρα που τελειώνει η περιπέτειά σου. Θα μας αφήσεις στο νεκροταφείο του Σχιστού για να πας εσύ στο σπίτι σου κι εμείς στις δουλειές μας.
Το κλίμα αποφορτίστηκε μέσα στην καμπίνα, οι αεροπειρατές μάς χαμογέλασαν γεμάτοι καμάρι. Ήταν λεβεντόπαιδα. Αποδείκνυαν πως η ψυχή μπορεί να πετάξει και χωρίς μηχανική υποστήριξη, αλλά αν αυτή βρεθεί, γίνεται θεαματική εναέρια απόδραση», αναφέρει ο Βασίλης Παλαιοκώστας περιγράφοντας βήμα–βήμα την κινηματογραφική του απόδραση.
Συλλήψεις, αποδράσεις, ληστείες, απαγωγές. Η πρώτη ήταν αυτή του βιομήχανου Αλέξανδρου Χαϊτογλου το 1995 στη Θεσσαλονίκη.
Ζήτησαν 260.000.000 δρχ για να τον απελευθερώσουν. Συνελήφθη τρία χρόνια μετά.
«Η λήψη απόφασης για το ύψος του ποσού των λύτρων που απαιτούσαμε έχει μια μικρή αλλά άκρως αποκαλυπτική ιστορία. Όταν ξεκίνησα την έρευνά μου για την οικογένεια Χαΐτογλου, όλα τα στοιχεία συνηγορούσαν ότι πρόκειται για μια παλιά, εύρωστη οικονομικά οικογένεια.
Οι ισολογισμοί που δημοσιοποιούσε κάθε χρόνο η επιχείρησή τους ήταν πάντα κερδοφόροι, με αποκορύφωμα τον τελευταίο που τα καθαρά κέρδη ήταν κοντά στο ένα δις δραχμές (χώρια αυτά που δεν δηλώναν, μιας και μιλάμε για οικογενειακές ελληνικές επιχειρήσεις). Συνυπολογίζοντας την οικονομική δυνατότητα του στόχου, τις δικές μας καταβολές, τις μελλοντικές μας ανάγκες, το συμπύκνωμα κόπου που θα καταβάλαμε κ.λπ., η εκτίμησή μου για την ισορροπία στόχου κι απαίτησης ήταν πως δύο δις δραχμές ήταν λογικότατη απαίτηση.
Οι Έλληνες (όχι μόνο) παράνομοι, όντας προλετάριοι, διακατέχονταν από έναν υφέρποντα ταξικό ραγιαδισμό, που σε συνδυασμό με την έλλειψη γνώσης για τη ροή του χρήματος, τον όγκο του, πού αυτό καταλήγει και την άγνοια ευθύνης του ρόλου που επωμίζονταν παίρνοντας τα όπλα, λειτουργούσαν άθελά τους τυχοδιωκτικά. Σε μια υποτιθέμενη πρόταση απαγωγής ενός μεγαλοβιομήχανου με πολύ μεγάλη κακή επιρροή στην πολιτική-κοινωνική ζωή κι ενός υποδεέστερης οικονομικής εμβέλειας με ανύπαρκτη συμμετοχή στη διαπλοκή και ενασχόληση με τα κοινά, εντελώς αψυχολόγητα θα διάλεγαν τον δεύτερο.
Ακόμη κι αν υπήρχε η διαβεβαίωση πως το ρίσκο (ποινικό, σπατάλη ενέργειας, πιθανότητα σύλληψης κ.λπ.) ήταν ακριβώς το ίδιο. Ο Νίκος δυστυχώς δεν ξέφευγε πολύ απ’ την πικρή αυτή διαπίστωση. Φαίνεται λοιπόν πως πέρα απ’ τη γνώση και τις αρετές που καθορίζουν τις αποφάσεις μας (συνυπολογίζοντας την ποιότητα του ατομικού δικαίου του καθενός μας), καθοριστικό ρόλο παίζει η σοβαρότητα με την οποία αντιλαμβανόμαστε το ρόλο της δράσης μας κι όλες τις παραμέτρους της.
Το χρήμα για εμάς είχε αξία μόνο όσον αφορά την κάλυψη των εξόδων που μας χρειάζονταν για να διατηρούμε την ελευθερία μας (που δεν ήταν λίγα). Τέτοια έξοδα μπορούσαν να καλυφθούν από μια ληστεία τράπεζας το χρόνο, αν δεν είχαμε σκοπό να το κουνήσουμε απ’ την Ελλάδα. Η απαγωγή επιλέχθηκε ακριβώς γιατί είχαμε αποφασίσει να την εγκαταλείψουμε για πάντα».
Περιγράφει λοιπόν τι συνέβη την ώρα της απαγωγής: ««Κάνε ό,τι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επιτόπου!». Πανικοβλήθηκε… Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη του. Τον χτύπησα… “Μην τολμήσεις, χλεχλέ! Θα σε σκίσω!”. Παραδόθηκε».
Και συνεχίζει: «Ας είναι ένα είδος ηθικής κάθαρσης για τα δέκα επιπλέον στημένα κατηγορητήρια που οι ίδιοι εκδικάσανε και τις οχτώ-δέκα καταδικαστικές αποφάσεις, που φόρτωσαν στην πλάτη μου εκατό-εκατόν πενήντα επιπλέον χρόνια κάθειρξης. Οι παραπάνω αριθμοί είναι κατά προσέγγιση. Πέντε πάνω, πέντε κάτω… Ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια; Αυτά είναι λεπτομέρειες για το ελληνικό δίκαιο!
Επειδή πάντα θέλω να είμαι σαφέστατος: Η περίοδος στην οποία αναφέρομαι είναι απ’ την απόδρασή μου τον δεκαπενταύγουστο του ’91 μέχρι τις 20 Δεκέμβρη του ’99, οπότε και με συνέλαβαν στη Λιβαδειά. Στο παραπάνω χρονικό διάστημα κατηγορήθηκα για τρεις ένοπλες ληστείες τραπεζών, στις οποίες ήμουν ένοχος και καταδικάστηκα. Οι δύο από αυτές ήταν της Καλαμπάκας και των Ιωαννίνων, τις οποίες εξιστόρησα.
Ό,τι άλλο έχει να κάνει με ένοπλη ληστεία και κατηγορήθηκα (τράπεζες, σουπερμάρκετ, ΟΤΕ, ΕΛΤΑ και ένα σωρό άλλα) ήταν πλεκτάνες-χρεώματα της ΕΛ.ΑΣ.! Έως και τώρα, δεν έχω διαπράξει ποτέ ένοπλη ληστεία σε οποιονδήποτε άλλον οργανισμό πέρα από τράπεζες. Κυριολεκτώ-ακριβολογώ! Δεν ξόδεψα την περισσότερη ζωή μου κυνηγημένος για να υπηρετώ το ψέμα. Δυστυχώς, σε κοινωνίες που βασιλεύει το ψέμα, μόνο από καταζητούμενους μπορεί να ακούσεις αλήθειες…».
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας παραμένει άφαντος από τον Φεβρουάριο του 2009, οπότε και έλαβε χώρα η δεύτερη κινηματογραφική απόδρασή του από τις φυλακές Κορυδαλλού. Σύμφωνα με την αστυνομία, έκανε πλαστικές επεμβάσεις για να μην τον αναγνωρίζουν. Λένε ότι «μεταμορφώθηκε» στα Σκόπια, ενώ κάποιοι ισχυρίζονται ότι πια μένει στην Ελλάδα.
«Θα παραμείνω με τους ξεχωριστούς, τους άπιαστους. Με εκείνους που επέλεξαν συνειδητά να πορεύονται διάγοντας μια φυσιολογική ζωή αντιδρώντας σε έναν αφύσικο κόσμο».