Γλύτωσε από θαύμα ο Μιχάλης Μητρούσης
Εντός της ημέρας θα χειρουργηθεί ο Μιχάλης Μητρούσης που τραυματίστηκε χθες Κυριακή, σε τροχαίο στη Συγγρού. Ο ηθοποιός έχει υποστεί κάταγμα έξω σφυρού. Πρόκειται για ένα ήπιο κάταγμα, ωστόσο, όπως […]
17 Μαΐου 2022 17:48
Η Σοφία Γιαννικοπούλου κατηγορείται ότι πλαστογράφησε με σκάνερ, πολύτιμο πίνακα ζωγραφικής και τον παρέδωσε στον εφοπλιστή, Γιάννη Κούστα ως αυθεντικό. Η ίδια, ωστόσο, κάνει λόγο για καλοστημένη σκευωρία σε βάρος της.
Ο Γιάννης Κούστας, ένας από τους πιο ισχυρούς επιχειρηματίες, κατηγορεί τη Σοφία Γιαννικοπούλου ότι μετά το διαζύγιο που πήραν δεν του παρέδωσε –όπως ήταν υποχρεωμένη- τον αριστουργηματικό πίνακα του Μαρκ Σαγκάλ «Les Roses», αξίας 1,8 εκατομμυρίων ευρώ- αλλά ένα φθηνό αντίγραφό του! Σύμφωνα με την καταγγελία, είναι σκαναρισμένο και επιχρωματισμένο. Μάλιστα, έχει τοποθετηθεί στην αυθεντική κορνίζα του πίνακα, ο οποίος αποκτήθηκε το 2007 από παρισινό οίκο από τον Κούστα.
Η καταγγελία του εφοπλιστή περί εξαπάτησης εξετάστηκε από τη Δικαιοσύνη. Όπως έγινε γνωστό, σε βάρος της Γιαννικοπούλου ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος. Επιπλέον, επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι. Συγκεκριμένα, είναι υποχρεωμένη να παρουσιάζεται στο αστυνομικό Τμήμα της περιοχής στην οποία διαμένει, το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα.
Οι κατηγορίες που βαραίνουν τη Γιαννικοπούλου είναι οι ακόλουθες: Υπεξαίρεση πίνακα αξίας άνω των 120.000 ευρώ (πρόκειται για κακούργημα με προβλεπόμενη ποινή από πέντε έως δέκα χρόνια), πλαστογραφία και υπεξαγωγή εγγράφων (αφορά την απόκρυψη των πιστοποιητικών γνησιότητας του πίνακα). Οι δύο τελευταίες κατηγορίες συνιστούν πλημμελήματα. Τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως πέντε χρόνια.
Ο Κούστας είχε περάσει στην αντεπίθεση για το συγκεκριμένο ζήτημα από τις 15 Δεκεμβρίου. Τότε κατέθεσε μήνυση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Σε αυτήν αναφερόταν, μεταξύ άλλων: «Η Γιαννικοπούλου, τέως σύζυγός μου, ιδιοποιήθηκε έναν πίνακα του φημισμένου ζωγράφου Μαρκ Σαγκάλ, αποκλειστικής κυριότητός μου, φιλοτεχνημένο το 1977, με αξία αγοράς 1.400.000 ευρώ και με τρέχουσα αξία τουλάχιστον 1.800.000 ευρώ. Ο πίνακας ήταν εκτεθειμένος στην κοινή μας οικογενειακή κατοικία στη Γλυφάδα, από την αγορά του το έτος 2007 και τουλάχιστον έως τον 06/2012, όταν εγώ μετοίκησα από την ανωτέρω κατοικία, λόγω κλονισμού του έγγαμου βίου μας.
Η εγκαλούμενη, στη θέση του γνήσιου πίνακα, τοποθέτησε ένα κακέκτυπο. Τέλεσε τη νόθευση του πίνακα, κάποια στιγμή μεταξύ 10.12.2012 και 10.7.2018, δηλαδή από τότε που απέκλεισε σε μένα την πρόσβαση στην κατοικία μας έως τότε που διατάχθηκε τελικά δικαστικώς να παραδώσει μεταξύ άλλων έργων τέχνης τον επίδικο πίνακα. Η τέως σύζυγός μου επίσης στις 10.7.2018 υπεξήγαγε τα συνοδευτικά έγγραφα του πίνακα που πιστοποιούν την αυθεντικότητά του, σε μια προσπάθεια να δυσχεράνει την απόδειξη του ιδιοκτησιακού μου καθεστώτος …
Το κουβάρι του εγκληματικού σχεδίου της Γιαννικοπούλου άρχισε να ξηλώνεται όταν απέστειλα τον πίνακα προς πώληση στον οίκο δημοπρασιών Sotheby’s στο Παρίσι και μου γνωστοποιήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου του 2020 ότι επρόκειτο για ρέπλικα και όχι για το πολύτιμο γνήσιο έργο τέχνης».
Κατά την πλευρά του Κούστα έγινε ως εξής: «Το πρωτότυπο έργο αρχικά ψηφιοποιήθηκε με τη χρήση ψηφιακής μηχανής, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στο υπό έλεγχο έργο διαπιστώθηκε σε δύο σημεία (σε δύο γωνίες του πλαισίου) φωτοσκίαση, η οποία αποτυπώθηκε με μικροφωτογράφηση και έχει αποδοθεί με την εκτύπωση της τετραχρωμίας σαν σκούρα περιοχή που δεν διορθώθηκε κατά την αναπαραγωγή του αντιγράφου. Στη συνέχεια, η εκτύπωση έλαβε χώρα με εκτυπωτή σε καμβά, ο οποίος νωρίτερα είχε επιστρωθεί με ειδικό υλικό προεργασίας που είναι ασυνήθιστο για ζωγράφους …
Παράλληλα, το αυθεντικό έργο αποσπάστηκε από το τελάρο του. Το αυθεντικό τελάρο όμως επαναχρησιμοποιήθηκε για να τοποθετηθεί το πλαστό έργο. Είναι εξαιρετικής σημασίας εν προκειμένω ότι η ετικέτα-αυτοκόλλητο της Galerie Maeght που φέρει το τελάρο και περιγράφει τον αυθεντικό πίνακα, να είναι η αυθεντική».
Σε άλλο σημείο, τέλος, ο εφοπλιστής ανέφερε: «Είμαι επιχειρηματίας που δραστηριοποιούμαι στον χώρο της ναυτιλίας. Επίσης, είμαι απόφοιτος του Ε.Μ.Π. και κάτοχος διδακτορικού τίτλου από το βρετανικό πανεπιστήμιο Imperial. Η Γιαννικοπούλου ουδέποτε είχε καλή οικονομική κατάσταση με δικές της δυνάμεις. Εγώ κάλυπτα όλα τα έξοδα της ακίνητης περιουσίας και όλα τα έξοδα διατροφής και διαβίωσης ημών και των θυγατέρων μας.
Δεν εργαζόταν, δεν είχε κινητή και ακίνητη περιουσία, ενώ απέκτησε ακίνητα με δικές μου αποκλειστικά παροχές. Δεν είχε δε, κανένα απολύτως εισόδημα. Η τέως σύζυγός μου δεν συνεισέφερε το παραμικρό και στη λειτουργία του οίκου μας: δεν παρείχε καν προσωπικές υπηρεσίες σε μένα και στα παιδιά μας, αφού της διέθετα μόνιμο προσωπικό (καμαριέρα, μαγείρισσα, παραμάνα κ.λπ.)».
Στο απολογητικό της υπόμνημα, υποστήριξε μεταξύ άλλων: «Η υπόθεση αποτελεί μια καλοστημένη μεν πλην όμως ξεκάθαρα ορατή σκευωρία, που σχεδιάστηκε με επιμέλεια από τον μηνυτή και τελέστηκε με άμεση συνδρομή υπαλλήλου της εταιρείας μεταφορών. Ο εν λόγω πίνακας βρισκόταν στο σπίτι μου από τον Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι τις 10.7.2018, οπότε και αφαιρέθηκε από την κατοχή μου και παραδόθηκε στην εταιρεία μεταφορών. Από το 2007 μέχρι το 2012 ο Κούστας διέμενε στο κοινό μας σπίτι.
Μετά την αποχώρησή του μέχρι και τις 29.3.2018 μετά βεβαιότητας δεν μπορούσα να είχα πλαστογραφήσει τον πίνακα, γιατί αν το είχα κάνει και είχα την ικανότητα και τις διασυνδέσεις να εξεύρω αγοραστή, τότε θα είχα και την ικανότητα να αντιληφθώ την ευκαιρία που μου έδινε η ληστεία στο σπίτι μας για να πω ότι εκλάπη και ο πίνακας αυτός μέσα σε όλα τα άλλα και να ξεφορτωθώ το πρόβλημα μια για πάντα.
Από τον Απρίλιο του 2018 έως και τον Ιούλιο ήμουν σε καθημερινή βάση στην Αστυνομία, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις μου, οπότε μάλλον αδύνατο θα ήταν να ασχοληθώ με θέματα πλαστογραφίας και πώλησης κλοπιμαίων έργων τέχνης, ενώ όλο τον Ιούλιο ήμουν στο νοσοκομείο και κατάκοιτη στο σπίτι, ένεκα ορθοπεδικού χειρουργείου στο οποίο είχα υποβληθεί. Αρα πότε είναι δυνατόν να έκανα την πλαστογραφία και την υπεξαίρεση αυτή;
Αντίθετα, ο μηνυτής είχε τον πίνακα αυτόν, κυριολεκτικά στα χέρια του επί επτά ολόκληρους μήνες, από τον Φεβρουάριο του 2020 έως τον Σεπτέμβριο του 2020, είχε τεράστιες τεχνικές γνώσεις, ασύλληπτη οικονομική δύναμη και απύθμενο μίσος προς το πρόσωπό μου και δυστυχώς στα παιδιά μας, με τα οποία είχε να μιλήσει πάνω από τέσσερα χρόνια, αρνούμενος να απαντήσει στην οποιαδήποτε προσπάθεια επικοινωνίας από πλευράς τους.
Ειλικρινά, θα ήθελα να μην πιστέψω ότι ο άνθρωπος με τον οποίο μοιράστηκα τα καλύτερα 22 χρόνια της ζωής μου και ο οποίος μου χάρισε δύο σπουδαία παιδιά που σπουδάζουν σήμερα στη Βοστώνη και το Λονδίνο, θα έφθανε στο σημείο να μου προσάψει μια τέτοια κατηγορία.
Δυστυχώς όμως δεν μπορώ να δεχθώ ότι ένας άνθρωπος με τις νοητικές ικανότητες και εμπειρίες του Ιωάννη Κούστα δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί με γυμνό μάτι ότι ο κάτασπρος – ολοκαίνουργιος καμβάς (πίσω όψη πίνακα) που είναι στερεωμένος στο τελάρο με καινούργια συρραπτικά, δεν είναι δυνατόν να αντιστοιχεί σε πίνακα του 1970 ή έστω του 1977. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Κούστας θα μπορούσε να ξεγελαστεί με κάτι τέτοιο από τον οποιονδήποτε. Έτσι, άγομαι στο λογικό συμπέρασμα ότι ο ίδιος ο μηνυτής εξύφανε αυτό το σχέδιο προκειμένου να με φέρει σε δύσκολη θέση και να με εξαναγκάσει σε οδυνηρό συμβιβασμό».
Σε άλλο σημείο τονίζεται από τη Γιαννικοπούλου: «Τον Σεπτέμβριο του 2007, ο τότε σύζυγός μου με ενημέρωσε ότι αποφάσισε να αγοράσει έναν πίνακα του διάσημου ζωγράφου Μαρκ Σαγκάλ. Τούτο δεν ήταν ασυνήθιστο για τον μηνυτή, καθότι είχε την οικονομική δυνατότητα και την αγάπη για την τέχνη, σε βαθμό που σήμερα να είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς Έλληνες συλλέκτες.
Πράγματι, η αγορά αυτή έγινε στις 22 Σεπτεμβρίου του 2007 από έναν έμπορο τέχνης στο Παρίσι, ο οποίος εξέδωσε και το σχετικό τιμολόγιο πώλησης, όπως προκύπτει και από τη δικογραφία. Στο πλαίσιο της αρμονικής μας συμβίωσης, ο μηνυτής μου ανέφερε πως τον εν λόγω πίνακα τον αγόρασε ως δώρο για την κόρη μας, στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία».