Κώστας Χαρδαβέλλας: Ο Ρεπόρτερ έφυγε
Όταν η τηλεόραση είχε ακόμη έντονες δόσεις ρομαντισμού, την δεκαετία του ’80, θυμάμαι ως παιδί να βλέπω έναν κύριο στην οθόνη που αν και ένιωθα πως με κάποιο τρόπο κοιτούσε […]
Συντάκτης: Συντακτική ομάδα
28 Οκτωβρίου 2022 08:40
Οι επιστήμονες, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, επισημαίνουν ότι υπάρχουν πλέον πειστικά στοιχεία ότι η τακτική σωματική δραστηριότητα βοηθά να μειωθούν οι συνέπειες της σοβαρής Covid-19, καθώς επίσης να μειωθεί ο κίνδυνος εισαγωγής στο νοσοκομείο, διασωλήνωσης σε μονάδα εντατικής θεραπείας ή θανάτου λόγω κορωνοϊού.
Η νέα μελέτη δείχνει επιπροσθέτως ότι η συχνή σωματική άσκηση βοηθά και στη βελτίωση της προστασίας που παρέχουν τα εμβόλια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γιον Πατρίτσιος της Σχολής Επιστημών Υγείας του νοτιοαφρικανικού Πανεπιστημίου Witwatersrand στο Γιοχάνεσμπουργκ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό περιοδικό αθλητιατρικής «British Journal of Sports Medicine», ανέλυσαν στοιχεία για 53.771 άτομα με χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας (έως 60 λεπτά την εβδομάδα), 62.721 με μέτρια επίπεδα (60 έως 150 λεπτά) και 79.952 με υψηλά επίπεδα (πάνω από 150 λεπτά την εβδομάδα).
Παράλληλα, αναλύθηκαν στοιχεία σχετικά με τον εμβολιασμό τους κατά του κορωνοϊού και την αποτελεσματικότητα του, με βάση το αν είχαν διαγνωστεί θετικοί ή όχι για Covid-19.
Η μελέτη εκτίμησε ότι στους πλήρως εμβολιασμένους η αποτελεσματικότητα των εμβολίων (μείωση κινδύνου νοσηλείας) ήταν 60% στην ομάδα χαμηλού επιπέδου άσκησης/δραστηριότητας, 72% στην ομάδα μέτριου επιπέδου και 86% στην ομάδα με υψηλά επίπεδα σωματικής άσκησης/δραστηριότητας.
Οι πλήρως εμβολιασμένοι που ασκούνταν πάνω από 150 λεπτά εβδομαδιαίως, είχαν σχεδόν τρεις φορές μικρότερο κίνδυνο εισαγωγής σε νοσοκομείο λόγω Covid-19, σε σχέση με τους αγύμναστους και σωματικά αδρανείς εμβολιασμένους. Οι ασκούμενοι σε μέτρια επίπεδα είχαν σχεδόν μιάμιση φορά μικρότερο κίνδυνο.
Δεν είναι τελείως σαφές με ποιο τρόπο η σωματική δραστηριότητα ενισχύει την αποτελεσματικότητα των εμβολίων αλλά οι ερευνητές εκτιμούν ότι «πρόκειται πιθανώς για έναν συνδυασμό αυξημένων επιπέδων αντισωμάτων, βελτιωμένης προστασίας από ανοσοκύτταρα Τ και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες».