Κώστας Χαρδαβέλλας: Ο Ρεπόρτερ έφυγε
Όταν η τηλεόραση είχε ακόμη έντονες δόσεις ρομαντισμού, την δεκαετία του ’80, θυμάμαι ως παιδί να βλέπω έναν κύριο στην οθόνη που αν και ένιωθα πως με κάποιο τρόπο κοιτούσε […]
Συντάκτης: Συντακτική ομάδα
14 Δεκεμβρίου 2022 08:40
Οι παρενέργειες του κορωνοϊού μπορεί, επίσης, να έχουν ανασταλτικά αποτελέσματα σε ασθενείς που έχουν αναρρώσει από τη μόλυνση. Από την υπερβολική τριχόπτωση μέχρι την κούραση, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις ενδέχεται να εμποδίσουν ακόμα και τις καθημερινές ικανότητες, όπως είναι και η μνήμη.
Όταν επιστήμονες στο Ινστιτούτο Karolinska στη Σουηδία μόλυναν εγκεφαλικά οργανοειδή -τμήματα εγκεφαλικού ιστού μεγέθους κεφαλής καρφίτσας που αναπτύσσονται στο εργαστήριο- με τον ιό που προκαλεί την COVID-19, διαπίστωσαν ότι επιτάχυνε την καταστροφή των συνδέσεων μεταξύ των νευρώνων που ονομάζονται συνάψεις.
Η συγκεκριμένη ανακάλυψη βοηθά να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο SARS-CoV-2 εισέρχεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλεί ασθένειες. Τα τελευταία δύο χρόνια, οι επιστήμονες έχουν τεκμηριώσει μακροχρόνια νευρικά προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς σε ασθενείς με COVID-19. Μια τέτοια κατάσταση, γνωστή ως brain fog, προκαλεί αποπροσανατολισμό, απώλεια μνήμης, χρόνιο πονοκέφαλο και μούδιασμα και επηρεάζει σχεδόν το 40% των ασθενών με COVID-19.
Ο Καρλ Σέλγρεν, ψυχίατρος και κυτταρικός βιολόγος, και η ομάδα του στο Ινστιτούτο Karolinska αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα οργανοειδή για να προσπαθήσουν να μάθουν τι κάνει ο SARS-CoV-2 στον εγκέφαλο και αν μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση των νευρολογικών συμπτωμάτων.
Η έρευνά τους τους οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η καταστροφή πάρα πολλών συνδέσεων μεταξύ των νευρώνων μπορεί να προκαλεί το λεγόμενο brain fog σε ασθενείς με COVID-19. «Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας από τους πολλούς λόγους—πιθανώς—για τους οποίους παρατηρούμε μια σειρά νευρολογικών συμπτωμάτων, ακόμη και μετά την πάροδο της λοίμωξης», αποκαλύπτει ο Σαμουντιάτα, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Karolinska που ηγήθηκε της μελέτης.
Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε από μια ομάδα Γερμανών ερευνητών, υποδηλώνει ότι ακόμη και άτομα που δεν παρατηρούν σημάδια γνωστικής εξασθένησης μπορεί να έχουν προβλήματα με τη μνήμη και την προσοχή μετά την ανάρρωσή τους από ένα ήπιο κρούσμα COVID-19.
Στη μελέτη συμμετείχαν 136 συμμετέχοντες. Επιλέχθηκαν από ιστότοπο που διαφήμιζε τη μελέτη ως παιχνίδι εγκεφάλου για να δουν πόσο καλά μπορούσαν να αποδώσουν. Ο μέσος όρος ηλικίας ήταν περίπου 30 ετών. Σχεδόν το 40% των συμμετεχόντων είχε αναρρώσει από COVID -19που δεν χρειαζόταν νοσηλεία, ενώ οι υπόλοιποι δεν είχαν COVID-19. Όλοι οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι δεν είχαν προβλήματα με τη μνήμη ή τη σκέψη τους.
Ωστόσο, η δοκιμή έδειξε ότι η απόδοση σε ένα τεστ προσοχής δεν ήταν τόσο καλή μεταξύ της ομάδας που είχε COVID-19 σε σύγκριση με εκείνες που δεν είχαν. Ομοίως, οι συμμετέχοντες που είχαν COVID-19 είχαν σημαντικά χειρότερη απόδοση στο τεστ μνήμης. Και τα δύο αυτά αποτελέσματα φαίνεται να βελτιώνονται με την πάροδο του χρόνου, με το πρόβλημα της μνήμης να βελτιώνεται κατά έξι μήνες και η απόσπαση της προσοχής να μην υπάρχει πλέον στους εννέα μήνες.
Πηγή: ipop.gr