Η Κόρα Καρβούνη, η οποία πρωταγωνιστεί στη δραματική σειρά εποχής «Αυτή η νύχτα μένει», παραχώρησε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνέντευξη.
Η ηθοποιός Κόρα Καρβούνη, που έχει στη φαρέτρα της δύο βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου κι έχει τιμηθεί ως η καλύτερη Ελληνίδα ηθοποιός το 2006 από το «Αθηνόραμα», πρωταγωνιστεί στο σήριαλ του Alpha «Αυτή η νύχτα μένει».
Η πρωταγωνίστρια μίλησε στο «Tv 24».
Ήταν μεγάλη έκπληξη για μας να σας δούμε σε έναν τόσο κόντρα ρόλο.
«Με όσα έχω επιλέξει ή με έχουν επιλέξει να κάνω με τα χρόνια, μπαίνουν κάποιες ταμπέλες και είναι κρίμα. Ένας καλλιτέχνης πρέπει να υποδύεται τα πάντα. Δεν θεωρώ ότι ένας ρόλος είναι ακραίος. Απλά δεν σε έχει συνηθίσει ο θεατής σε κάτι καινούριο που του παρουσιάζεις. Δεν πιστεύω ότι η Νίτσα είναι ξένος ρόλος και μπορεί να βρίσκω αντιθέσεις, αλλά υπάρχουν και κοινά χαρακτηριστικά σε σχέση με τον δικό μου χαρακτήρα».
Ποια ήταν η εντύπωση που σας δημιουργήθηκε γι’ αυτή την ηρωίδα στην πρώτη ανάγνωση;
«Αυτό που με έλκει είναι η πολυπλοκότητά της. Είναι πολυσύνθετη και πολύπλευρη και γι’ αυτό είναι ανθρώπινη. Είναι σκληρή και τρυφερή, είναι πονεμένη αλλά έχει χιούμορ. Είναι ένας καλογραμμένος χαρακτήρας και το γοητευτικό πάνω της είναι πως είναι γήινη. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε πολλές πλευρές και οι σεναριογράφοι έχουν πετύχει κάτι σπουδαίο, όλοι οι χαρακτήρες να μην είναι μονοδιάστατοι και ο θεατής να αναγνωρίζει σε εκείνους κάτι από τον εαυτό του».
Η Νίτσα και ο Γιώργης έχουν κερδίσει στο μέγιστο τη συμπάθεια του κοινού.
«Ο Γιώργης είναι η χαρά της ζωής. Λείπει πολύ στην εποχή μας ένας τέτοιος χαρακτήρας. Πέρα από την υποκριτική δεινότητα του Γιάννη Τσορτέκη που είναι αδιαμφισβήτητη, τη σημερινή εποχή νοσταλγούμε ανθρώπους σαν τον Γιώργη που πέφτουν στη ζωή με τα μούτρα, χωρίς φόβο και δικλείδες ασφαλείας. Είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος, ένας μικρός Ζορμπάς. Αντίθετα, η Νίτσα είναι μια σκοτεινή ηρωίδα, αλλά με αβρότητα και καθαρότητα και καθώς το ομώνυμα έλκονται, έτσι πιστεύω εγώ, ο ένας αναγνωρίζει στον άλλον αυτές τις αρετές».
Είναι και οι δύο πολυτραυματίες της ζωής για διαφορετικούς λόγους.
«Ειπώθηκε πράγματι αυτό σε μια σκηνή όταν η Νίτσα του είπε: ‘Περνάς τέτοια ζόρια;’ κι εκείνος απάντησε: ‘Έλα τώρα’. Οι άνθρωποι έλκονται από τα τραύματά τους. Βλέπει ο ένας τον πόνο του άλλου και αυτό τους φέρνει άμεσα κοντά από την πρώτη στιγμή. Αμέσως υπήρξε ένας μαγνητισμός ανάμεσα στη Νίτσα και τον Γιώργη, γιατί μπορεί ο ένας να κατανοήσει τον άλλον».
Ναι, αλλά η Νίτσα του το κάνει δύσκολο και τον ζορίζει.
«Τον ζορίζει γιατί με το τραγικό παρελθόν που έχει, έχει και μια διαμορφωμένη άποψη για τους άντρες, από την οποία δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεφύγει. Έχει φτιάξει συγκεκριμένα σενάρια για το πώς θα είναι σε μια σχέση με έναν άντρα. Τη δυσκολεύει το γεγονός ότι έρχεται ένας άνθρωπος και της δίνει απλόχερα αγάπη, θαυμασμό και ευτυχία. Δεν είναι γνώριμη συνθήκη στη ζωή της και την τρομάζει καθώς είναι ένα πονεμένο πλάσμα που έχει μια συγκεκριμένη ματιά στα πράγματα. Κατανοώ γιατί δυσκολεύεται. Νομίζει ότι δεν είναι γεννημένη για αγάπες κι έρωτες. Έχει πιο σοβαρά θέματα να ασχοληθεί από τον ερωτοχτυπημένο Γιώργη. Να βοηθήσει τη φίλη της καθώς θεωρεί ότι το κακό συνεχώς παραμονεύει. Είναι καχύποπτο πλάσμα η Νίτσα».
Ο Γιώργης όμως, είναι τόσο δοτικός και χειμαρρώδης. Θα καταφέρει να την παρασύρει;
«Σε έναν βαθμό ναι. Παρ’ όλα αυτά, είναι η Νίτσα ένα πλάσμα αυτοκαταστροφικό. Έχει μεγαλώσει μέσα στην καταστροφή. Δεν μπορεί να την αποτινάξει τόσο απλά. Είναι βαθιά μέσα της. Όταν ένας άνθρωπος έχει τραυματιστεί σε τέτοιο βαθμό δεν είναι εύκολο να σβήσει από το μυαλό του τον πόνο από την κακοποίηση. Μπορεί να υπάρχουν ακτίνες φωτός, αλλά τρομάζει με αυτό που δεν γνωρίζει ακόμη κι αν είναι για καλό. Δεν μπορούμε σεναριακά να είμαστε εκτός πραγματικότητας. Η Νίτσα, όπως και κανένα θύμα κακοποίησης, δεν μπορεί να αποποιηθεί το παρελθόν».
Η Ζέτα δείχνει να είναι το μόνο άτομο που εμπιστευόταν η Νίτσα. Όμως η σχέση της με τον Στρατή τις έφερε σε ρήξη.
«Είναι τόσο έντονη αυτή η φιλία που δεν μπορεί να μην έχει ρωγμές. Είναι δύο πλάσματα ολομόναχα και η μοναδική οικογένεια που έχει η μια με την άλλη στον κόσμο. Κι όπως είναι χειριστικοί οι γονείς μας και τα αδέλφια μας κι εμπλέκονται παραπάνω στα προσωπικά μας, έτσι και η Νίτσα το παρακάνει. Φυσικά όλο αυτό ξεκινάει από τον φόβο να μη γίνει κάποιο κακό, γιατί το μόνο που γνωρίζουν αυτά τα κορίτσια είναι το κακό και η βία. Αυτή η προστασία λοιπόν γίνεται υπερπροστασία και φτάνει σε σημείο η Νίτσα να γίνεται αντιπαθής, αλλά το κάνει από πολύ βαθιά ανάγκη».
Μήπως της βγαίνει και το μητρικό ένστικτο;
«Σίγουρα. Άλλωστε η Νίτσα έχει γεννήσει ένα παιδί και οσονούπω θα αποκαλυφθεί τι είχε συμβεί, πώς γεννήθηκε το παιδί αυτό και ποιος είναι ο πατέρας του, αλλά μη με ρωτάτε περισσότερα»/