Ο Γιάννης Μόρτζος αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με την υγεία του.
Στην αρχή του καλοκαιριού, ο 83χρονος ηθοποιός νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαρύ αναπνευστικό πρόβλημα και σήμερα βρίσκεται στο Ασκληπιείο Βούλας με ένα επιπλέον πρόβλημα στην καρδιά του, σύμφωνα με την εφημερίδα «On Time».
Στο πλευρό του βρίσκεται όλο το 24ωρο η σύζυγός του, Γιούλη Ζήκου, η οποία δείχνει την υποστήριξή της και προσπαθεί να ανεβάσει την ψυχολογική κατάσταση του ηθοποιού.
Ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα που γνωρίζουν το πρόβλημα υγείας του ηθοποιού είναι ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Αλκίνοος Μπουνιάς, ο οποίος είναι και στενός φίλος του ζευγαριού.
Σε δηλώσεις του στην «On Time», ανέφερε: «Μην τον ενοχλείτε, περνάει πολύ δύσκολες ώρες και χρειάζεται ηρεμία και βέβαια σεβασμό στην κατάστασή του, απ’ όλους μας. Άλλωστε, ο Γιάννης πάντα είχε καλή επικοινωνία με τους δημοσιογράφους και μακάρι να γίνει σύντομα καλά και θα βγει μιλήσει ο ίδιος για το Γολγοθά που περνά».
Επίσης, πρόσθεσε: «Απ’ όσο γνωρίζω, βρίσκεται σε καλά ιατρικά χέρια, αλλά ας προσευχηθούμε όλοι να γίνει το θαύμα…».
Αυτή δεν είναι η πρώτη περιπέτεια του ηθοποιού με την υγεία του, καθώς το 2015 είχε βρεθεί πάλι σε πολύ δύσκολη θέση, ύστερα από μια καρδιολογική επέμβαση ρουτίνας.
«Έκανα bypass. Ευτυχώς, γλίτωσα. Ήμουν διασωληνωμένος. Πενήντα μέρες στην Εντατική ήμουν ζωντανός νεκρός. Και όταν κάποια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου, έβλεπα να πεθαίνουν κάποιοι στο θάλαμο. Και δεν είχαν την ευαισθησία οι νοσοκόμες να τραβάνε την κουρτίνα να μην τους βλέπω. Εκεί είπα μέσα μου ότι “αφού πεθαίνουν αυτοί, θα πεθάνω κι εγώ”», είχε πει στην «On Time».
Ο Γιάννης Μόρτζος είχε τονίσει τη στήριξη που είχε δεχτεί από τη σύζυγό του και τότε: «Όμως, σιγά-σιγά έδινα κουράγιο στον εαυτό μου, σκεφτόμουν το παιδί μου και τη γυναίκα μου και προσπαθούσα να συνέλθω. Άρχισα να λέω στίχους από ποιήματα και λόγια από ρόλους που μου έρχονταν στο μυαλό. Τότε, είπα ότι αφού μιλάω, άρα υπάρχω κι έτσι συνήλθα. Νομίζω, όμως, ότι ένας λόγος που κρατήθηκα στη ζωή ήταν η γυναίκα μου, η Γιούλη, η οποία καθόταν πάνω από το μαξιλάρι μου και δεν πήγαινε πουθενά… Τώρα πια δεν τον φοβάμαι τον θάνατο. Είναι λύτρωση».