«Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου εκτός θεάτρου, είναι ο τρόπος ζωής μου, το βίτσιο μου
και η διαστροφή μου», έλεγε. Γι’ αυτό και τις περιόδους που δεν συμμετείχε σε κάποια παράσταση
συνήθιζε να περνάει τα βράδια από κάποιο κοντινό του θέατρο, να πηγαίνει στα καμαρίνια των
ηθοποιών και να μυρίζει εκείνη την ιδιαίτερη μυρωδιά που για τον ίδιο αποτελούσε αναγκαία
ανάσα ζωής. Γιατί μπορεί οι περισσότεροι Έλληνες να τον αγάπησαν ως τη «λατρεία» του Γιάννη
Μπέζου, στη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Εκείνες κι Εγώ» ο Πάνος Χατζηκουτσέλης , ωστόσο, που
έφυγε την Παρασκευή από τη ζωή, σε ηλικία 74 ετών, ήταν πολλά περισσότερα…
Εξαιρετικός ηθοποιός χαρακτήρων, κωμικών αλλά και δραματικών, διέθετε εκείνη τη σπάνια
υποκριτική στόφα που επέτρεπε να κάνει ένα δεύτερο ρόλο να ξεχωρίσει, να λάμψει, κάποιες φορές
να συναγωνιστεί στα ίσια και τον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Καλλιτέχνης πολυπρόσωπος και πνεύμα
ανήσυχο και ακομπλεξάριστο, δεν δίστασε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε όλο το φάσμα και σε
όλα τα μέσα έκφρασης της τέχνης του, ισορροπώντας ανάμεσα στο κλασικό θέατρο και την
επιθεώρηση, την Επίδαυρο και τα τηλεπαιχνίδια.
Γέννημα θρέμμα Εξαρχειώτης, ο τέταρτος γιος μιας επταμελούς, πολύτεκνης οικογένειας, με
πατέρα Αριστερό, που λάτρευε τα βιβλία αλλά και το θέατρο, γνώρισε από μικρός τις διακρίσεις
και τις αδικίες που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος λόγω των πολιτικών του φρονημάτων. Έμαθε
όμως, επίσης πολύ νωρίς, να παραμένει πιστός στις ιδέες και τις αξίες του και να μην κρατά κακίες.
Αποφάσισε να γίνει ηθοποιός μόνο και μόνο για να κερδίσει ένα στοίχημα! Θέλοντας να διαψεύσει
μια φίλη του, η οποία επέμενε, πως το να γίνει κανείς ηθοποιός είναι εξαιρετικά δύσκολο, έδωσε
εξετάσεις και πέρασε στη δραματική σχολή του Θεοδοσιάδη. Το κέδρος του; Το κατοστάρικο του
στοιχήματος και μια καριέρα που διήρκεσε περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες. Δεν τη λες και
μικρή νίκη…
Η θεατρική πορεία
Βέβαια, εκτός από το ταλέντο του, είχε και την τύχη με το μέρος του. Γιατί είναι πραγματικά
σπάνια τύχη για έναν άγουρο ηθοποιό να ξεκινά την διαδρομή του δίπλα σε ιερά τέρατα της
υποκριτικής όπως η Έλλη Λαμπέτη και ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Ο Χατζηκουτσέλης θα κάνει στο
πλευρό τους την παρθενική του θεατρική εμφάνιση, το 1972, στο Θέατρο «Μπρόντγουεϊ», στο
έργο «Γλυκειά Ίρμα». Μέσα σε λίγους αργότερα θα βρεθεί στην πιο πολυσυζητημένη παράσταση της θεατρικής Αθήνας.
Είναι οι «Εραστές του Ονείρου», που φιλοξενεί το θέατρο «Βέμπο» με πρωταγωνιστές τον Τόλη
Βοσκόπουλο και τη Ζωή Λάσκαρη και μάλιστα την περίοδο που όλη η Ελλάδα μιλά για τον
παράφορο έρωτάς τους. Θα απολαύσει την επιτυχία, τα πλήθη που γέμιζαν ασφυκτικά κάθε βράδυ
το θέατρο, τα χειροκροτήματα, τη γνωριμία με σημαντικούς ανθρώπους του χώρου όπως ο Γιάννης
Δαλλιανίδης και ο Μίμης Πλέσσας. Δεν θα παραμείνει, ωστόσο, σκλάβος της. Θέλει να
προχωρήσει, να εξελιχθεί, να γνωρίσει καινούργια πράγματα.
Η επόμενη συνεργασία του, αυτή με τον Δημήτρη Ποταμίτη, θα αποτελέσει σταθμό στη ζωή και
την καριέρα του. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι διήρκεσε επτά ολόκληρα χρόνια δίνοντάς του την
ευκαιρία να ξεδιπλώσει την πλούσια ερμηνευτική γκάμα του και να αναμετρηθεί με ρόλους
απαιτητικούς και έργα σημαντικά όπως τα «Άνθρωπος Ελέφαντας», «Ντόριαν Γκρέϋ» κ.α. Ο ίδιος
δήλωνε, χρόνια αργότερα, πως εκεί, στο Θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη έγινε ηθοποιός.
Σε αυτή τη μικρή σκηνή, άλλωστε θα τον δουν και θα τον ξεχωρίσουν, όχι μόνον το κοινό αλλά κυρίως οι άνθρωποι του θεάτρου που θα του δώσουν τις επόμενες ευκαιρίες. Ανάμεσά τους και η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη, με τις οποίες θα συνεργαστεί στη συνέχεια αλλά και οι
παραγωγοί που θα τον βάλουν στην τηλεόραση η οποία αποτέλεσε ένα επίσης πολύ σημαντικό κομμάτι της διαδρομής του.
Από την δραματική «Αναδυομένη» στον ξεκαρδιστικό Παπαπέτρου
Κάνει την πρώτη του εμφάνιση στη μικρή οθόνη, στην «Αναδυομένη», τη δραματική τηλεοπτική
σειρά, που ήταν βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, και έκανε πρεμιέρα
στην ΥΕΝΕΔ στις αρχές Νοεμβρίου του 1978. Ο νεαρός Χατζηκουτσέλης, που συμπρωταγωνιστεί
με τη Νόρα Βαλσάμη και τον Δάνη Κατρανίδη, γίνεται γνωστός στο πανελλήνιο. Τα κορίτσια τον
ερωτεύονται κ τρέχουν πίσω του, εκείνος όμως, σεμνός από χαρακτήρα, μοιάζει πιο πολύ να
έρχεται σε δύσκολη θέση παρά να το απολαμβάνει.
Ακολουθούν οι συμμετοχές του σε δύο ακόμη ιστορικές τηλεοπτικές επιτυχίες, στην «Μαντάμ
Σουσού», όπου δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας αλλά και υπομονής δίπλα στην αμίμητη Άννα
Παναγιωτοπούλου που τον ταλαιπωρεί αδιάκοπα μιας και είναι ο προσωπικός της μπάτλερ αλλά
και στη «Λωξάνδρα». Η θητεία του στον τηλεοπτικό χώρο θα συνεχιστεί αδιάκοπη τις επόμενες
δεκαετίες μέσα από την συμμετοχή του σε δεκάδες σίριαλ με πιο δημοφιλές το «Εκείνες κι
Εγώ» όπου υποδυόταν τον…λατρεμένο του Γιάννη Μπέζου, κύριο Παπαπέτρου.
Το «Αχ Μαρία» και το μικρόβιο της συγγραφήςΚάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80 θα
βρεθεί να δουλεύει ως ηθοποιός στα Εξάρχεια, για τις ανάγκες τις ιστορικής, όπως αποδείχτηκε,
παράστασης «Αχ Μαρία» που άλλαξε τα δεδομένα της μουσικής διασκέδασης.
Ένα βράδυ ο Ζουγανέλης θα τον παροτρύνει να συνδράμει με τα δικά του σατυρικά κείμενα κι ενώ
στην αρχή τού ακούγεται κάπως, στη συνέχεια θα ανταποκριθεί στην πρόταση – πρόκληση. Κάπως
έτσι, σε αυτή το θρυλικό στέκι θα ξεκινήσει η συγγραφική του διαδρομή η οποία θα εξελιχθεί,
δειλά – δειλά, για να καταλήξει σε επιτυχημένα τηλεοπτικά σενάρια, ξεκαρδιστικά επιθεωρισιακά
νούμερα αλλά και ολοκληρωμένα θεατρικά έργα. Ανάμεσα σε όλα αυτά θα βρει χρόνο να
παρουσιάσει τηλεπαιχνίδια ακόμη και να γράψει ένα βιβλίο, με ηρωίδα την…«Αγνή Μπάτσα».
Όσους φωτεινούς σταθμούς κι αν είχε, ωστόσο, η διαδρομή του ο Πάνος Χατζηκουτσέλης
παρέμενε πάντα αντιστάρ, ένας γλυκός και σεμνός άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που όμως
κατάφερε να αφήσει το μοναδικό στίγμα του στο θέατρο και την τηλεόραση γιατί, πολύ απλά, ήταν
ταλαντούχος, αυθεντικός και δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο.