Μόνο Εδώ: Δημήτρης Μαυρομμάτης : O κροίσος που αγόρασε τη βίλα Λυμπέρη

9 Σεπτεμβρίου 2020 17:00

O δισεκατομμυριούχος συλλέκτης, τον οποίο οι φίλοι του αποκαλούν «Το Μάτι», επέστρεψε στο «νησί των ανέμων» για διακοπές και έμεινε στην κατοικία που αγόρασε η αείμνηστη αδελφή του, Λιάνα.

Ο μοναχικός κύριος που ανέβηκε από την παραλία στο Καλό Λιβάδι στο εστιατόριο του «Solymar» δεν πέρασε απαρατήρητος από κάποιους παλιούς Αθηναίους που παραδοσιακά βρίσκονται στη Μύκονο κάθε καλοκαίρι. «Ο Μαυρομμάτης είναι αυτός;», ρώτησε ένας από αυτούς, για να εισπράξει καταφατική απάντηση από άλλο μέλος της παρέας, τη στιγμή που ο πασίγνωστος συλλέκτης Δημήτρης Μαυρομμάτης κάθισε μόνος του σε ένα τραπέζι. Χωρίς πλέον την αδελφή του Λιάνα Μαυρομάτη, με την οποία πορεύτηκαν μαζί επί δεκαετίες, ο δισεκατομμυριούχος ταξίδεψε μόνος του φέτος στο Νησί των Ανέμων, καθώς είναι πλέον ο μοναδικός ιδιοκτήτης της εντυπωσιακής κατοικίας που ανήκε στον Αντώνη Λυμπέρη και πέρασε στα χέρια της αδελφής του πριν από τέσσερα χρόνια.
Το συγκεκριμένο σπίτι δεν είναι η βίλα που πέρασε στα χέρια του Γιώργου Προκοπίου μετά από πλειστηριασμό, αλλά μια ημιτελής κατοικία στα Χουλάκια, σε μια έκταση 1.000 τ.μ., για την οποία τα δύο αδέλφια φέρεται να έδωσαν πάνω από 3 εκατομμύρια ευρώ προκειμένου να αποπερατωθεί, να επιπλωθεί και να διακοσμηθεί με ό,τι καλύτερο υπήρχε στην αγορά. Η Λιάνα Μαυρομμάτη δεν πρόλαβε να τη χαρεί, αφήνοντας τον αδελφό της μοναδικό κληρονόμο της περιουσίας της.
Άνθρωποι που έχουν συναναστραφεί το Δημήτρη Μαυρομμάτη κάνουν λόγο για έναν παθιασμένο συλλέκτη που δεν ζήτησε ποτέ την άσκοπη δημοσιότητα. Στη Μύκονο είναι ζήτημα αν βγήκε δύο βράδια έξω για φαγητό προτού επιστρέψει στη βίλα του στα Χουλάκια, την οποία άφηνε μόνο για να κάνει μια βουτιά στο Καλό Λιβάδι, την αγαπημένη του παραλία.

Λατρεία για την Τέχνη
Στο σπίτι κυριαρχεί η κομψότητα σε κάθε του γωνιά, ενώ είναι επιπλωμένο με εξαιρετικό γούστο και τις υπογραφές κορυφαίων οίκων. Εκεί απολαμβάνει το ηλιοβασίλεμα και τη θέα στο λιμάνι και τη Χώρα ενός νησιού που αγαπάει από τότε που ήταν νέος. Πιθανόν να του λείπει αυτή η boho αύρα που υπήρχε στο νησί μέχρι τις αρχές των 80s, όταν ο Μαυρομμάτης κινούνταν μεταξύ Λοζάνης, Λονδίνου και Νέας Υόρκης.
Διαθέτοντας μια τεράστια περιουσία, την οποία κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει ακριβώς, γοητεύτηκε νεαρός ακόμα από την τέχνη, η οποία αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του. Πικάσο, Ματίς, Γουόρχολ, Μπασκιά, Μιρό, διαμάντια, πορσελάνες και αρ ντεκό έπιπλα, όπως το μπουντουάρ της Μαρίας Αντουανέτας από το παλάτι του Φοντενεμπλό, συνθέτουν ένα μεγάλο μέρος της συλλογής του.
Ο κατά πολλούς μεγαλύτερος συλλέκτης αντικειμένων του 18ου αιώνα δεν αντιλήφθηκε ποτέ αυτό που αποκαλείται οικονομική κρίση. Όντας δε ένας από τους πλουσιότερους Ελληνες, δεν δίστασε να «ελαφρώσει» τον τραπεζικό του λογαριασμό κατά 20.260.295 ευρώ προκειμένου να κάνει δικό του έναν Πικάσο σε δημοπρασία του οίκου Christie’s πριν από λίγα χρόνια. O μοναχικός συλλέκτης απέκτησε τη δημιουργία του διάσημου Ισπανού ζωγράφου με τίτλο «Femme assise, robe bleue», που δείχνει την ερωμένη του Ντόρα Μάαρ να κάθεται σε καρέκλα και να προβάρει ένα ροζ καπέλο. Το νέο δημοσιεύτηκε την επομένη στην «London Daily News» έπειτα από επιλεκτική διαρροή, αφού ο ίδιος αποφεύγει -πλην ελαχίστων περιπτώσεων να μιλάει για τα αποκτήματά του. Οπως συμβαίνει σε κάθε σημαντική δημοπρασία, έτσι και εκείνο το βράδυ που το ημερολόγιο έδειχνε 21 Ιουνίου, υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που αδημονούσαν να χτυπήσουν τα καλύτερα κομμάτια της συλλογής «Ιμπρεσιονιστές και Μοντέρνα Τέχνη». Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, τρία από αυτά -όλα δημιουργίες του Πάμπλο Πικάσο- αποδείχτηκαν τα ακριβότερα έργα της έκθεσης. Για το πορτρέτο της Ντόρα Μάαρ ο Δημήτρης Μαυρομμάτης κονταροχτυπήθηκε με έτερο συλλέκτη, το όνομα του οποίου δεν έγινε γνωστό, και παρόλο που η αρχική εκτίμηση πώλησης ήταν από 4,5 μέχρι 9 εκατ. ευρώ, η κόντρα ανέβασε στα ύψη την τιμή. Τελικά, μέσω του Τόμας Σεϊντού, επικεφαλής του οίκου στο Τμήμα Ιμπρεσιονιστών και Μοντέρνας Τέχνης, ο Ελληνας συλλέκτης απέκτησε τον πίνακα του Πικάσο πληρώνοντας κάτι παραπάνω από 20 εκατ. ευρώ.
Το συγκεκριμένο έργο είναι το τελευταίο απόκτημα της προσωπικής του συλλογής. Ο Πικάσο το τελείωσε το 1939 και μέχρι τη δημοπρασία των Christie’s είχε εκτεθεί μόλις μία φορά, το 1967, στο Fondation Beyeler.

Έμφυτη κομψότητα
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Δημήτρης Μαυρομμάτης ταρακούνησε τον κόσμο των φιλότεχνων. Πριν από περίπου μία δεκαετία η είδηση ότι κομμάτια της περίφημης συλλογής του από πορσελάνες και έπιπλα εποχής Λουδοβίκου έβγαιναν σε δημοπρασία είχε γίνει δεκτή με ενθουσιασμό στους κύκλους των συλλεκτών. Ο ογκώδης τόμος με τη λεπτομερέστατη παρουσίαση των 86 αντικειμένων είχε ήδη γεννήσει πόθους για το σύνολο των κομματιών, ενώ η πώληση της κατοικίας των έξι ορόφων στην Chester Square του Λονδίνου του απέφερε σύμφωνα με τις φήμες ένα ποσό της τάξης των 40 εκατ. ευρώ, αφού η περιοχή θεωρείται από τις ακριβότερες στη βρετανική πρωτεύουσα.
Ο γιος του εύπορου επιχειρηματία από την Κωνσταντινούπολη έχει αποκτήσει το παρατσούκλι «Το μάτι» χάρη στο εξαιρετικό αισθητήριο που διαθέτει όταν αναζητάει τις σπανιότατες πορσελάνες Σεβρών, τις οποίες λάτρεψε από τότε που νεαρός ακόμα έκανε τις βόλτες του στα παλαιοπωλεία του Marche aux Puces στο Παρίσι.
Οι φίλοι του 53χρονου επιχειρηματία έχουν να λένε για τον ευαίσθητο χαρακτήρα του. Εζησε από μικρός την πολυτέλεια στα διάφορα σπίτια της οικογένειας και άρχισε να θαυμάζει τα παλιά έπιπλα και αντικείμενα, εν αντιθέσει με τους γονείς του που δεν ήταν ποτέ συλλέκτες. Ειδικά ο πατέρας του ήταν πρώτα απ’ όλα μπίζνεσμαν και, όπως απέδειξε η πορεία του, πολύ διορατικός, αφού με έδρα το Παρίσι είδε πολύ μακριά – και πιο συγκεκριμένα στην Αφρική.
Αρχισε λοιπόν να εμπορεύεται καφέ και κακάο από το Καμερούν και οι δουλειές πήγαιναν τόσο καλά που η επιχείρηση άνοιξε γραφεία στο Λονδίνο, στη Γενεύη και το Αμστερνταμ. Πεθαίνοντας το 1977, άφησε πίσω του μια αυτοκρατορία, το βάρος της οποίας αδυνατεί να σηκώσει ο 19χρονος τότε Δημήτρης, που είχε ήδη αρχίσει να «ερωτοτροπεί» με τις αντίκες. Έχοντας απόλυτη συναίσθηση ότι μια λάθος κίνηση μπορούσε να οδηγήσει σε απώλειες δισεκατομμυρίων δολαρίων, αποφασίζει να πουλήσει την οικογενειακή επιχείρηση. Σε αυτή του την κίνηση τον βοήθησαν οι σπουδές που έκανε τότε στις Οικονομικές Επιστήμες και τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, χρειάστηκε όμως κάτι παραπάνω από ενάμιση χρόνο για να κλείσει το deal. Οταν έπεσαν οι τελικές υπογραφές ήταν πλέον ένας νεαρός δισεκατομμυριούχος που κοιτάζοντας μπροστά ανοίγει το πρώτο του χρηματιστηριακό γραφείο στη Γενεύη το 1981, σε ηλικία 23 ετών. Τα λεφτά αρχίζουν να «τρέχουν» τα επόμενα χρόνια αυγατίζοντας τους τραπεζικούς του λογαριασμούς, όπως όμως λέει άνθρωπος που τον έχει ζήσει, ο Μαυρομμάτης ήταν πάντα σφιχτός και μαζεμένος σε όλα εκτός αν είχε να κάνει με την τέχνη.

Γυρίζοντας τον κόσμο
Θα ακολουθήσει το άνοιγμα κι άλλων γραφείων, όμως εν αντιθέσει με τον πατέρα του το πάθος του για τις πορσελάνες και τα αντικείμενα του 18ου αιώνα τον οδηγεί στην αναζήτηση σπανιότατων κομματιών, όπως το περίφημο μαύρο βάζο που δέσποζε στο εξώφυλλο του καταλόγου μιας δημοπρασίας.
Είναι μοναδικό στον κόσμο, όπως και κάποια άλλα κομμάτια της πολύ μεγάλης συλλογής του κ. Μαυρομμάτη, ο οποίος κάποια στιγμή έχασε τον λογαριασμό, αφού αυτή αυξανόταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό όταν απευθύνθηκε στον ειδικό Τζον Ουάιτχεντ το 2004, έχοντας μόλις αγοράσει ένα υπέροχο πορσελάνινο βάζο Σεβρών του 1770 το οποίο ήταν ζωγραφισμένο από τον Ντοντίν, τον σπουδαιότερο καλλιτέχνη του διάσημου εργοστασίου. Από το βάζο έλειπε το κάλυμμά του και ο κ. Μαυρομμάτης ρώτησε τον Ουάιτχεντ αν υπήρχε άλλο βάζο σε αυτή τη φόρμα από το οποίο θα μπορούσε να γίνει ένα αντίγραφο.
Ο τελευταίος δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ για να του πει: «Φυσικά και υπάρχει. Εσύ το έχεις και αυτό!».

Ιππότης των Τεχνών
Το Σεπτέμβριο του 2006, σε μια λαμπερή τελετή, ο τότε υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας Ρενό Ντονεντιέ αποδίδει στον Ελληνα επιχειρηματία τον τίτλο του Ιππότη των Τεχνών και των Γραμμάτων για τη μοναδική συλλογή του. Πέντε χρόνια νωρίτερα, το όνομά του συζητήθηκε με θαυμασμό όταν δάνεισε κάποια σπανιότατα κομμάτια από πορσελάνες Σεβρών στο International Ceramics Fair, τα οποία άφησαν με το στόμα ανοιχτό ειδήμονες και επισκέπτες. Αναφερόμενος στην περίφημη δημοπρασία με τις πορσελάνες του, πρόλαβε και τυχόν καλοθελητές που θα έκαναν λόγο για οικονομικές δυσκολίες: «Δεν πουλάω γιατί έχω ανάγκη από χρήματα, αλλά από τετραγωνικά. Οπως δήλωσα και στους “New York Times”, δεν μου αρέσει να τοποθετώ αντικείμενα που αγαπώ σε αποθήκες. Οσοι έχουν επισκεφθεί το σπίτι μου στο Παρίσι ξέρουν ότι είναι γεμάτο έπιπλα, πίνακες και αντικείμενα του 18ου αιώνα. Εκείνα του Λονδίνου δεν είχα πια πού να τα βάλω. Γιατί, λοιπόν, να μην τα χαρούν κάποιοι άλλοι;».
Στην προσωπική του ζωή παραμένει ένας κλειστός άνθρωπος που χαίρεται να δέχεται φίλους στο σπίτι του στο Παρίσι για φαγητό και χαλαρή συζήτηση, αφού αποφεύγει τις κοσμικές συναθροίσεις. Το διαμέρισμά του στην Avenue George-Mandel στο Παρίσι είναι ένας ναός της τέχνης με συγκλονιστική διακόσμηση, ενώ στον ίδιο δρόμο διαθέτει άλλο ένα στο οποίο έχει τοποθετήσει εξαίρετα κομμάτια αφρικανικής τέχνης. Διαθέτει επίσης σπίτια στη Γενεύη, στο Μονακό, στη Νέα Υόρκη και στις Μπαχάμες, ενώ ταξιδεύει συχνά με lear jet, ειδικά όταν ψάχνει έργα τέχνης.

Διαμάντια και pop art
Τον Νοέμβριο του 2014 το όνομά του έπαιξε δυνατά στη δημοπρασία πολύτιμων λίθων και κοσμημάτων που διοργάνωσε ο οίκος Sotheby’s στη Γενεύη.
Ο ίδιος έβγαλε προς πώληση 16 κομμάτια από την προσωπική του συλλογή, ανάμεσα στα οποία δέσποζε το Graff Ruby, ένα δαχτυλίδι 8,62 καρατίων με μια πέτρα Βιρμανίας εξαιρετικής καθαρότητας και λάμψης. Παρότι είχε εκτιμηθεί έως 6,5 εκατ. ευρώ, πουλήθηκε τελικά 9 εκατ. στον κοσμηματοπώλη Λόρενς Γκραφ, ο οποίος το είχε κατασκευάσει. Δύο χρόνια μετά ο Ελληνας collectioneur χτύπησε ξανά ταρακουνώντας για τα καλά τον κόσμο της σύγχρονης τέχνης, αποδεικνύοντας ότι μόνο τυχαία δεν τον αποκαλούν επί δεκαετίες «Το μάτι». Χτύπησε έναν πίνακα του Ζαν Μισέλ Μπασκιά δίνοντας περίπου 15 εκατ. ευρώ στον έμπορο τέχνης Ελι Ναχμάντ, ο οποίος δύο χρόνια πριν είχε αγγίξει σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s τα 8 εκατ. Επέλεξε δηλαδή ένα έργο που μέσα σε δύο χρόνια η τιμή του διπλασιάστηκε και τώρα είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερη, αφού ο Μπασκιά πουλάει τρελά.