Ο διάσημος δικηγόρος τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο της Λάσκαρη.
Θυμάται στιγμές γεμάτες έρωτα, πάθη, περιπέτειες και αγάπη και εξομολογείται μερικα από τις πιο απίθανα περιστατικά, δίπλα στην αξέχαστη ηθοποιό.
Οι ιστορίες για την Ζωή Λάσκαρη έχουν τα πάντα. Λάμψη, έρωτες, αστείες στιγμές, μικρά και μεγάλα δράματα, διασημότητες, περιπέτειες κάθε είδους… Αλλά κυρίως αγάπη και λατρεία.
Που έδωσε και βέβαια που δέχτηκε. Η εξιστόρηση μερικών απ’ αυτών από τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο λοιπόν, δεν θα μπορούσε παρά να είναι άκρως ενδιαφέρουσα, και… αποκαλυπτική.
Τρυφερός και… ασταμάτητος
Η αλήθεια είναι πως όσοι έχουν ζήσει έστω και λίγο τον διάσημο ποινικολόγο, ξέρουν πως, αν και φαινομενικά απόμακρος και «σκληρός», όταν μιλάει για την Ζωή Λάσκαρη γίνεται ένας άλλος άνθρωπος.
Όσες ιστορίες κι αν ανακαλεί, όσες περιγραφές κι αν κάνει, πάντα μοιάζει πως έχει τόσα πολλά να πει για εκείνη.
Πάντα όμως αναφέρει πως η Ζωή του έλεγε πως είναι «και του λιμανιού και του σαλονιού. Κι ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος το επιβεβαιώνει με κάθε τρόπο.
Μιλάει με πάθος για την ακαταμάχητη γοητεία της, που συνοδευόταν από εκκωφαντικές εκρήξεις γέλιου, αλλά πολλές φορές και θυμού.
Όταν σε κάποια συζήτηση ένιωθε ότι παραβιάζονται ή προσβάλλονται οι απόψεις και οι σκέψεις της.
Θυμάται έντονα, πως η Ζωή γελούσε πολύ εύκολα με οτιδήποτε θεωρούσε αστείο, και πως το γέλιο της ήταν τόσο δυνατό που γέμιζε τον χώρο.
Το χαρακτηρίζει σταθερά, μαγευτικό. Την θυμάται επίσης ως έναν συνειδητοποιημένο και πολύ θρησκευόμενο άνθρωπο.
Είχε για πάρα πολλά χρόνια έναν πνευματικό πατέρα τον οποίο υπάκουε και η βαθιά της πίστη τής έδινε δύναμη και ασφάλεια.
Αναφέρει σταθερά, ως ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ήταν η συναισθηματική της γενναιοδωρία και η αμεσότητά της.
Θυμάται αυτό που ήταν πολύ γνωστό ευρέως, πως η Λάσκαρη ήταν πάρα πολύ πιστή και αφοσιωμένη στους φίλους της και της άρεσε να τους περιποιείται.
Δεν μαγείρευε συχνά, μόνο όταν της έκανε κέφι, αλλά ήταν καταπληκτική μαγείρισσα. Της άρεσε πολύ να καλεί κόσμο στο σπίτι και να ετοιμάζει ένα ωραίο τραπέζι, με τα σωστά σουβέρ, τα σωστά πιάτα, το σωστό κρασί.
Ηξερε να το κάνει πολύ καλά αυτό και το γλένταγε. Ηταν άψογη οικοδέσποινα.
Επειδή είχε περάσει δύσκολη ζωή στα νιάτα της, υπήρχαν στιγμές που τη λύγιζε η ευαισθησία. Η Ζωή δεν γνώρισε ποτέ πατέρα, τον έχασε όταν ήταν 6 μηνών.
Τη λέξη “μπαμπά” δεν την είχε πει ποτέ. Τη μάνα της την έχασε όταν ήταν 6 ετών. Αυτό το κενό, λοιπόν, ήταν κάτι που πάντα υπήρχε μέσα της.
Όχι βέβαια σε βαθμό που να επηρεάζει ή να διαμορφώνει τη ζωή της ούτε να της δημιουργεί συμπλέγματα. Αλλά ήταν στιγμές που απλώς το συνειδητοποιούσε και την πίκραινε.
Το κενό αυτό τη βάραινε. Δεν νομίζω όμως ότι προσπάθησε ποτέ να αναζητήσει “μπαμπάδες”. Είχε μια πολύ μεγάλη δύναμη στην αυτοτέλειά της.
Μια γνωριμία – «κεραυνός»
Η γνωριμία τους ήταν επαγγελματική. Αλλά και μοιραία. Η πρώτη τους επαφή έμοιαζε αταίριαστη, η ένωση τους ασύμβατη. Αλλά η συμβίωση τους ήταν οριστική.
Ο γάμος τους κράτησε 41 χρόνια και διακόπηκε μόνο όταν εκείνη «έφυγε» -ήσυχα στον ύπνο της- αφήνοντας τον κόσμο λιγότερο φωτεινό. Ηταν 18 Αυγούστου 2017.
Όταν την γνώρισε πάντως για πρώτη φορά, δεν είχε παρακολουθήσει ούτε μια ταινία της. Τη δεκαετία του ’60, όταν ξεκίνησε την καριέρα της στον κινηματογράφο, στον Φίνο.
Εκείνος έκανε παρέα με ανθρώπους σαν τον Νίκο Κούνδουρο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Νίκο Γκάτσο.
Την πρώτη φορά που την είδε κάπου ήταν στα “Αστέρια” της Γλυφάδας και απλά του είχαν πει ότι ήταν η Ζωή Λάσκαρη.
Μια πανέμορφη φιγούρα με αυτό το καταπληκτικό ελαφίσιο βάδισμα. Ηταν πραγματικά σαν να περπατούσε στον αέρα. Αλλά δεν είχα ποτέ επαφή μαζί της.
Τότε είχε και μια μπουτίκ με ρούχα, στη γωνία Ακαδημίας και Πινδάρου, μαζί με την πρώτη γυναίκα του Σταύρου Ξαρχάκου. Την είχε δει κι εκεί, μια-δυο φορές.
Μια μέρα, η Λάσκαρη, του ζήτησε να συναντηθούν στο γραφείο του, για κάποιο νομικό της πρόβλημα. Από εκεί ξεκίνησε ο δεσμός τους.
Κι οι δύο ένιωσαν μια αμοιβαία έλξη, η οποία από την πρώτη μέρα φάνηκε, ειπώθηκε, εκφράστηκε.
Ο κρυφός γάμος
Μετά από λίγο καιρό τής έκανε την πρόταση γάμου. Τώρα λέει πως δεν θυμάται καν πώς της την έκανε, αλλά σίγουρα ήταν πολύ επίμονος. Δεν ήταν πολύ καιρό μαζί.
Γνωρίστηκαν Φεβρουάριο και παντρεύτηκαν στις 21 Ιουνίου, εντελώς κρυφά. Δεν έδωσαν καμία δημοσιότητα.
Η εκκλησία ήταν το Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα και τους πάντρεψε ο πατέρας Πυρουνάκης, φίλος του δικηγόρου, και σπουδαίος ιερέας εκείνη την εποχή.
Στον γάμο ήταν μόνο η μάνα του Αλέξανδρου, ο αδερφός του, ο φίλος της Ζωής ο Χρήστος Νομικός και η ξαδέρφη της.
Μέσα στην εκκλησία δεν έβγαλαν καμία φωτογραφία, ούτε και μετά. Δεν υπάρχει καμία φωτογραφική απεικόνιση από την ημέρα του γάμου τους.
Από εκείνη την ημέρα, έζησαν 41 χρόνια μαζί. Με πολλές διακυμάνσεις, με φουρτούνες, με μπουνάτσες, με ηλιοφάνεια, με βροχή, με καταιγίδες.
Όλα τα φαινόμενα της φύσης όπως λέει κι ο ίδιος, αλλά τελικά ήταν ένας δεσμός που είχε πολύ δυνατές και βαθιές ρίζες, όπως αποδείχτηκε.
Η Ζωή στο παρασκήνιο
Η Ζωή ήταν ένας πολύ υπερήφανος άνθρωπος, χωρίς όμως την έπαρση της σταρ.
Παρόλο που ακόμα και τελευταία, που δεν είχε τηλεοπτικές εμφανίσεις, όπου πήγαινε μόνη αλλά και μαζί του, ο κόσμος την υποδεχόταν με πολλή ζεστασιά. Την αγαπούσαν πολύ.
Εκείνη ήταν 60-70 χρόνων και ο κόσμος την αποκαλούσε “Ζωίτσα”. Κι εκείνη όμως ήταν πολύ γενναιόδωρη με τον κόσμο.
Ήταν ανοιχτόκαρδη. Βέβαια πολλές φορές ήταν και πολύ απότομη, αν κάτι την ενοχλούσε δεν το έκρυβε εύκολα, είχε αυτό τον εκρηκτικό χαρακτήρα.
Αλλά χαιρόταν αυτή την αγάπη, ήταν κάτι το οποίο την κολάκευε.
Η Λάσκαρη μετά τον Λυκουρέζο
Η Ζωή Λάσκαρη δεν επηρεαζόταν εύκολα. Είχε μια εσωτερική διαδικασία, κατά την οποία έδινε χρόνο σε κάποιες σκέψεις για να ωριμάσουν και που τελικά την οδηγούσαν στην άλφα ή τη βήτα επιλογή.
Αν την επηρέασε κάπου περισσότερο ή λιγότερο, ο σύντροφος της, αυτό ήταν στην προσέγγιση στα πολιτικά πράγματα.
Η Ζωή, μετά από αυτό που είχε υποστεί (σ.σ.: ο πατέρας της, ανθυπολοχαγός του Στρατού, είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο).
Και έχοντας μεγαλώσει από τον αδερφό του πατέρα της, τον στρατηγό Κουρούκλη, ήταν εγκλωβισμένη σε μια δογματική Δεξιά όπως τουλάχιστον οριζόταν εκείνη την εποχή.
Ο Λυκουρέζος, που είχε μια πιο ελεύθερη πολιτική προσέγγιση, σταδιακά, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια, τη βοήθησε όπως λέει.
Να βγει από αυτό και να δει τα πράγματα πιο ολιστικά, πιο ήρεμα και με μεγαλύτερη ευαισθησία.
Ως παράδειγμα, αναφέρει ένα γεγονός που το είχε αναφέρει κάποτε και η Ζωή σε μια συνέντευξη. Εκείνη την εποχή υπήρχε το ΚΚΕ Εσωτερικού, στο οποίο ανήκαν διάφοροι γνωστοί του δικηγόρου.
Είχε γίνει λοιπόν, μια μεγάλη διοργάνωση στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης, κάτι σαν μνημόσυνο για τους πεσόντες της Αριστεράς. Εκείνος της είπε να πάνε. Εκείνη δίστασε στην αρχή κι αλλά τελικά πήγαν.
Κι αυτό ήταν, μια καθοριστική εμπειρία για τη Ζωή. Στη διάρκεια κάποιας ομιλίας, συγκινήθηκε πολύ. Αργότερα, είπε στον σύζυγο της:
“Εγώ αυτή τη στιγμή συμμετέχω σε μια εκδήλωση γι’ αυτούς που σκότωσαν τον πατέρα μου”. Ηταν ένα σοκ φοβερό, δάκρυσε.
Ήταν μια μέρα καθοριστικής σημασίας που τη βοήθησε να ξεπεράσει τη σκληρή θέση και την αντίληψή της απέναντι στην Αριστερά.
Βέβαια, υπήρχαν κάποια πράγματα που ήταν οι απόλυτοι άξονες των θέσεών της, όπως η αγάπη της για την πατρίδα, τις ελληνικές ρίζες και την ταυτότητα του Ελληνισμού.
Η Ζωή για την Τέχνη της
Η Ζωή, όσο ήταν παντρεμένη με τον Αλέξανδρο, είχε εγκαταλείψει τον κινηματογράφο και τις τηλεοπτικές παραγωγές .
Και είχε αφοσιωθεί στο θέατρο, όπου είχε κάνει πάρα πολύ ενδιαφέρουσες, ερμηνείες, έχοντας την τύχη να δουλέψει με τους μεγάλους τότε σκηνοθέτες .
-Τον Κακογιάννη, τον Βολανάκη, τον Βουτσινά, με τον οποίο είχε και μια πολύ στενή φιλία.
Η Ζωή, όμως, δεν θα έκανε ποτέ το βήμα αυτό αν δεν ένιωθε μόνη της ώριμη και ικανή να το κάνει. Και απέδειξε ότι ήταν πέρα για πέρα ικανή.
Επαιξε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;”, του Αλμπι, μια καταπληκτική παράσταση που την είχε σκηνοθετήσει ο Βουτσινάς, έπαιξε και το “Ο Ορφέας στον Αδη”, του Τένεσι Γουίλιαμς και έκλεισε τη σεζόν (σ.σ.: το 1994) με γεμάτο το θέατρο.
Ηταν μεγάλες επιτυχίες, με δύσκολα και ενδιαφέροντα έργα. Οταν έπαιξε το καταπληκτικό έργο του Ο’Νιλ “Το μακρύ ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα”, το 1997, ο Γεωργουσόπουλος είχε γράψει ότι ήταν καλύτερη από την Παξινού.
Σε αυτό το έργο ήταν συγκλονιστική. Η Ζωή είχε μια πραγματικά πολύ σύγχρονη σκηνική παρουσία.
Οι κινήσεις της είχαν μια δύναμη και μια γοητεία μαζί. Πριν από κάθε πρεμιέρα, στη διάρκεια των δοκιμών, είχε πάντα μεγάλο τρακ, μεγάλη ταραχή.
Δεν ήθελε να της μιλούν πολύ, χρειαζόταν αυτοσυγκέντρωση. Όταν όμως ανέβαινε στη σκηνή, μεταμορφωνόταν.
Η Ζωή είχε και ένα ακόμα μεγάλο προσόν: χειροκροτούσε πολύ εύκολα οποιονδήποτε ηθοποιό, ακόμα και άγνωστο, αν της άρεσε η ερμηνεία του.
Δεν είχε ανταγωνιστικές διαθέσεις. Και με τους ηθοποιούς που συνεργαζόταν δεν είχε συγκρούσεις.
Την ενδιέφερε πάρα πολύ η ζωή στο παρασκήνιο με τους συναδέλφους, ήθελε να υπάρχει ένα καλό κλίμα, το οποίο επηρεάζει μετά και την παράσταση.
Και ήθελε πάντα να είναι πολύ ωραίο το θέατρο. Τα καμαρίνια της τα έφτιαχνε με πολύ γούστο, γιατί της άρεσε να περνάει πολλές ώρες στο θέατρο.
Είτε στο καμαρίνι είτε στο παρασκήνιο είτε στη σκηνή επάνω.
Λίγο πριν “φύγει” ετοιμαζόταν να ανεβάσει μια κωμωδία. Το τελευταίο της βράδυ είχε γυρίσει από το θέατρο όπου ετοίμαζαν το σκηνικό.
Είχε ένα υπέροχο ταλέντο και στο μυαλό της είχε πια μόνο το θέατρο. Δυστυχώς αυτή η πορεία ανακόπηκε με τον αιφνίδιο θάνατο».
Οι «αταξίες» του Λυκουρέζου
Μετά από μια ζωή ολόκληρη και έχοντας απορροφήσει πλέον τα «απόνερα» του χαμού της, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος δεν φοβάται να αποκαλύψει τις «αταξίες» που έκανε όσα χρόνια ήταν μαζί.
Στα 41 χρόνια που πέρασαν παντρεμένοι με τη Ζωή, παραδέχεται πως έκανε διάφορες αταξίες, τις οποίες είχε κατά καιρούς δημοσιοποιήσει και η ίδια.
Αλλά η ουσία όπως λέει πλέον, είναι ότι τον έμαθε κάτι που για εκείνον ήταν πρωτόφαντο και πρωτόγνωρο.
Να συνειδητοποιήσει τη σημασία, το βάρος και την προοπτική μιας σχέσης στην οποία πέρα από το ερωτικό στοιχείο υπάρχει.
Και μια βαθύτερη ανάγκη αυτογνωσίας, αυτοκριτικής και ταυτόχρονα μια προσπάθεια διερεύνησης τους ανθρώπου που είναι κοντά σου.
Κάτι που θέλει κόπο και πολλή δουλειά. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που προσπάθησε να κάνει κάτι τέτοιο, εξομολογείται σήμερα. Βέβαια θυμάται πως έζησαν μαζί ευτυχισμένα χρόνια.
Θα μπορούσε να ήταν και πιο ολοκληρωμένη η ευτυχία και η σχέση αυτή θα μπορούσε να έχει κινηθεί σε περισσότερα επίπεδα.
Δηλώνει πάντως υπεύθυνος, που ενδεχομένως δεν προσπάθησε όσο έπρεπε. Στην ουσία, όμως, ο πυρήνας της σχέσης ήταν πολύ συμπαγής.
Κι αν έπρεπε, λέει να της δώσει έναν χαρακτηρισμό, ήταν γενικά μια ηλιόλουστη πορεία αυτά τα 41 χρόνια. Είχαν και καταιγίδες αλλά τελικά έμεινε αυτό το φως.