Η Αλίκη Αλεξανδράκη είναι από τις ηθοποιούς που με το αστείρευτο υποκριτικό τους ταλέντο κερδίζουν αμέσως την εκτίμηση του κοινού, κάτι που αποδεικνύει με την παρουσία της και στην επιτυχημένη σειρά του ΑΝΤ1 «Άγριες Μέλισσες».
Η ηθοποιός Αλίκη Αλεξανδράκη έχει λάμψει στο θέατρο όπως και στην τηλεόραση παίρνοντας μέρος σε ποιοτικές δουλειές.
Γεννήθηκε το 1945 και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Γ. Θεοδοσιάδη. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο της στο σανίδι με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Ήταν στην παράσταση «Έτσι είναι, εάν έτσι νομίζετε», του Λουίτζι Πιραντέλο. Και αυτό παρότι την είχαν απορρίψει όταν έδωσε εξετάσεις εκεί.
Στη διάρκεια της καριέρας της έλαβε μέρος σε περισσότερες από δεκαπέντε θεατρικές τηλεοπτικές μεταφορές, ενώ σκηνοθέτησε τέσσερα έργα.
Αναφερόμενη στην αγάπη της για το θέατρο, έχει πει:
«Έγινα ηθοποιός γιατί ήθελα να δω τι είναι αυτό που λέγεται θέατρο. Μου φαινόταν συναρπαστικό ότι σου δινόταν η ευκαιρία να ζήσεις πολύ περισσότερα πράγματα από την πραγματική σου ζωή».
Όσο για το τι συμβαίνει στον χώρο στη σύγχρονη εποχή, είχε πει στη «lifo» τα εξής: «Τελικά, είναι πάρα πολύ ωραίο να είσαι 70 χρονών και να μπορείς να μιλάς την ίδια γλώσσα με ανθρώπους 20, 30 και 40 χρόνια μικρότερούς σου.
Τη θαυμάζω αυτή την καινούργια γενιά στο θέατρο.
Τα προσόντα αυτών των ανθρώπων δεν τα είχαμε εμείς. Τα θαυμάζω πραγματικά. Έχουν άλλη εικόνα για το θέατρο από αυτή που είχαμε εμείς.
Αυτήν τη γενιά νομίζω δεν την ενδιαφέρει μόνο ο εαυτός της, η καριέρα της αλλά ενδιαφέρεται και για την παράσταση, για ένα σύνολο. Αυτό νομίζω ότι είναι το μεγαλύτερο προσόν της. Παρόλο που είναι δύσκολη, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η εικόνα που παρουσιάζει το θέατρο σήμερα.
Υπάρχει μια αγωνία να μη μείνουμε σε αυτά που ξέρουμε, να μη μείνουμε στα αποδεκτά αλλά να κάνουμε τα καινούργια πράγματα αποδεκτά. Καμιά φορά αναρωτιέμαι τι έχει συμβεί στη δική μου γενιά. Προσπαθώ να το καταλάβω. Κάθονται επάνω σε αυτά που κατακτήσανε, ό,τι κατακτήσανε, και τα αναμασάνε.
Εγώ δεν θέλω να σταθώ, να μείνω ακίνητη, δεν θέλω να πεθάνω ακόμα. Υπάρχουν τόσα πράγματα στη ζωή που μπορεί να μάθεις ακόμα που μου φαίνεται τρελό να στέκεσαι σε αυτά που έχεις μάθει και να εφησυχάζεις. Γιατί υπάρχει και το παραπέρα, υπάρχει και το ‘κάτι άλλο’. Είναι περιπέτεια το θέατρο, μεγάλη περιπέτεια. Είναι μια πολύ γεμάτη ζωή».
Η Αλεξανδράκη έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό μέσα από τις σειρές «Αστερισμός των λύκων» και «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ένας από τους χαρακτηριστικούς τηλεοπτικούς της ρόλους ήταν κι αυτός στην «Αστροφεγγιά» το 1980.
Με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης είχε συμμετοχή στη σειρά «Οι τρεις Χάριτες» και στους «Απαράδεκτους» καθώς και σε αρκετές άλλες.
Δεν έχει καμία συγγένεια με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, ενώ υπήρξε στενή φίλη με την Τζένη Καρέζη και την Έλλη Λαμπέτη.
Στην προσωπική ζωή της, δεν παντρεύτηκε ποτέ.
«Δεν έτυχε, δεν βίασα τις καταστάσεις, δεν είχα όνειρο για έναν γάμο, ενώ είχα συντρόφους, αλoίμονό μου αν δεν είχα, γιατί δεν μπορεί μια γυναίκα να μη γνωρίσει και αυτή την πλευρά στη ζωή της», ανέφερε παλαιότερα στο περιοδικό «You».
Πάντως, φροντίζει να κρατάει τον ιδιωτικό της βίο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
«Απαγορεύω την οποιαδήποτε ανάμειξη απέξω στην προσωπική μου ζωή, όπως εγώ δεν ανακατεύομαι στην προσωπική ζωή των άλλων. Αν θέλουν μου λένε, αν δεν θέλουν δεν μου λένε. Εγώ δεν θέλω να λέω», είχε αναφέρει σχετικά στο «Πρωινό» του ΑΝΤ1.
Και πρόσθεσε: «Με έχουν φέρει πάρα πολλές φορές σε δύσκολη θέση σε συνεντεύξεις. Για το κοινό είμαι η ηθοποιός Αλίκη Αλεξανδράκη, δεν είμαι η γυναίκα της διπλανής πόρτας. Με ενδιαφέρει να μιλήσω γι’ αυτό που κάνω για τον κόσμο, όχι γι’ αυτό που είμαι για μένα».
Η ίδια επέλεξε να μείνει μόνη αλλά οι γονείς της ήταν αγαπημένοι μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος. Έχει μιλήσει για εκείνους λέγοντας τα εξής:
«Η μητέρα μου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήρθε μόλις δύο χρόνων στην Ελλάδα, το 1922.
Δεν ήρθε, όμως, ως πρόσφυγας αλλά πριν γίνει το μεγάλο κακό της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η οικογένειά της ήταν μέρος της διανόησης της Πόλης -ήταν επιστήμονες και καθηγητές Πανεπιστημίων-, είχαν κατά κάποιον τρόπο προβλέψει το τι θα γινόταν και είχαν φύγει νωρίτερα.
Ο πατέρας μου, από την άλλη πλευρά, καταγόταν από ελληνική οικογένεια που είχε φύγει από τα νησιά του Ιονίου και ζούσαν για πολλά χρόνια στη Ρουμανία. Ήρθε στην Ελλάδα πριν από τον πόλεμο, όπου συνάντησε τη μητέρα μου, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και έζησαν πολύ αγαπημένοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
Ο πατέρας μου ήταν λογιστής, τελειόφοιτος της Εμπορικής Σχολής, της σημερινής ΑΣΟΕΕ και η μητέρα μου συνεργαζόταν για χρόνια με τον αδεlφό της, που ήταν αρχιτέκτονας και ειδικευόταν στα βυζαντινού τύπου κτίσματα, όπως οι εκκλησίες. Τον βοηθούσε στον σχεδιασμό των τέμπλων».