Η Άννα Αδριανού βρέθηκε στην πολυθρόνα της Ελεονώρας Μελέτη στην εκπομπή Μεσάνυχτα και έδωσε μια κατάθεση ψυχής.
Άννα Αδριανού: «Όταν πέθανε ο πατέρας μου άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου σε τούφες…»
Οι απώλειες της ζωής της και ο άνθρωπος που τη στηρίζει
«Από απώλειες είχα και θα έλεγε κανείς ότι δεν ήμουν απροετοίμαστη. Αλλά με τον πατέρα μου μού έφυγε ο μισός μου εαυτός. Όταν πέθανε ο πατέρας μου το 2012 μετά από τρεις μήνες ήμουν στο Πήλιο και άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου σε τούφες, έπαθα ένα αυτοάνοσο που δεν μπορούσα να περπατήσω.
Αλλά είχα δίπλα μου τον Γιάννη Μπότση. Με τον άντρα μου είμαστε μια οικογένεια. Με στήριξε πάρα πολύ. Ο τρόπος που βοήθησε τον πατέρα μου, σαν να ήταν δικός τους πατέρας, ο τρόπος που βοήθησε μετά εμένα ήταν το τελειωτικό κλικ για να πω ότι είναι ο άνθρωπός μου. Όταν οι γονείς μου χώρισαν ήμουν 2 ετών. Δεν τους γνώρισα μαζί. Για μένα δύο άτομα είναι οικογένεια.»
«Ο αδελφός μου σκοτώθηκε με τη μηχανή του όταν ήταν 18 ετών. Είχαμε αρκετά χρόνια διαφορά. Ροκάς, επαναστατημένος, μου είχε μεγάλη αδυναμία. Κάναμε διακοπές μαζί. Εγώ ήμουν γύρω στα 30. Με πήρε η μητέρα μου και μου το είπε. Έπαθα σοκ κυρίως γιατί αγαπούσα και αγαπάω την Έντα, τη δεύτερη σύζυγό του πατέρα μου. Βίωσα τη στεναχώρια χρόνια μετά γιατί εκείνη τη στιγμή έπρεπε να στηρίξω τον πατέρα μου.
Όταν πηγαίναμε στην κηδεία του αδελφού μου γύρισε και μου είπε «είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος γιατί από τα δύο παιδιά έχασα εκείνο με το οποίο έχω τα λιγότερα χρόνια μαζί”. Ήθελε να κατοχυρώσει ότι εγώ είμαι εντάξει και ότι είμαι το αγαπημένο του παιδί και είμαστε ομάδα. Από τους γονείς μου έμαθα ότι η αγάπη είναι ελευθερία και είναι ένα συναίσθημα μαγικό».
https://streamable.com/v8oio1
Οι γάμοι της και η απόφαση να μην κάνει παιδί
«Πήγα να τον επισκεφτώ. Ερωτεύτηκα τη Ρώμη, μεγάλη καψούρα, και επειδή όταν ερωτεύεσαι ένα πράγμα είναι αρκετό, ήθελα πάρα πολύ να ζήσω σε μια ξένη πόλη, είχε πεθάνει η μητέρα μου. Η μητέρα μου πέθανε από ένα φρικώδη καρκίνο στο κεφάλι. Έπαθα κατάθλιψη. Ένιωθα ενοχές που είχε πεθάνει και εγώ ζούσα.
Η μητέρα μου είχε αρκετά συχνά κατάθλιψη. Από μικρή ήμουν πάρα πολύ προστατευτική μαζί της. Υπήρξα μαμά της, όπως υπήρξα μαμά δύο ηλικιωμένων θείων μου. Δεν ήθελα να γίνω μαμά μετά, ήθελα να γίνω παιδί. Μου πέρασε από το μυαλό να υιοθετήσω, με συγκινούσε περισσότερο. Κάποια στιγμή είχε βγει μια ανακοίνωση για ένα παιδί σε ορφανοτροφείο που θα τυφλωνόταν. Έγινα κομμάτια. Δεν έκανα καμιά φοβερή διαδικασία να το διεκδικήσω γιατί ήμουν χωρισμένη και δεν είχα καλή οικονομική κατάσταση, που αυτό διευκολύνει τα πάντα. Διοχετεύω την αγάπη μου στα αδέσποτα. Ποτέ δεν ήθελα παιδί. Ο δε μπαμπάς μου μού είχε πει ότι δεν μου πάει.
Εγώ ήθελα να έχω μία σχέση από την αρχή ως το τέλος ερωτική χωρίς κοινό συναισθηματικό συμφέρον και αυτό δεν συμβαίνει όταν υπάρχει παιδί. Μπορεί να το πιστεύω επειδή χώρισαν οι γονείς μου. Θέλω να έχω το περιθώριο όταν έρχεται ο άλλος σπίτι να του ανάψω κεριά και να είμαι κουκλάρα. Έχω ανάγκη τον έρωτα στη ζωή μου, αν μου τον αφαιρέσεις νιώθω ότι θα μαραζώσω.
Είναι δύσκολο να επανέρχεται ο έρωτας όταν υπάρχει ένα τρίτο άτομο με το οποίο θα ερωτευτούν και οι δύο. Αυτό που τους συνδέει είναι ο κοινός έρωτας για το τρίτο άτομο, το παιδί. Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να υπάρξει τέτοια σχέση επειδή το παιδί ανάγεται σε θεότητα. Και αυτό διότι έχει λεφτά το παιδί για το σύστημα. Έχουμε στραβοκουμπώσει ένα αμερικάνικο σύστημα».