Ένα πρωτότυπο ερευνητικό πρόγραμμα θα αρχίσει να «τρέχει» τις επόμενες εβδομάδες στη Μύκονο, το οποίο στην ουσία θα τη μετατρέψει σε μοντέλο αξιολόγησης της μετάδοσης του κορονοϊού. Στο πλαίσιο του φιλόδοξου εγχειρήματος, 3.000 κάτοικοι του νησιού θα ελέγχονται σε καθημερινή βάση προκειμένου οι επιστήμονες να αποκομίσουν χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τη μεταδοτικότητα της νόσου.
Το συγκεκριμένο πρότζεκτ θα διαρκέσει έξι μήνες, ενώ το κόστος του θα φτάσει τις 480.000 ευρώ. Οι απαιτούμενοι πόροι έχουν ήδη εξασφαλιστεί από το «Florios Mykonos Foundation» με τη συνδρομή φίλων του Ιδρύματος και επιφανών επιχειρηματιών του νησιού.
Εμπνευστής του ήταν ο δικηγόρος και κάτοικος της Μυκόνου, Στέλιος Γκαρίπης. Υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του «πειράματος», έχουν τεθεί τέσσερις καθηγητές από το Εργαστήριο Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο λόγος για τους Άγγελο Χατζάκη, Γκίκα Μαγιορκίνη, Δημήτρη Παρασκευή και Βάνα Σύψα.
Θα συμμετάσχουν 3.000 Μυκονιάτες
Το εγχείρημα, που αναμένεται με εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον από την επιστημονική κοινότητα, θα περιλαμβάνει δειγματοληψίες από 3.000 εθελοντές κατοίκους που θα επιλεγούν τυχαία καθώς και την παροχή ενημερωτικού υλικού και της απαραίτητης εκπαίδευσης αναφορικά με μεθόδους ατομικής υγιεινής.
Η μελέτη θα γίνει πόρτα – πόρτα και θα έχει ως βάση της αλγόριθμο τυχαιοποίησης. Το πρώτο μέρος, αυτό της δειγματοληψίας και του ελέγχου PCR, εκτιμάται πως θα ολοκληρωθεί σε δύο μήνες. Όσοι επιλεγούν να δώσουν δείγμα, θα ελέγχονται για κορονοϊό και παράλληλα θα εκπαιδεύονται για το πώς μπορούν να προφυλαχθούν και να σπάσουν την αλυσίδα της διάδοσης.
Η Μύκονος επιλέχθηκε ως ιδανικό «σκηνικό» της έρευνας λόγω του μικρού μεγέθους της και της κλειστής κοινωνίας της αλλά και επειδή δέχεται πολλούς τουρίστες κάθε χρόνο.
Πολλαπλά οφέλη για επιστήμονες και κατοίκους
Η κολοσσιαίας σημασίας έρευνα επιδημιολογικής επιτήρησης θα επιτρέψει στους επιστήμονες να διαπιστώσουν πώς μεταδίδεται ο ιός μετά το τέλος της πανδημίας και να βγάλουν πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με την καταπολέμηση της διασποράς του. Ωφελημένο θα βγει, φυσικά, και το κοσμοπολίτικο νησί αφού όπως τονίζουν οι υπεύθυνοι, μετά την ολοκλήρωση του πρότζεκτ θα μετατραπεί σε έναν καθαρό από τη νόσο προορισμό και χάρη σε αυτό θα δέχεται τουρίστες και επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Παράλληλα, ο πληθυσμός θα έχει αυξημένο το αίσθημα της ασφάλειας.
Τη Μεγάλη Πέμπτη οι τέσσερις καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών έστειλαν επιστολή στους ιδιώτες χρηματοδότες και σε αυτήν περιγράφουν με λεπτομέρειες το πώς θα γίνει η μελέτη.
Σε αυτήν αναφέρεται, μεταξύ άλλων: «(…) Στην Ελλάδα δεν έχει δημιουργηθεί συλλογική ανοσία στον πληθυσμό εφόσον μόνο 20.000 – 30.000 Έλληνες έχουν μολυνθεί με τον κορονοϊό SARS-CoV-2 και ο ελληνικός πληθυσμός είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε αναζωπύρωση της επιδημίας. Ένα από τα πιθανά hot spots για αναζωπύρωση της επιδημίας είναι η Μύκονος λόγω του μεγάλου αριθμού τουριστών που δέχεται από όλο τον κόσμο.
Η απάντηση σε πιθανή αναζωπύρωση είναι η μεγάλη διαθεσιμότητα του εργαστηριακού ελέγχου με PCR για SARS-CoV-2 τόσο του πληθυσμού της Μυκόνου όσο και των τουριστών. Ο έλεγχος των τουριστών θα γίνεται κατά περίπτωση και το κράτος δεν είναι δυνατόν να αναλάβει το κόστος αυτό.
Ο έλεγχος, όμως, του πληθυσμού της Μυκόνου είναι απαραίτητος τόσο για λόγους υγειονομικής προστασίας όσο και για λόγους κατοχύρωσης του αισθήματος ασφάλειας του πληθυσμού.
Το εργαστήριο Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και οι συνεργάτες του προτείνουν να αναλάβουν το πρόγραμμα ελέγχου SARS-CoV-2 με PCR 3.000 κατοίκων της Μυκόνου, με τυχαία δειγματοληψία του πληθυσμού. Παράλληλα, με μελέτη των κοινωνικών επαφών με ειδικά ερωτηματολόγια είναι δυνατόν να εκτιμήσουν το μέρος του πληθυσμού που είναι σε μεγάλο κίνδυνο».
Τέλος, από την πλευρά του, ο ιδρυτής του ιδρύματος «Florios Mykonos Foundation», Φλώριος Ασημομύτης, απηύθυνε έκκληση στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ζητώντας του να υποστηρίξει την πρωτοβουλία και να συναντηθεί με τους τέσσερις καθηγητές προκειμένου να αναπτυχθεί η έρευνα σε όλη την Ελλάδα.
«Απόβαση» των δισεκατομμυριούχων Ντέηβιντ και Σάιμον Ρούμπεν!
Η Μύκονος αποτελεί ιδανική επιλογή για τους επενδυτές ακινήτων, κάτι που αποδείχθηκε για μία ακόμη φορά καθώς η «Reuben Brothers» των δισεκατομμυριούχων Ντέηβιντ και Σάιμον Ρούμπεν, προχώρησε στην εξαγορά της ξενοδοχειακής μονάδας «La Residence».
Οι επιχειρηματίες θεωρούν πως το «νησί των ανέμων» προσφέρει όλα όσα απαιτούνται προκειμένου να δημιουργήσουν ένα από τα πλέον πολυτελή καταλύματα του ομίλου τους και να προσελκύσουν οικονομικά επιφανείς πελάτες, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
Στο πλαίσιο αυτό, θα ανακαινίσουν πλήρως το «La Residence» (βρίσκεται στον Καλαφάτη) στο τέλος της θερινής σεζόν του 2020.
Τα δύο αδέλφια, γεννήθηκαν στην Ινδία σε πλούσια ιρακινή – εβραϊκή οικογένεια, ενώ τη δεκαετία του 1950 έφυγαν από την πατρίδα τους με προορισμό τη Βρετανία.
Αυτοκρατορία αξίας 18,6 δισ. λιρών
Η λίστα των «Sunday Times» με τους πιο πλούσιους ανθρώπους στον κόσμο κατέτασσε τον επιχειρηματικό τους όμιλο στους πλέον ισχυρούς με αξία άνω των 18,6 δισ. λιρών.
Μέρος της τεράστιας περιουσίας τους προέρχεται από τις μεταλλευτικές δραστηριότητες τους και το real estate.
Διαθέτουν τη δική τους «αυτοκρατορία» με επιχειρήσεις με πολυσχιδείς δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο στη ναυτιλία, τον τουρισμό, το real estate, τις υποδομές, τα media, την ψυχαγωγία, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις χρηματοδοτήσεις.
Η «Reuben Brothers» θεωρείται –και όχι άδικα- από τους πλέον δραστήριους ομίλους στον χώρο των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων κι επενδύσεων. Έχει γραφεία στην Ελβετία και το Λονδίνο.
Στη Μεγάλη Βρετανία ασχολείται με ευρύ φάσμα επενδύσεων, από data centers και μικρά αεροδρόμια μέχρι ΜΜΕ.
Στον τομέα του real estate διαθέτει εκτός από ξενοδοχεία και καταστήματα, εμπορικά κέντρα, κατοικίες κλπ. σε όλο τον κόσμο. Στα περιουσιακά στοιχεία του ομίλου ξεχωρίζουν πολυτελή ακίνητα στο κεντρικό Λονδίνο.
Οι δύο δισεκατομμυριούχοι ασκούν ευρύ φιλανθρωπικό έργο μέσω του «Reuben Foundation», που ιδρύθηκε το 2002. Αρχικά είχε κεφάλαιο ύψους 100 εκατ. δολαρίων. Μέσω του Ιδρύματος οι Ντέηβιντ και Σάιμον Ρούμπεν χρηματοδοτούν δράσεις στην Υγεία, την Παιδεία, την τεχνολογία, τον πολιτισμό κλπ.
Η σχέση τους με τον Τύπο πέρασε από διάφορες φάσεις. Στην αρχή και για πολλά χρόνια, απέφευγαν την έκθεση και διαφύλασσαν την ιδιωτικότητά τους. Ωστόσο, από τα μέσα –περίπου- της δεκαετίας του 2000, χαλάρωσαν τις… αντιστάσεις τους και ανοίχτηκαν περισσότερο προς τους δημοσιογράφους και στο κοινό.