Ο αδελφός του Σάκη Ρουβά μίλησε στο περιοδικό «ΟΚ!» σε μία εφ΄όλης της ύλης συνέντευξη. Για το πώς αποφάσισε να αφήσει την όμορφη Κέρκυρα και να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Για το «βάρος» του ονόματος «Ρουβάς» αλλά και το ποια κατάσταση τον οδήγησε να κάνει restart στη ζωή του.
Φημολογείται πως η καριέρα σου μπροστά στις κάμερες ξεκίνησε από το BBC…
Aλήθεια είναι. Είχα πάρει μέρος ως κομπάρσος σε μια ταινία του ΒΒC, που είχε γυριστεί στην Κέρκυρα – στο Δημοτικό ήμουν ακόμα. Είχαμε κάνει τέσσερα γυρίσματα,μη φανταστείς κάτι τρομερό. Μας έλεγαν, για παράδειγμα: «Περάστε τρέχοντας εκείνο το στενάκι και στρίψτε στη γωνία» ή «Παίξτε στην πλατεία κάνοντας ότι πετάτε πορτοκάλια ο ένας στον άλλο». Η αμοιβή μου ήταν 20.000 δραχμές – πολλά χρήματα για εκείνη την εποχή. Με αυτά αγόρασα το πρώτο μου ποδήλατο.
Από τότε έχεις κάνει πολλές δουλειές;
Πολλές. Νομίζω πως έχω κάνει τα πάντα. Πωλητής σε μαγαζί με τουριστικά είδη, τυπογράφος, delivery boy, φανοποιός, έχω δουλέψει σε μπαρ και εστιατόρια σε όλα τα πόστα, σε εταιρεία με ιστιοπλοϊκά ως υπάλληλος, στις μεταφορές και αργότερα ως skipper – αυτή η τελευταία δουλειά μού άρεσε πολύ.
Και γιατί σταμάτησες;
Διότι στην εταιρεία που δούλευε τότε ο αδελφός μου ο Βασίλης –μια εταιρεία εισαγωγής ρούχων– έψαχναν προσωπικό για το τμήμα πωλήσεων και μου πρότεινε να έρθω να δουλέψω μαζί του. Έτσι, μετακόμισα για πρώτη φορά στην Αθήνα το 2000. Αλλά δεν μου άρεσε κι έφυγα.
Γιατί;
Νομίζω πως δεν ήταν ακριβώς δική μου απόφαση να έρθω και μάλλον δεν ήμουν έτοιμος για αυτή την αλλαγή. Δεν περνούσα καλά, δεν μου άρεσε η Αθήνα, ο τρόπος ζωής, ούτε κι αυτό που έκανα. Όταν ξαναήρθα, το 2013, ήμουν πιο αποφασισμένος να μείνω, οπότε όλα πήγαν καλύτερα.
Σε έχω ακούσει να λες πως ασχολείσαι με τη μαγειρική από μικρός. Μαγείρευες, δηλαδή, κανονικά, για την οικογένεια;
Όχι, βοηθητικά έμπαινα μες στην κουζίνα. Μια και η μητέρα μας δούλευε πολλές ώρες, όλοι μας ξέραμε να φτιάξουμε ένα απλό φαγητό. Και να μην το πετυχαίναμε πολύ, δεν μας ένοιαζε. Αρκεί να τρωγόταν!
Δηλαδή και ο Βασίλης και ο Σάκης μαγειρεύουν;
Ναι, και μάλιστα πολύ καλά.
Μου δίνεις την εντύπωση ότι εκεί γύρω μετά τα 30 έκανες ολοκληρωτικό restart στη ζωή σου. Σου συνέβη κάτι τότε;
Ναι, είχα μια, ας την πούμε, «τραυματική εμπειρία» με ένα άλλο πρόσωπο, κάτι που με έκανε να δω τη ζωή αλλιώς. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε πως αυτό ήταν ό,τι καλύτερο μου συνέβη ποτέ.
Είσαι «ο αδελφός του Σάκη Ρουβά». Εντούτοις όλα αυτά τα χρόνια ήσουν έξω από το κάδρο της διασημότητάς του. Αυτό συνέβη από επιλογή;
Ναι, ξεκάθαρα. Σαφέστατα έπρεπε να είμαι πιο προσεκτικός, να μην προκαλώ,όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν έζησα όπως ήθελα. Αν ήθελα να κάνω κάτι, το έκανα. Χωρίς υπερβολές ίσως, όμως έτσι κι αλλιώς είμαι άνθρωπος του μέτρου. Και πάλι το «αδελφός του Ρουβά» είναι μια ιδιότητα που δημιουργεί προσδοκίες.
Φαντάζομαι ότι υπήρξαν άνθρωποι που σε πλησίασαν μόνο για αυτό. Σου ήταν εύκολο να το διαχειριστείς;
Εύκολο ή δύσκολο, ήταν κάτι στο οποίο έπρεπε να προσαρμοστώ. Και προσαρμόστηκα. Έμαθα να ζω με αυτό. Με τον καιρό και την πείρα –μια και ορισμένα πράγματα τα βίωνα ξανά και ξανά– έμαθα να ξεχωρίζω και τις προθέσεις των ανθρώπων που με πλησίαζαν. Όσο καλή μπορεί να είναι η ετικέτα «αδελφός του Ρουβά», άλλο τόσο κακή μπορεί να γίνει. Διότι συνήθως ο κόσμος σε κρίνει πριν σε γνωρίσει.
Ούτε η εισβολή των media στην ιδιωτική σου ζωή σε πειράζει; Με το που ξεκίνησε το «Πάμε Δανάη!» ξεκίνησε και μια φημολογία που έκανε λόγο για «μυστικό ειδύλλιο» ανάμεσα στον σεφ και την παρουσιάστρια της εκπομπής…
Δεν ασχολήθηκα καν με αυτό. Η φιλοσοφία μου είναι πως είτε κάνεις είτε δεν κάνεις κάτι, πάντα κάποιος θα βρεθεί να γράψει για αυτό. Έχω πολύ σημαντικότερα πράγματα στην καθημερινότητά μου από το να καθίσω να ασχοληθώ με το ποιος είπε τι.
Θα έβγαινες με μια γυναίκα που θα επιχειρούσε να σε προσεγγίσει μέσω social media;
Παλιότερα το ραντεβού με θαυμάστρια ήταν θέμα ταμπού. Αλλά έτσι όπως είναι η ζωή μας σήμερα δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που θα απαντούσε αρνητικά σε αυτό. Ναι, θα το έκανα.
Όσο για το ποια φαγητά τον ταξιδεύουν σε εποχές αθωότητας και ξενοιασιάς; Μα, φυσικά εκείνα που έφτιαχνε η μαμά του στα κυριακάτικα τραπέζια της οικογένειας στην Κέρκυρα.
Τα γεμιστά ήταν η γεύση του καλοκαιριού μετά το μπάνιο. Το κοτόπουλο στον φούρνο με πατάτες μού θυμίζει Κυριακές που μοσχοβολούσε όλο το σπίτι. Το ίδιο και η κερκυραϊκή παστιτσάδα της μάνας μου – μαζευόμασταν πάνω από την κατσαρόλα, πριν κατέβει από τη φωτιά, και κάναμε «βούτες» σε εκείνη τη θεϊκή σάλτσα. Ευτυχία…