Η Αμερικανική Ακαδημία Ιατρικής του Ύπνου «μίλησε». Και υπέδειξε τα ψυχογενή αίτια που οδηγούν στην ανικανότητα να πέσουμε σε κατάσταση ύπνου. Η παιδική κακοποίηση, το διαζύγιο των γονέων και ο θάνατος ενός από τους δύο γονείς ήταν τρεις παράγοντες που συσχετίστηκαν με αυξημένους δείκτες αϋπνίας στους ενήλικες.
Η παιδική κακοποίηση και το διαζύγιο φάνηκε να «προβλέπουν» την ήπια αϋπνία, ενώ για τη μέτρια έως σοβαρή αϋπνία η παιδική κακοποίηση και ο θάνατος ενός γονιού αναδείχθηκαν σε κυρίαρχους παράγοντες κινδύνου.
«Ο ποιοτικός ύπνος αποτελεί σημαντική έκφανση της υγείας. Τα άτομα που δεν κοιμούνται καλά είναι πιο πιθανό να έχουν κακή σωματική και ψυχική υγεία. Μπορεί να οδηγήσει σε πτώση της ποιότητας ζωής, αυξημένους δείκτες κατάθλιψης κι αυξημένο κίνδυνο καρδιοπάθειας», λέει ο, εκ των επικεφαλής, Μάικλ Γκράντνερ.
«Τα βιώματα της παιδικής ηλικίας επηρεάζουν τον ύπνο πολλά χρόνια μετά. Αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα πώς σχετίζεται ο ύπνος με την υγεία, Επίσης, να εστιάσουμε τις προσπάθειές μας στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των προβλημάτων ύπνου». Αυτά λέει η Κάρλα Γκρανάδος, προπτυχιακή φοιτήτρια που συμμετείχε στη μελέτη.
Η νέα μελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο του πρότζεκτ SHADES για τον Ύπνο και την Υγεία. Τα στοιχεία αφορούσαν 1.007 ενήλικες 22 έως 60 ετών. Μερικοί από τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που μελετήθηκαν ήταν η παιδική κακοποίηση, το διαζύγιο, ο θάνατος ενός από τους δύο γονείς και το ιστορικό κατάθλιψης ή αγχώδους διαταραχής ενός από τους δύο γονείς.