Συνέντευξη έδωσε ο Όμηρος Ευστρατιάδης, όπου μίλησε για την ταινία «Τροχονόμος Βαρβάρα».
Ο γνωστός σκηνοθέτης αναφέρθηκε, επίσης, και στα μεγάλα ονόματα της υποκριτικής.
Με τα οποία συνεργάστηκε, μεταξύ αυτών ο Στάθης Ψάλτης, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Γιάννης Γκιωνάκης.
-Κύριε Ευστρατιάδη, πού γυρίστηκε η ταινία «Τροχονόμος Βαρβάρα»;
Η ταινία γυρίστηκε στην Αθήνα και στον Πειραιά. Στο λιμάνι, στον Ταύρο στις λαϊκές πολυκατοικίες και σε χώρους φυσικούς στο λεκανοπέδιο.
Συμπεριλαμβανομένου και του Αμαρουσίου, όπου τότε ήταν χωράφια.
-Πώς έγινε η επιλογή των ηθοποιών;
Η επιλογή των ηθοποιών γίνεται με βάση τους ρόλους, αλλά και οι περισσότεροι ήταν φίλοι μου. Ο Μίμης Φωτόπουλος ήταν από τους καλύτερους συνεργάτες μου.
Στη «Βαρβάρα» έπαιζαν πολλοί ταλαντούχοι ηθοποιοί, μεταξύ αυτών ο Στάθης Ψάλτης, που ήταν και η δεύτερη ταινία που κάναμε μαζί.
Με τους περισσότερους εξ αυτών, δούλεψα πολλές φορές, καθώς κάθε σκηνοθέτης έχει και τον κύκλο των ηθοποιών που συνεργάζεται.
Τον Θανάση Παπαδόπουλο και τον Αντώνη Παπαδόπουλο, τους χρησιμοποίησα πολλές φορές. Το ίδιο και τους Μάκη Φωτόπουλο, Μάκη Δεμίρη και Στάθη Ψάλτη.
Αν ο ποδοσφαιριστής δεν πάρει πάσα καλή από τον άλλο παίχτη, δεν μπορεί να βάλει γκολ. Το ίδιο και η κωμωδία.
Ο πρωταγωνιστής, χωρίς τον δεύτερο ηθοποιό, δεν θα μπορέσει να βγάλει το γέλιο που χρειάζεται ο κόσμος.
-Ποιο ήταν το «συστατικό» της επιτυχίας της ταινίας;
Το σενάριο είχε έξυπνες σκηνές και οι ηθοποιοί ήταν καλοί. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, τα πιο πιασάρικα πράγματα είναι τα αυθόρμητα.
Εγώ, φροντίζω πάντα να μην γνωστοποιώ ότι κάνω γύρισμα, για να μην κοιτάει ο κόσμος στην κάμερα, καθώς αυτό εμένα δεν μού αρέσει, αφού ήθελα να βγαίνει αληθινή η σκηνή.
Στην πλατεία Κοραή, είχα κρύψει την κάμερα πίσω από τα δέντρα, για να μην φαίνεται.
-Τι θυμάστε από τον Μίμη Φωτόπουλο;
Αγαπούσα και εκτιμούσα πολύ τον Μίμη και ως ηθοποιό και ως άνθρωπο. Δεν τον ταλαιπωρούσα καθόλου στα γυρίσματα.
Έκανα τα γυρίσματα με όλους τους άλλους και μετά με τον Μίμη και σε δύο ώρες τον έστελνα σπίτι του. Έλεγε ο ίδιος σχετικά:
«Εδώ, δεν κουράζομαι, αλλά ξεκουράζομαι». Μακάρι να ήταν όλοι οι συνεργάτες σαν τον Φωτόπουλο. Το ίδιο ίσχυε και για άλλους όπως ο Ντίνος Ηλιόπουλος.
Με τον Μίμη δεν κάναμε παρέα εκτός δουλειάς, καθώς όταν τελείωνε τη δουλειά του πήγαινε σπίτι του. Παρέα έκανα με τον Μάκη Δεμίρη, τον Μάκη Φωτόπουλο, τον Στάθη Ψάλτη και τον Μουστάκα.
-Τι θυμάστε από τον Στάθη Ψάλτη ως άνθρωπο και ηθοποιό;
Ο Στάθης ήταν ένας άνθρωπος έξω καρδιά, παράδεισος σκέτος. Στο Ναύπλιο ερωτεύτηκε την Καίτη Φίνου. Ένα περιστατικό που θυμάμαι, ήταν στα μπουζούκια.
Εκείνο το βράδυ το μαγαζί ήταν τίγκα στον κόσμο και μάς έβαλαν το τραπέζι πάνω στην πίστα. Κάτσαμε εκεί.
Και ο Στάθης παρήγγειλε 50 πιάτα να τα σπάσει και όταν του τα έφεραν, τα μετρούσε ένα προς ένα, για να δει αν πράγματι ήταν αυτά που παρήγγειλε, λες και είχε καμία σημασία. Εγώ του είπα «Γιατί τα μετράς; Αν ήταν 40 και όχι 50 τι θα γινόταν;».
Εγώ, με τον Στάθη επειδή κάναμε πολλές ταινίες μαζί, κάποια στιγμή, όταν τον φώναξαν σε μια σειρά στην τηλεόραση.
Του είπα πως εκεί θα βγάλουμε κάτι διαφορετικό, γιατί δεν είναι μόνο κωμικός ηθοποιός.
Θυμάμαι όταν κάναμε γύρισμα στην Πλατεία Κοραή και στο Δημοτικό θέατρο του Πειραιά, που έκανε τον γύφτο ο Στάθης, ο κόσμος τον περνούσε γι’ αληθινό γύφτο και από τα μαγαζιά έβγαινε ο κόσμος και του ζητούσε χαλί.
Ο Στάθης για μένα ήταν περισσότερο δραματικός ηθοποιός, παρά κωμικός. Ετοίμαζα μια σειρά για την τηλεόραση, «Οι άστεγοι», όπου εκεί θα έπαιζαν ο Ψάλτης και ο Δημήτρης Πιατάς.
Θα ήταν άστεγοι και θα κοιμόντουσαν στο Μοναστηράκι σε μια στοά, μαζί με έναν σκύλο. Θα ήταν μια κωμική σειρά με δραματικά στοιχεία.
Αλλά δεν πρόλαβε να γίνει, γιατί ο Στάθης αρρώστησε. Όλοι οι ηθοποιοί γεννούσαν ατάκες.
Τι να πρωτοθυμηθώ; Ρίζος, Μουστάκας, Βουτσάς; Με κανέναν δεν είχα πρόβλημα, γιατί εγώ αγαπούσα τους ηθοποιούς και δεν ήθελα να τους παιδεύω.
Όταν τον φώναξα στα «Καμάκια», ήταν στη Θεσσαλονίκη και έκανε show πίστας σ’ ένα μαγαζί. Του έλεγα να κάνουμε την ταινία και τον έπεισα στο παρά πέντε, καθώς θα είχα βάλει άλλον στη θέση του.
Ο Φρατζής (σ.σ. αιθουσάρχης σε έναν κινηματογράφο στους Αμπελοκήπους) με ρώτησε ποιος είναι ο Στάθης Ψάλτης. Του είπα: «Είναι πολύ καλός ηθοποιός, καταπληκτικός» και μού είπε: «Βάλε κανένα γνωστό όνομα».
Τελικά, αναγκάστηκα να τροποποιήσω το σενάριο και χρησιμοποίησα τους Κώστα Καρρά και Ρίκα Διαλυνά για να ενισχύσω τον Στάθη.
Στο παρά πέντε πρόλαβε και έγινε πρωταγωνιστής. Μέσω εμού έγινε φίρμα, καθώς ήταν δευτεραγωνιστής και στα θέατρα θα έπαιζε ρόλους δεύτερους.
Εγώ, έκτισα πάνω στον Στάθη και εκείνος προς τιμήν του, μια φορά που είχα πάει στο θέατρο «Αθήναιον».
Όταν με είδε, σταμάτησε το νούμερο και είπε δημόσια πως εγώ ό,τι έχω κάνει, το οφείλω στον Όμηρο Ευστρατιάδη.
-Για να υποδυθεί ο Στάθης τη γυναίκα (τροχονόμο Βαρβάρα), δυσκολευτήκατε;
Είχα πολύ καλούς συνεργάτες και όταν εγώ έλεγα ότι ο Στάθης πρέπει να γίνει γυναίκα, τον μετέτρεπαν εύκολα.
Είχα καλό μακιγιέρ και ενδυματολόγο και το αποτέλεσμα γινόταν εύκολα άρτιο. Φυσικά, έδινα και εγώ οδηγίες όπως από πού θα μπει, πού θα σταματήσει κλπ.
Και ο ίδιος έβαζε κινήσεις, ατάκες και γκριμάτσες και αυτοσχεδίαζε. Εγώ, άφηνα το ελεύθερο σε όλους τους ηθοποιούς.
Ώστε να αισθάνονται άνετα και ελεύθερα για να μην τους φύγει η διάθεση να παίξουν και μετά στο μοντάζ έκοβα ό,τι ήταν περιττό.
-Τι τύπος ήταν ο Γιάννης Γκιωνάκης;
Ο Γιάννης ήταν συνεργάτης πάρα πολύ καλός. Μακάρι να έβγαιναν και τώρα τέτοιοι ηθοποιοί όπως αυτός και οι ηθοποιοί που συνεργάστηκα.
Η Ελλάδα είναι φυτώριο ηθοποιών και βγάζει πολύ ταλαντούχους ανθρώπους. Ο Γκιωνάκης έπαιζε τον Γκιωνάκη, ο Ρίζος τον Ρίζο και ο Βέγγος τον Βέγγο.
Αυτόν που είχε αγαπήσει ο κόσμος και ήθελε. Ο κάθε ηθοποιός είχε τη μανιέρα του με βάση τον χαρακτήρα του.
-Τι έχετε να πείτε για τον Παύλο Κοντογιαννίδη;
Καταπληκτικός ηθοποιός, Πόντιος. Έχω συνεργαστεί μαζί του αρκετές φορές. Τον χρησιμοποίησα στη συγκεκριμένη ταινία στις λαϊκές πολυκατοικίες του Ταύρου.
Γινόταν χαμός με τα καρπούζια όπου τσακωνόντουσαν. Έβγαιναν οι ηθοποιοί από κάποια μπαλκόνια, γαύγιζαν τα σκυλιά… ό,τι συμβαίνει σε μια λαϊκή πολυκατοικία και ήταν πολύ αληθοφανές.
-Το τσιγάρο έφαγε τον Μάκη Δεμίρη…
Ήταν έξω καρδιά. Κάναμε παρέα, αλλά δυστυχώς ήταν άτυχος. Κάπνιζε πολύ. Του έλεγα να το σταματήσει, αλλά εκείνος δεν με άκουγε. Έφαγε το κεφάλι του.
Με τον Μάκη σε μια ταινία εγώ σταμάτησα το γύρισμα και περίμενα να γίνει καλά για να ολοκληρώσω την ταινία.
Όταν γύρισε από τη Ρωσία και είχε χάσει τη φωνή του και ήταν άρρωστος, εγώ τον χρησιμοποιούσα. Τον έβαλα να παίξει και τον ντουμπλάριζα με ένα άλλο ηθοποιό που έκανε τη φωνή του, για να μην αισθανθεί ο Μάκης ότι ήταν στ’ αζήτητα.
Έπαιζε και τραγουδούσε σε 2-3 ταινίες με τη φωνή του Βαγγέλη Τσιγαρά, καθώς είχε πιάσει τον τόνο της φωνής του Μάκη.
Ευτυχώς, στην ταινία «Τροχονόμος Βαρβάρα» ήταν ακόμη καλά στην υγεία του. Να φανταστείτε, εξακολουθούσε να καπνίζει με την τρύπα που είχε στον λαιμό.
Ο Μάκης με τη γυναίκα του, Σύλβια είχαν ένα σουβλατζίδικο στη Σαλαμίνα, στον Άι Γιώργη και πήγαινα συχνά, καθώς έπρεπε να δουλέψει και να επιβιώσει.
Οι ηθοποιοί δεν είναι πλούσιοι και μάλιστα τώρα με την πανδημία, έχει πέσει πείνα.Η Καίτη Κωνσταντά είναι βαφτισιμιά μου.
Την λένε Κωνσταντοπούλου και εγώ της έκοψα το επώνυμο. Το κράτησε κι έλεγε ο Όμηρος με βάφτισε.
-Ένα περιστατικό που θυμάστε και έχει αποτυπωθεί στο μυαλό σας;
Στο γραφείο μου, ο Ψάλτης καθάριζε τα τζάμια και ήταν μέσα ο Φωτόπουλος με τον Θανάση Παπαδόπουλο.
Ο Μίμης, ήθελε ν’ αποκτήσει δόξα. Ενώ το παράθυρο ήταν κλειστό, ο Παπαδόπουλος το ανοίγει χωρίς να το πάρει είδηση ο Ψάλτης και ρίχνει μέσα έναν κουβά νερό.
Αυτή η σκηνή στη βεράντα που καθαρίζει τα τζάμια, ήταν αυθόρμητη και πολύ επιτυχημένη.
-Πιστεύετε ότι σήμερα δίνονται ευκαιρίες στον καλλιτεχνικό χώρο;
Σήμερα, οι ηθοποιοί γίνονται γνωστοί μέσω της τηλεόρασης και αρκετούς τους ξέρει ο κόσμος με το όνομα του ρόλου που υποδύονται και όχι το δικό τους.
Παλιά ο θεατής έπρεπε να ντυθεί, να φτιαχτεί για να πάει στον κινηματογράφο, να μείνει στην ουρά και να κόψει το εισιτήριο, να πληρώσει και να δει τον ηθοποιό.
Ο ηθοποιός είχε μια αξία. Τώρα ο ηθοποιός έρχεται μέσα στο σπίτι και ο θεατής είναι με τις πιτζάμες και τις παντόφλες, δεν έχει καμία αξία, είπε στο περιοδικό Λοιπόν.