Ο Δάκης, ο αγαπημένος τραγουδιστής που έφυγε την Κυριακή από τη ζωή, είχε παραχωρήσει τον Δεκέμβριο συνέντευξη στον Μάκη Δελαπόρτα, που έμελλε να είναι η τελευταία του σε έντυπη μορφή.
Σε αυτήν, ο Δάκης αναφέρθηκε στην πορεία του και έκανε τον απολογισμό της ζωής και της καριέρας του. Από τα πρώτα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και τον ερχομό στην Ελλάδα μέχρι και το πρόβλημα της υγείας του.
Η συνέντευξη δόθηκε στον Μάκη Δελαπόρτα για το περιοδικό «SocialProfile» στις Σέρρες, το e-vima.gr και το neaserres.gr.
Ο τίτλος του ήταν «Δάκης: Το ίνδαλμα των εφηβικών μας χρόνων». Το περιεχόμενό της είναι το ακόλουθο:
Μεγαλώσαμε με τη φωτογραφία του να στολίζει τα εφηβικά μας δωμάτια και τη βελούδινη φωνή του να συντροφεύει τους πρώτους μας έρωτες. Ο Δάκης αναμφίβολα υπήρξε το ίνδαλμα των εφηβικών μας χρόνων, από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές της γενιάς του, ο παντοτινός teenager της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας.
Πολλοί τον αποκάλεσαν «Έλληνα Φρανκ Σινάτρα» και δεν είχαν άδικο, αφού η γκάμα των ερμηνευτικών του δυνατοτήτων, δεν περιοριζόταν μόνο σε τραγούδια ελληνικά, αλλά σε γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, αραβικά.
Αν ο ίδιος είχε αποφασίσει ν ανοίξει τα φτερά του για να κάνει καριέρα στο εξωτερικό, σήμερα σίγουρα θα ήταν «διεθνής». Πολύγλωσσος, πολυπολιτισμικός, δημοφιλής, κοσμοπολίτης, ερμήνευσε τραγούδια που αγαπήθηκαν από όλα τα κοινωνικά στρώματα και από όλες τις ηλικίες, αφήνοντας το στίγμα του στα μουσικά δρώμενα μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας.
Μοντέρνος, ερωτικός, αισθαντικός, σώουμαν, πάντα με καλαίσθητη παρουσία κι επί σκηνής και με κορυφαίες καλλιτεχνικές επιδόσεις που διεκδικούν δάφνες, ο Δάκης ακόμη και σήμερα δίνει έντονα το παρόν του στα μουσικό τοπίο της χώρας, συνεργαζόμενος και με νέους δημιουργούς και τραγουδοποιούς, σημειώνοντας πάντα επιτυχία.
Ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα ινδάλματα που το κοινό όπου εμφανίζεται συρρέει να τον δει και να τον χειροκροτήσει.
Η υπέροχη φωνή του σίγουρα για πάντα θα συντροφεύει, θα ταξιδεύει και θα σκορπίζει συναισθήματα γεμάτα χαρά, αισιοδοξία, έρωτα, χρώματα κι αρώματα.
Μάκης Δελαπόρτας: Δάκη πού γεννήθηκες;
Δάκης: Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια. Πιστεύω πως είμαι πολύ τυχερός που έχω ζήσει παιδικά χρόνια στην Αλεξάνδρεια. Σ αυτή τη καταπληκτική πόλη.
Μ.Δ.: Γιατί όλοι μιλούν για τον Αλεξανδρινό ουρανό; Για το φως αυτής της πόλης;
Δάκης: Μη με κάνεις να συγκινούμαι! Ναι τελικά πιστεύω πως κάτι γίνεται. Εγώ όποτε πάω στην Αλεξάνδρεια, κλαίω.
Μ.Δ.: Γιατί;
Δάκης: Δεν ξέρω γιατί! Ο αέρας της. Η μυρωδιά της. Ίσως βέβαια να ζω και με τις αναμνήσεις μου. Αλλά αν πας με τα μάτια του τουρίστα θα καταλάβεις πως είναι παράξενη πόλη.
Μ.Δ.: Παιδικά χρόνια πως ήταν; Όμορφα;
Δάκης: Πάρα πολύ όμορφα! Ωραίο σχολείο με μεγάλες αυλές και δέντρα. Το δημοτικό σχολείο μου ήταν απέναντι από το σπίτι του Καβάφη. Μετά πήγα στο αμερικάνικο γυμνάσιο. Δίπλα στο σχολείο μας ήτανε ένα μεγάλο θέατρο. Το θέατρο Μωχάμετ Άλι, το οποίο λένε πως ήταν αντίγραφο του θεάτρου της Σκάλας του Μιλάνου. Κι εκεί ερχόντουσαν θίασοι και έπαιζαν.
Μ.Δ.: Πρώτη φορά θυμάσαι ποιους είδες εκεί;
Δάκης: Φυσικά. Είχα δει τον Ορέστη Μακρή σε μία επιθεώρηση που έπαιζε τον μεθυσμένο. Θυμάμαι πως όταν βγήκε στη σκηνή άρχισα να κλαίω. Δεν ξέρω γιατί. Φαίνεται λυπόμουνα έτσι που τον είδα να τρικλίζει. Μετά είχα δει τον θίασο Αρώνη – Μανωλίδου, στο έργο «Θυσία». Κι επίσης είχα δει την Εντίθ Πιάφ που τραγούδησε στο θέατρο. Είχε έρθει στο «Holiday on ice». Κάθε τέλος του χρόνου το σχολείο μας έκανε μια παράσταση, η τελευταία τάξη στο θέατρο «Μωχάμετ Άλι», και πηγαίναμε όλοι εκεί.
Ήμουν έκτη δημοτικού και μου είπαν να παίξω σε μια παράσταση που ήταν η ιστορία της Αιγύπτου. Θυμάμαι πως ένας συμμαθητής μου, ο Διονύσης Γεωργόπουλος θα έκανε τον Μέγα Αλέξανδρο. Ήταν ψηλός, λεβέντης. Εγώ θα έκανα τον Φαραώ. Ντύθηκα ωραία με εντυπωσιακή στολή κι έκανα πολλές πρόβες. Όταν έχεις τελικά το μικρόβιο… Θυμάμαι πως τα άλλα παιδιά καθόντουσαν κάτω και περίμεναν υπομονετικά να τα φωνάξουν για να κάνουν πρόβα, εγώ είχα ανέβει κάτι σκάλες που έβγαιναν στα καμαρίνια και έβλεπα τα εντυπωσιακά σκηνικά και η φαντασία μου κάλπαζε.
Μ.Δ.: Τι αισθανόσουν; Σου άρεσε να βρίσκεσαι στα παρασκήνια; Σε μάγευε ο χώρος;
Δάκης: Ναι με μάγευε! Ήρθε η μέρα της παράστασης και ήρθε η μάνα μου να με δει και να με ντύσει με τη στολή που μου είχαν δώσει. Άλλαξα στις κουίντες γιατί δεν με είχαν βάλει σε καμαρίνι. Φορούσα μια χρυσή στολή με καπέλο και κρατούσα το κλειδί του Νείλου. Μια κυρία που με είδε, είπε: Αχ αυτό το χαριτωμένο; Τι είναι; Αγοράκι ή κοριτσάκι; Τι ήταν να το πει;
Μ.Δ.: Γιατί;
Δάκης: Γιατί τελικά με είχαν ντύσει Νεφερτίτη. Βασίλισσα της Αιγύπτου. Κι εγώ δεν ήθελα να βγω, ντρεπόμουνα. Τότε ήρθε η κυρία Ρουσιά η διευθύντρια και μου είπε: Είσαι μια χαρά, να βγεις. Βγήκα κακήν κακώς. Το θυμάμαι τραυματικά, αλλά πέρασαν τα χρόνια και όταν με κάλεσαν να κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Μίμη Πλέσσα στην Αίγυπτο, τραγούδησα στο ίδιο θέατρο και η συγκίνησή μου ήταν τεράστια. Ξύπνησαν μνήμες. Το όνομά του θεάτρου βέβαια έχει αλλάξει και λέγεται σήμερα «Όπερα».
Μ.Δ.: Τέλειωσες το γυμνάσιο εκεί;
Δάκης: Βέβαια! Αλλά άρχισαν τα πράγματα εκεί να ζορίζουν.
Μ.Δ.: Γιατί;
Δάκης: Γιατί έχει φύγει πλέον ο Φαρούκ και ο Γκαμάλ Αμπντελνάσερ αντικατέστησε τον βασιλιά. Έκανε δημοκρατία και εθνικοποίησε όλες τις επιχειρήσεις. Μοιραία άρχισαν να φεύγουν οι Έλληνες. Δηλαδή ή έπρεπε να πάρεις αιγυπτιακή υπηκοότητα, ή αν είχες δικό σου εργοστάσιο, έπρεπε να πάρεις Αιγύπτιο διευθυντή ή να φύγεις. Οι περισσότεροι έφυγαν. Τότε άρχισαν τα δύσκολα. Ήδη εγώ είχα αρχίσει να τραγουδάω. Ο πατέρας μου όμως ούτε ν ακούσει για τραγούδια και καλλιτεχνίες. Ήταν ανένδοτος.
ΕΜΦΥΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ
Μ.Δ.: Εσύ τότε τι έκανες;
Δάκης: Ήμουνα 17 χρονών. Από μικρός τραγουδούσα. Μου άρεσε ν’ ακούω τη φωνή μου. Μάλλον είχα έμφυτο χάρισμα. Βέβαια από την πλευρά της μητέρας μου ήταν όλοι καλλιτέχνες. Ο αδελφός της ήταν ηθοποιός της οπερέτας, στην Ελλάδα, τα ξαδέλφια μου ήταν ο Ντέμης ο Ρούσσος και ο Στέλιος Καλαθόπουλος, καθώς και ο αδελφός του Στέλιου που έγινε κιθαρίστας και δούλευε με την Νάνα Μούσχουρη. Εγώ έκλεινα προς τα εκεί. Αλλά ο πατέρας μου ανένδοτος.
Μ.Δ.: Δεν σε άφηνε να τραγουδάς;
Δάκης: Απαγορευότανε. Έμπαινε το μεσημέρι στο σπίτι κι έκλεινε το ραδιόφωνο. Ήθελε να έχουμε ησυχία, να μην μιλάμε. Ήταν παλιάς κοπής πατέρας. Όχι βέβαια με την καλή έννοια του όρου. Πολύ αυστηρός. Δεν θυμάμαι ποτέ να μ’ αγκάλιασε και να με φίλησε. Απαιτούσε επίσης να του μιλάω στον πληθυντικό. Ενώ αντίθετα η μητέρα μου ήταν όλο τρυφερότητα, χάδια, αγκαλιές και φιλιά. Αλλά τις έτρωγα ενίοτε από εκείνη ωστόσο τη λάτρευα. Και τον πατέρα μου τον αγαπούσα, αλλά τον φοβόμουν ταυτόχρονα. Με είχε σε απόσταση.
Μ.Δ.: Ήταν οι εποχές έτσι, που πίστευαν πως η αυστηρότητα είναι ο καλύτερος τρόπος για αν μεγαλώσεις ένα παιδί.
Δάκης: Όσον αφορά για τον πατέρα μου νομίζω πως ήταν έτσι γιατί και ο ίδιος δεν είχε μεγαλώσει με πατέρα. Τι να πω; Πάντως δεν ήταν όλοι οι πατεράδες έτσι. Εμένα μου έτυχε.
Μ.Δ.: Άρα τότε είχες οριστικά αποφασίσει πως θα γινόσουν τραγουδιστής;
Δάκης: Το είχα αποφασίσει και ήμουν σε μια φάση που ψαχνόμουνα πολύ. Είχα την εντύπωση ότι τίποτα άλλο δεν ήθελα να γίνω. Θυμάμαι με είχε πιάσει τότε μια μαύρη απελπισία. Ότι τίποτα άλλο δεν ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Έπαιρνα το τραμ, για να μην κάθομαι σπίτι. Ήταν διώροφα τα τραμ και πήγαινα πάνω κάτω και σκεφτόμουν τι θα γίνω στη ζωή μου. Ποιο θα είναι το μέλλον μου;
Μ.Δ.: Ήταν πολύ άσχημο για εκείνα τα χρόνια να είσαι τραγουδιστής;
Δάκης: Για τον πατέρα μου ναι. Δεν το θεωρούσε σοβαρό. Τον πατέρα μου δεν τον είχα ακούσει ποτέ να τραγουδάει. Μόνο Μεγάλη Εβδομάδα έψελνε κάποιο τροπάριο. Ωστόσο, είπε το ναι γιατί είχαμε οικονομικά προβλήματα.
Μ.Δ.: Έτσι λοιπόν άρχισες να τραγουδάς;
Δάκης: Ναι, μέντορας μου ήτανε ο Σταύρος Μιχαλάκης, ένας πιανίστας, ο οποίος με συμβούλευε τι μουσική ν ακούω. Πήγαινα και σε μια γειτόνισσα πάνω από το σπίτι μας, όπου παρέδιδε μαθήματα πιάνου και σολφέζ και ταυτόχρονα πήγαινα και στην κυρία Αντύπα, που ήτανε σοπράνο και τραγουδούσε στην «Όπερα» της Αλεξάνδρειας και μου έκανε κι εκείνη μαθήματα φωνητικής.
Ξεκίνησα λοιπόν να δουλεύω σε πολύ καλά μαγαζιά λέγοντας τραγούδια γαλλικά, αγγλικά και ελληνικά του στυλ «Ξύπνα αγάπη μου» και τέτοια. Είχα έφεση στις ξένες γλώσσες γιατί στο σχολείο μας είχαμε συμμαθητές Αιγύπτιους, Άγγλους, Γάλλους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τον ρατσισμό που υπήρχε στην Ελλάδα. Εκεί δεν υπήρχε. Είχα φίλους απ’ όλες τις εθνικότητες και δεν μ ενοχλούσε καθόλου.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μ.Δ.: Και πώς ήρθες στην Ελλάδα;
Δάκης: Ο καλός μου φίλος ο Γιώργος Μιχαλάκης με ρώτησε μια μέρα: «Θέλεις να πάμε ένα ταξίδι στην Ελλάδα;» Εγώ είχα έρθει άλλη μια φορά στη Ρόδο όταν ήμουν δέκα χρονών για διακοπές και ταξίδι αναψυχής. Όταν ήρθα μετά με τους γονείς μου Ελλάδα ένα από τα πράγματα που θυμάμαι ήταν όταν με πήγαν στο θέατρο «Περοκέ» και είδαμε την επιθεώρηση «Κι ο μήνας έχει εννιά». Ήταν καλοκαίρι του 1953 και ήμουνα δέκα χρονών. Τους θυμάμαι όλους. Που τραγουδούσε η Ρένα Βλαχοπούλου, που χόρευε ο Γιάννης Φλερύ με τη Λίντα Άλμα, τη Βασιλειάδου, τον Κοκκίνη, τον Μαυρέα. Είχα εντυπωσιαστεί από την παράσταση.
Μ.Δ.: Πότε ξαναήρθες μετά;
Δάκης: Το 1964, με τον φίλο μου τον Μιχαλάκη, για να δούμε την Αθήνα και για να βρει κι ο Σταύρος δουλειά ως μουσικός. Εγώ δεν είχα σκεφτεί να μείνω. Αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια για μένα. Παράξενες συγκυρίες. Εγώ πριν έρθω το 1964 στην Ελλάδα είχα πάει με τον Σταύρο και δουλέψαμε έξι μήνες στη Λιβύη, στη Βεγγάζη. Εκεί σ ένα μαγαζί υπήρχε μια ελληνική ορχήστρα και ένας μπασίστας ο Βαγγέλης που τον είχαμε γνωρίσει. Ερχόμενοι λοιπόν στην Ελλάδα πήγαμε να δούμε τους Playboys. Ένα συγκρότημα της εποχής που είχε πολύ σουξέ και έπαιζαν στο Ωτοκλάμπ στην Κηφισιά.
Εκεί συναντήσαμε τον Βαγγέλη τον μπασίστα, που είχαμε γνωρίσει στην Λιβύη. Όταν λοιπόν πήγαμε εκεί, ο Βαγγέλης με κάλεσε στη σκηνή για να πω ένα τραγούδι. Ανέβηκα λοιπόν στη σκηνή με πολύ τρακ και είπα ένα γαλλικό τραγούδι του Αζναβούρ. Στην αίθουσα ήταν μέσα ο κύριος Σπυράτος, που είχε το «Φλόκα». Είχε αποφασίσει μόλις έμπαινε το καλοκαίρι να ανοίξει ένα κλαμπ στη Βουλιαγμένη, την «Αργώ», που ήτανε πάνω στη θάλασσα και μετά έγινε «Εν πλω». Και σκεφτόταν αν θα έπαιρνε τους Φόρμινξς ή τους Playboys.
Τελικά οι Φόρμινξ, έκλεισαν αλλού και πήρε τους Playboys. Όταν πήγαν και υπέγραψαν μαζί με την τραγουδίστρια Κούκα, ρώτησε ο κύριος Σπυράτος: «Πού είναι και ο νεαρός που τραγουδούσε γαλλικά;». «Ο νεαρός που τραγουδούσε γαλλικά δεν είναι στο γκρουπ μας. Απλά τραγούδησε μια μέρα έκτακτα», είπε ο αρχηγός του γκρουπ. «Δεν μ ενδιαφέρει», απάντησε εκείνος, «εγώ τον θέλω».
Εκείνοι όμως δεν μπορούσαν να με βρουν, γιατί τότε δεν είχαμε ούτε καν τηλέφωνα, ούτε ήξεραν που έμενα. Εγώ εν τω μεταξύ σε λίγο θα έφευγα στην Αλεξάνδρεια. Έμενα στη θεία μου στην Κυψέλη και ήρθε η μέρα να φύγω. (Η θεία μου ήταν η αδελφή του πατέρα μου, η Μαρίκα, που χρωστάω σ’ αυτήν πολλά). Ξεκίνησα λοιπόν από την Κυψέλη να πάω στα Χαυτεία να πάρω το εισιτήριό μου για να γυρίσω στην Αλεξάνδρεια.
Όπως περπατούσα στο δρόμο είδα τον Βαγγέλη τον μπασίστα, εντελώς τυχαία. Εκείνος έπεσε πάνω μου και μου είπε: «Δάκη σε θέλουμε για δουλειά. Πρέπει να έρθεις να δουλέψεις μαζί μας». «Μα εγώ φεύγω» του είπα. «Δεν πειράζει. Έλα να υπογράψεις, φύγε και ξαναέλα το καλοκαίρι. Πάρε τα ρούχα σου κι έλα πίσω». Εγώ ξαφνιάστηκα από την πρόταση και πήγα και υπέγραψα. Όταν το έμαθε όμως ο φίλος μου ο Μιχαλάκης στεναχωρήθηκε πολύ. Αισθάνθηκε ότι τον πούλησα. Γιατί περίμενε πως θα δουλεύαμε μαζί. Εκείνον δεν τον πήρανε.
Έτσι ξεκίνησα από τύχη καθαρά μια καριέρα στην «Αργώ», όπου χαλούσε ο κόσμος, γιατί ήταν το πιο in μαγαζί. Κάθε μέρα εκεί η Βουγιουκλάκη, η Καρέζη, η Λάσκαρη. Γινότανε ντόλτσε βίτα. Όλοι οι διάσημοι, παρέλαση. Ήταν πολύ της μόδας το 1964. Έλεγα ξένα τραγούδια.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑΠΕΝΤΑΡΙΑ
Μ.Δ.: Τότε ήταν που κυκλοφόρησαν και τα πρώτα σου σαρανταπεντάρια;
Δάκης: Ναι, τότε ο Νίκος ο Αδάμας, ο αρχηγός του γκρουπ μου πρότεινε να πάμε να ηχογραφήσουμε ένα τραγούδι που θα έμπαινε στη δεύτερη πλευρά ενός μικρού δίσκου. Τραγούδησα το «Deep in the hearth of Athens» στο στούντιο της Κολούμπια. Είχε ερωτευτεί μια τουρίστρια ο Αδάμας και είχε γράψει αυτό το τραγούδι. Θυμάμαι πως το είπα καλά και με φώναξε ο Μίνως Μάτσας και μου είπε: «Νεαρέ να υπογράψουμε ένα συμβόλαιο». Με ρώτησε το όνομα μου και του είπα πως το πραγματικό μου όνομα είναι Βρασίδας Χαραλαμπίδης. «Αν τραγουδούσες ρεμπέτικα», μου είπε «θα το κρατούσαμε, αλλά στο μοντέρνο θα βγεις ως Δάκης».
Μ.Δ.: Με ποιους τραγουδιστές συνεργάστηκες τότε;
Δάκης: Συνεργάστηκα με την Αλέκα Κανελλίδου, τον Τόνυ Πινέλι, τη Νέλη Μάνου. Μάλιστα ήμουνα από τους πρώτους που με καλούσαν στα τηλεοπτικά μουσικά προγράμματα, αφού η τηλεόραση μόλις είχε μπει τη ζωή μας. Εγώ ήμουν τελείως άπειρος και μου έλεγαν, πως έπρεπε όταν τραγουδούσα να κοιτάω το φακό. Όχι αριστερά και δεξιά.
Μ.Δ.: Πότε άρχισες να γίνεσαι στο πανελλήνιο γνωστός;
Δάκης: Μου έγινε μια πρόταση το 1968 για το Χίλτον. Στο Χίλτον ήρθε ο συνθέτης, ο Κώστας Ξενάκης και με είδε. Με έπιασε και μου είπε: «Παιδί μου αν θέλεις να κάνεις καριέρα στην Ελλάδα πρέπει να τραγουδάς ελληνικά και όχι ξένα». Και τον ευγνωμονώ γι’ αυτό. Και μου έδωσε το πρώτο μου ελληνικό τραγούδι, που ήταν το «Γεια σου σ’ ευχαριστώ» που βγήκε αρχές του 1968.
Επίσης στο Χίλτον με είδε ένας Γάλλος παραγωγός, ο Ζεράρ Σεχινιάν και ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ στα γαλλικά με τον τίτλο «Η ζεστή καρδιά» (Le Coeur shaud). Τη μουσική την είχε γράψει ο Πλέσσας. Τα γυρίσματα θα γίνονταν στην Ελλάδα σε πολλά μέρη. Εγώ το δικό μου τραγούδι το γύρισα στη Ρόδο, στην Τσαμπίκα, με μπαλέτο της Ραλλούς Μάνου. Ένα ντοκιμαντέρ για να βοηθήσουν τον τουρισμό της Ελλάδος, λόγω Χούντας.
Η μεγαλόπρεπη πρεμιέρα του, έγινε στο «Αττικόν» της Σταδίου, και είχε παραστεί θυμάμαι ο Γιώργος Παπαδόπουλος, ο δικτάτορας. Είχαν έρθει και οι γονείς μου, που πλέον ο πατέρας μου καμάρωνε για μένα. Πρώτη φορά είδα τον εαυτό μου τόσο τεράστιο σε μια οθόνη να τραγουδώ στη Ρόδο το τραγούδι μου «Η αλήθεια».
Εγώ ήμουνα πολύ μοντέρνα ντυμένος, ενώ το μπαλέτο της Ραλούς Μάνου είχαν αρχαϊκές ενδυμασίες. Φορούσα ένα πράσινο κρεπ παπαγαλί πουκάμισο κι ένα πράσινο παντελόνι με ψιλή ρίγα κίτρινη. Ξυπόλυτος στην αμμουδιά, περπατούσα και τραγουδούσα.
Μ.Δ.: Το ντοκιμαντέρ αυτό σήμερα υπάρχει;
Δάκης: Όχι. Δυστυχώς αυτός ο παραγωγός, πήρε τις κόπιες όλες στη Γαλλία και χάθηκαν για πάντα. Ούτε ο Πλέσσας το βρήκε ποτέ, που έχει πολλά τραγούδια δικά του μέσα και όλη τη μουσική επένδυση του φιλμ.
Μ.Δ.: Χαιρόσουν με όλο αυτό που σου συνέβαινε;
Δάκης: Χαιρόμουν, αλλά δεν κόμπασα ποτέ για τίποτα. Ήμουν πολύ σεμνός και ντροπαλός. Να φανταστείς πως δεν μάζευα ούτε τα περιοδικά που με έβαζαν. Επίσης δεν ήμουνα ποτέ ανταγωνιστικός. Απορώ πως έκανα μια τόσο πετυχημένη καριέρα.
Εγώ ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί με μένα. Απλά έζησα καλά και πέρασα καλά τραγουδώντας. Εξάλλου τελικά εκείνο που μ έκανε ευτυχισμένο στη ζωή μου ήταν το τραγούδι. Όλα τα άλλα έρχονται δεύτερα. Επίσης δεν ζήλεψα ποτέ κανέναν.
Μ.Δ.: Στα ερωτικά σου δεν ζήλευες;
Δάκης: Ουυυυ εκεί έκανα τρελά πράγματα. Κάποτε ήμουνα αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα και ήθελα να δω αν θα βγει από το σπίτι της ή δεν θα βγει. Τότε είχα ένα μικρό αυτοκινητάκι. Τι να κάνω λοιπόν; Πήρα το αμάξι του ξαδέλφου μου. Πήρα ένα μαντήλι που είχε η μάνα μου και φορούσε στο κεφάλι της. Πήρα και τα γυαλιά της. Ντύθηκα γυναίκα και πήγα και παρακολούθησα την αρραβωνιαστικιά μου. Τέτοια τρελά πράγματα.
«ΤΟΣΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ» ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΟΡΟΣΗΜΟ
Μ.Δ.: Η πρώτη μεγάλη δισκογραφική επιτυχία πότε ήρθε;
Δάκης: Η μεγάλη δισκογραφική επιτυχία ήρθε από σπόντα. Είχαμε επιλέξει να κυκλοφορήσει σε 45άρι «Η Αλήθεια» που είχα πει στο ντοκιμαντέρ σε μουσική του Μίμη Πλέσσα. Από την άλλη πλευρά όμως τι τραγούδι να πω;
Τότε ήταν που ήρθε με τον Πλέσσα και με είδε ένα βράδυ στο Χίλτον, ο αγαπημένος μου Γιάννης Δαλιανίδης. Είχε ξεκινήσει το γύρισμα της ταινίας «Γοργόνες και μάγκες».
Έψαχνε λοιπόν έναν νέο τραγουδιστή για να τον βάλει να πει το «Τόσα καλοκαίρια», αλλά να εμφανιστεί κιόλας. Του άρεσε η παρουσία μου, αλλά και η φωνή μου και μου ζήτησε να πω το τραγούδι.
Μ.Δ.: Ξέρω πως αυτή η ηχογράφηση έχει τη δική της ιστορία. Ποια είναι;
Δάκης: Πράγματι. Η ηχογράφηση δεν έγινε σε στούντιο. Έγινε στο πλατό του Φίνου στην οδό Χίου 53. Πηγαίνοντας το συνεργείο με τα σκηνικά στην Ύδρα, που γύρισαν σκηνές από την ταινία, άδειασαν το πλατό και έφεραν την ορχήστρα της ΕΡΤ και μ ένα μαγνητόφωνο νάγκρα που το είχε επισκευάσει ο Φίνος και έγραφε στερεοφωνικά.
Το τρακ μου ήταν κάτι το απερίγραπτο.
Γιατί ο Πλέσσας διηύθυνε όλη αυτή την ορχήστρα κι εγώ να τραγουδώ, χωρίς να πρέπει να κομπιάσω πουθενά ταυτόχρονα, χωρίς να κάνω κάποιο λάθος. Το τραγούδι ήταν αρκετά δύσκολο. Και βεβαίως τότε δεν υπήρχαν κοψίματα, ραψίματα και κολλήματα. Αν έκανες κάποιο λάθος ξανά από την αρχή, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλη η ορχήστρα.
Εγώ από το τρακ μου, το είπα το κομμάτι τρεις φορές. Οπότε σηκώθηκε μια κυρία που την έλεγαν κ. Κυβέλη και έπαιζε τρομπόνι και μου είπε: «Νεαρέ τέλειωνε γιατί θέλουμε να πάμε και στα σπίτια μας». Εμένα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Τι ντροπή! Το είπα μια τελευταία φορά καλά και το τραγούδι έφυγε για το μοντάζ της ταινίας.
Μ.Δ.: Ο Δαλιανίδης είχε οργανώσει να πεις και να εμφανιστείς στην ταινία λέγοντας το τραγούδι, αυτό δεν συνέβη ποτέ! Γιατί;
Δάκης: Γιατί τότε δούλευα όπως σου είπα, στο Χίλτον καθημερινά, εκτός κάποιας μέρας που είχα το ρεπό μου. Είχαμε λοιπόν κανονίσει πως στο ρεπό μου θα πάω στην Ύδρα για το γύρισμα. Κάτι έγινε όμως με τα γυρίσματα και ο Δαλιανίδης με παρακάλεσε να πάω κάποια άλλη μέρα. Πήγα λοιπόν και ζήτησα να πάρω από τον διευθυντή του Χίλτον κύριο Πικέ, μια άδεια μιας ημέρας. Εκείνος πολύ αυστηρά μου είπε πως αν πήγαινα στην Ύδρα να μην ξαναγύριζα στη δουλειά μου. Θα με απέλυε. Έτσι δεν πήγα στο γύρισμα και ο Δαλιανίδης έβαλε μόνο το τραγούδι με τη φωνή μου.
Το έντυσε όμως μοναδικά και το γύρισε σαν βίντεο-κλιπ με την Χρονοπούλου και τον Κομνηνό και νομίζω πως θεωρείται και το πρώτο βίντεο κλιπ στην ελληνική μουσική βιομηχανία.
Μ.Δ.: Το «Τόσα καλοκαίρια» λοιπόν κυκλοφόρησε ως η δεύτερη πλευρά από το δισκάκι με την «Αλήθεια» του Πλέσσα. Έκανε επιτυχία στην πρώτη του κυκλοφορία;
Δάκης: Έκανε! Δεν μπορώ να πω. Αλλά στα μαγαζιά και στα μοντέρνα κλαμπ που εμφανιζόμουνα δεν το έλεγα. Έλεγα ξένα κι ελληνικά μοντέρνα. Για να χορεύουν οι νέοι. Το «Τόσα καλοκαίρια» ήταν αργό, ερμηνευτικό. Οπότε δεν το προτιμούσα. Ωστόσο με την πάροδο των χρόνων έχει γίνει τόσο γνωστό και τόσο αγαπημένο. Το τραγούδι που έχει σφραγίσει την καριέρα μου.
Μ.Δ.: Μετά από τα «Τόσα καλοκαίρια», ήρθε και ο πρώτος μεγάλος δίσκος;
Δάκης: Ναι ακριβώς το 1969 κυκλοφόρησε ο πρώτος μου προσωπικός δίσκος με μουσική Μίμη Πλέσσα και στίχους Βεατρίκης Δαλαμάγκα με τον τίτλο «Το ωροσκόπιο της αγάπης». Κι εκεί τραγουδώ το «Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά» κι έκανε τεράστιο σουξέ.
Έτσι έγινα γνωστός πλέον στο πανελλήνιο. Ήταν η κορυφαία στιγμή στην μέχρι τότε πορεία μου.
Μετά ακολούθησαν κι άλλοι πολλοί δίσκοι με εξαιρετικές συνεργασίες και διαχρονικά τραγούδια.
Ξαφνικά άνοιξαν όλες οι πόρτες για μένα, χωρίς να χτυπήσω ποτέ καμία. Ερχόντουσαν όλα βολικά. Ευγνωμονούσα το θεό που μου χάρισε αυτό το θείο δώρο που είναι η αγάπη του κόσμου. Με αυτήν πορεύτηκα, με αυτήν εδραιώθηκα, με αυτήν προχώρησα και με αυτήν ζω ακόμα.
Μ.Δ.: Μετά από την μεγάλη σου δισκογραφική επιτυχία από το Χίλτον και τα μοντέρνα κλαμπ της εποχής, θα μεταπηδήσεις σε πιο εμπορικούς λαϊκούς χώρους, όπως ήταν τα «Δειλινά» της παραλίας.
Δάκης: Πράγματι ο Θωμάς Μιχαϊλίδης ήταν ο πρώτος επιχειρηματίας εν Ελλάδι, που ένωσε το μοντέρνο με το λαϊκό.
Δηλαδή στα σχήματα του πάντρεψε τους λαϊκούς τραγουδιστές με τους μοντέρνους. Έτσι βρέθηκα να συνεργάζομαι με όλους τους μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές και να με βλέπει πλέον το μεγάλο κοινό. Άκου σχήμα: Νταλάρας, Αλεξίου, Διονυσίου, Δάκης, Αδελφές Μπρόγιερ. Γινόταν Πάταγος!
ΖΕΥΓΑΡΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΡΟΓΙΕΡ
Μ.Δ.: Τότε ήταν που συνέβη και το πολυσυζητημένο ειδύλιο με τη Μαργαρίτα Μπρόγιερ;
Δάκης: Ναι τότε. Η Μαργαρίτα μου άρεσε πολύ. Πήγαινα και την έβλεπα και στον κινηματογράφο. Ήταν πολύ όμορφη με προσωπικότητα.
Θυμάμαι πως η πρεμιέρα μας στα Δειλινά ήταν επεισοδιακή. Μου πρότειναν να κάνουμε και οι τρεις σώου με χορευτικά και με ιδιαίτερα κοστούμια. Εμένα μου άρεσε η ιδέα και δέχτηκα. Έτσι λοιπόν η Έρρικα είχε την ιδέα να πούμε το «Fever» και να ντυθούμε με χρυσά κοστούμια, με μαύρα πουκάμισα και με μαύρα καπέλα καουμπόικα. Όταν άνοιγε λοιπόν η αυλαία μας έβρισκε στη σκηνή μισοσκόταδους.
Τότε λοιπόν από το πρώτο τραπέζι ακούμε να λένε: «Ααααα… οι αδελφές Μπρόγιερ. Η τρίτη όμως ποια είναι;» «Μάλλον θα είναι η μάνα τους» πετάχτηκε κάποιος από ένα άλλο τραπέζι. Ε μόλις το άκουσα αυτό, άντε μετά να τραγουδήσω. Μ έπιασαν νευρικά γέλια και με τα χίλια ζόρια ολοκληρώσαμε το νούμερο.
Μ.Δ.: Η δεκαετία του ΄70 νομίζω πως είναι η χρυσή σου δεκαετία.
Δάκης: Ε ναι εκεί πια απογειώθηκα καλλιτεχνικά. Έγιναν οι μεγάλες επιτυχίες μου και οι δίσκοι μου πουλούσαν σαν τρελοί. Τότε τραγούδησα κάποια τραγούδια που έγιναν πολύ αγαπημένα στο πλατύ κοινό και απέκτησα πολλούς θαυμαστές. Είχα πια το δικό μου φαν κλαμπ.
Μ.Δ.: Θύμισέ μας κάποια τραγούδια σου από εκείνη την περίοδο.
Δάκης: «Κορίτσι στάσου να σου πω», «Στη σελίδα 18», «Μάζευα στα χέρια μου βροχή», «Είναι πιο καλά», «Μαργαρίτα», «Μια σου λέξη», «Πάρε ένα κοχύλι απ’ το Αιγαίο», «Τώρα θα μείνω», «Φιλοσόφησε», αλλά και κάποια ξένα που αγαπήθηκαν πολύ από μένα, όπως: «Monsieur Cannibal», «Gaston», «Tu veux tu veux pas», «Mammy blue» και πολλά ακόμα.
Μ.Δ.: Μια από τις πιο πετυχημένες σου συνεργασίες ήταν κι εκείνη με τον Κώστα Χατζή, στο δεύτερο ρεσιτάλ του.
Δάκης: Ναι σίγουρα. Στην ουσία ήταν το δεύτερο ρεσιτάλ του, αφού το πρώτο ήταν με την Μαρινέλλα. Ωστόσο επειδή η Μαρινέλλα δεν ήθελε να λέγεται το δικό μας «Ρεσιτάλ Νο 2», γι’ αυτό και το είπαν: «Η Ελπίδα και ο Δάκης στου Κώστα Χατζή».
Ο Κώστας Χατζής, αυτός ο πολύ σπουδαίος τραγουδοποιός, όταν σκέφτηκε να μου προτείνει συνεργασία, ήρθε και με είδε εκεί που τραγουδούσα.
Του άρεσα πολύ, προφανώς έκρινε πως του ταίριαζα ως φωνή και ερμηνεία και μου πρότεινε. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Αυτή η συνεργασία ήταν ένα δώρο ζωής για μένα.
Μ.Δ.: Στα φεστιβάλ αισθανόσουν πως βρισκόσουν στον δικό σου χώρο;
Δάκης: Εν μέρει ναι. Δεν ξέρω αν ήμουν ο ιδανικός τραγουδιστής για τα φεστιβάλ, όπως ήταν ο Γιάννης Βογιατζής, ωστόσο μου άρεσε πως βρισκόμουν σε κάποιον διαγωνισμό.
Ήξερα πως θα κερδίσει ο καλύτερος, και το καλύτερο τραγούδι. Έλαβα μέρος και σε πολλά ξένα φεστιβάλ, όπως ήταν της Χιλής. Έχω αξέχαστες αναμνήσεις. Αλλά κι από το δικό μας, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τραγούδησα αξιόλογα τραγούδια και πήρα και μάλιστα και βραβεία. Αλλά τι σημασία έχουν τα βραβεία; Τα καλύτερα βραβεία τα πήρα από το κοινό, αυτό που με ακολουθεί πιστά τόσες και τόσες δεκαετίες.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
Μ.Δ.: Πράγματι έγινες ίνδαλμα μιας ολόκληρης εποχής. Αισθάνθηκες έπαρση κάποια εποχή από την τεράστια επιτυχία σου;
Δάκης: Έπαρση ποτέ! Απλά καμάρωνα μέσα μου και ήμουν βαθιά ικανοποιημένος για όσα κατακτούσα. Απ’ την άλλη ντρεπόμουνα απίστευτα. Μη σου πω πως ντρέπομαι ακόμα. Μετά από 56 χρόνια. Πολλές φορές στο τηλέφωνο μιλάω σαν Βρασίδας Χαραλαμπίδης κι όχι σαν Δάκης.
Μ.Δ.: Πάντως Δάκη μου είσαι ο μοναδικός μοντέρνος τραγουδιστής της γενιάς σου που δεν χάθηκες ποτέ από το προσκήνιο εδώ και 56 χρόνια. Σε κάθε δεκαετία είσαι παρών και μάλιστα με νέα τραγούδια που γίνονται ακόμη και σήμερα επιτυχίες. Πώς το εξηγείς αυτό;
Δάκης: Δεν ξέρω. Εγώ πάντως δεν κάνω τίποτα με προγραμματισμό. Προκύπτουν. Έμεινα κάποια χρόνια εκτός δισκογραφίας, πέντε για την ακρίβεια, εκεί στα τέλη του ΄80.
Ο Θάνος ο Σοφός, αυτός ο σπουδαίος συνθέτης και στιχουργός με έβαλε και πάλι στη δισκογραφία κι έκανα και πάλι δισκογραφικές επιτυχίες, που ήταν το «Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι», «Αλαλούμ», «Θωρακισμένη μερσεντές» και άλλα. Πρόσφατα συνεργάστηκα με τον Monsier Minimal και τραγούδησα τη «Στιγμή», που πραγματικά αγαπήθηκε πολύ, επίσης σε ντουέτο με την Τερέζα είπαμε σε λάτιν μορφή του τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού «Θα υπάρχω», και τελευταία ηχογράφησα το «Σάββατο» του Γιάννη Ζουγανέλη.
Μια υπέροχη μπαλάντα αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη. Φυσικά δεν μπορώ να μην αναφέρω και το αγαπημένο μου «Τα καλύτερά μας χρόνια» σε μουσική και στίχους του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου που είναι το ομώνυμο από την τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ.
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΥΓΕΙΑΣ
Μ.Δ.: Ξέρω πως αγαπάς πολύ το θέατρο και το προτιμάς από τα νυχτερινά μαγαζιά. Γιατί;
Δάκης: Το θέατρο πάντα με μάγευε. Δεν ξέρω! Η ατμόσφαιρα, η αυλαία, τα σκηνικά, τα κοστούμια, η μαγική απόσταση με το κοινό. Έχω συμμετάσχει σε πολλές θεατρικές μουσικές παραστάσεις κι όπου μου δίνεται η ευκαιρία το κάνω. Τελευταία βέβαια είχα τη χαρά να συνεργαστώ μαζί σου σε μια υπέροχη παράσταση που έστησες και έγινε μεγάλη επιτυχία, αφού ξεπεράσαμε τις 200 παραστάσεις.
Το πρώτο μας πάρτι αγαπήθηκε από το κοινό, που στο τέλος κάθε βράδυ ήταν όρθιο και χόρευε μαζί μας. Μαγικές στιγμές, αξέχαστες! Και αυτό θα στο χρωστάω για πάντα γιατί μου έδωσες αυτή την ευκαιρία να συμμετέχω σε μια τόσο λαμπερή και προσεγμένη δουλειά.
Μ.Δ.: Η χαρά και η τιμή Δάκη μου ήταν δική μου, γιατί περάσαμε υπέροχα κι επί τέλους συνευρέθηκα στη σκηνή με το παιδικό μου ίνδαλμα που ήσουνα εσύ. Επίσης μοιραζόμαστε το ίδιο καμαρίνι για τρία ολόκληρα χρόνια. Το ωραιότερο καμαρίνι στη ζωή μου. Δάκη μου τελευταία αντιμετωπίζεις ένα πρόβλημα υγείας που βγήκες ακομπεξάριστα και το μοιράστηκες με τον κόσμο. Αυτή την περίοδο σε τι φάση βρίσκεσαι;
Δάκης: Ναι βγήκα και μίλησα καθαρά γιατί δεν μου άρεσε ν΄ ακούω από τις εκπομπές στην τηλεόραση και τα site ανακρίβειες. Στο κάτω κάτω τόσο κακό είναι για έναν καλλιτέχνη ν’ αρρωσταίνει; Όλοι άνθρωποι είμαστε.
Ναι, αντιμετωπίζω τον καρκίνο παλληκαρήσια και εύχομαι να τον νικήσω.
Είμαι σε ανάρρωση και ελπίζω πολύ γρήγορα να ανέβω και πάλι στη σκηνή και να πιάσω ξανά το μικρόφωνο. Μου έχει λείψει πολύ. Πέρασαν ήδη έξι μήνες που βρίσκομαι εκτός δουλειάς.
Ελπίζω! Ο θεός μαζί μου!
Στείλτε μου κι εσείς την αγάπη σας και τη θετική σας ενέργεια!
Την έχω τόσο ανάγκη!
Σας αγαπώ!