Ως κίνητρο για αυστηρό έλεγχο της γλυκόζης αίματος, πλήρη συμμόρφωση με την αγωγή και πιστή τήρηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής ευελπιστούν Βρετανοί επιστήμονες ότι θα λειτουργήσουν για τους πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και 2 τα ευρήματα μελέτης τους, η οποία καταδεικνύει πως οι ασθενείς έχουν κατά μέσο οκτώ και δύο χρόνια μικρότερο προσδόκιμο ζωής, αντιστοίχως, συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό.
Τα ευρήματα της μελέτης υπογράφονται από τον εξειδικευμένο στη μοντελοποίηση δεδομένων Mike Stedman από το Res Consortium του Ηνωμένου Βασιλείου και τον Δρ Adrian Heald του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και συνεργάτες του. Παρουσιάστηκαν κατά τις εργασίες του ετήσιου συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) που διεξήχθη διαδικτυακά λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Η μοντελοποίηση συσχετίζει τον κακό γλυκαιμικό έλεγχο και συγκεκριμένα τις υψηλότερες τιμές γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) με χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής, με τα σχετικά ποσοστά να είναι ακόμη υψηλότερα για τις γυναίκες.
Η γλυκοζυλιωμένη (ή γλυκοποιημένη) αιμοσφαιρίνη (HbA1c) είναι η μορφή της αιμοσφαιρίνης που χρησιμοποιείται για να καθορίσει τη μέση τιμή γλυκόζης στο αίμα των πασχόντων από διαβήτη κατά το τελευταίο τρίμηνο.
Για την ανάλυσή τους οι ειδικοί χρησιμοποίησαν στοιχεία από εθνικά μητρώα ιατρικών δεδομένων στο Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ αυτών την εθνική βάση για τον Έλεγχο του Διαβήτη και τα δημοσιευμένα ποσοστά θνητότητας πασχόντων από όλα τα αίτια το διάστημα 2015-2017, μαζί με πληροφορίες για την ηλικία και το φύλο τους, καθώς το Γραφείο Εθνικών Στατιστικών Ερευνών και τα ποσοστά θνητότητας του γενικού πληθυσμού.
Άντλησαν, παράλληλα, συνολικά δεδομένα για 41,3 εκατομμύρια άτομα, εκ των οποίων 217.000 πάσχοντες με διαβήτη τύπου 1 και 2,5 εκατομμύρια πάσχοντες με διαβήτη τύπου 1. Και βάσει του μοντέλου τους υπολόγισαν το προσδόκιμο ζωής πασχόντων από διαβήτη τύπου 1 και 2 στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και τα συνολικά «χαμένα χρόνια ζωής».
Η ανάλυση κατέδειξε ότι το «μέσο» άτομο με διαβήτη τύπου 1 (42,8 ετών ) έχει προσδόκιμο ζωής 32,6 έτη (φθάνοντας τα 75,4 έτη), σε σύγκριση με 40,2 έτη (83 έτη) στον αντίστοιχο ηλικιακά γενικό πληθυσμό, γεγονός το οποίο αντιστοιχεί σε 7,6 κατά μέσο όρο «χαμένα χρόνια ζωής».
Το «μέσο» άτομο με διαβήτη τύπου 1 (65,4 ετών) έχει προσδόκιμο ζωής 18,6 έτη (έως τα 84 έτη) σε σύγκριση με 20,3 έτη (85,7 έτη) για τον αντίστοιχο ηλικιακά γενικό πληθυσμό, που αντιστοιχεί σε 1,7 έτη χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής.
Συγκριτικά με τους άνδρες, ο μέσος όρος χαμηλότερου προσδόκιμου ζωής ήταν 21% υψηλότερος για τις γυναίκες με διαβήτη τύπου 1 και 45% υψηλότερος για τις γυναίκες με διαβήτη τύπου 2.
Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι βάσει των δεδομένων στα εθνικά μητρώα το 70% των ασθενών με διαβήτη τύπου 1 και το 33% των ασθενών με διαβήτη τύπου 2 είχαν τιμή γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης άνω του 58, συνεπώς ήταν πιο ευάλωτοι.
Κατανέμοντας τα «συνολικά χαμένα χρόνια ζωής» στο προσδόκιμο ζωής των διαβητικών ασθενών υψηλού κινδύνου, το μοντέλο δείχνει ότι κάθε έτος που πάσχων από διαβήτη έχει τιμή γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης άνω του 58 μπορεί να ισοδυναμεί με 100 λιγότερες ημέρες ζωής.
Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι αυτή η γνώση μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για τους κλινικούς ιατρούς να διασφαλίσουν ότι όλοι οι άνθρωποι λαμβάνουν την καλύτερη θεραπεία για να διατηρήσουν ρυθμισμένο το σάκχαρο στο αίμα τους και για τους πάσχοντες να συμμορφωθούν πολύ περισσότερο με τη θεραπεία τους και τις συστάσεις για ένα υγιεινό τρόπο ζωής.
πηγή: ygeiamou