Το Στούντιο 4 υποδέχτηκε τον Δημήτρη Σκαρμούτσο, ο οποίος μίλησε για την δουλειά του και για τον φόβο του μήπως του συμβεί κάτι που τον οδήγησε να χάσει πολλά κιλά.
Δημήτρης Σκαρμούτσος: «Έγινα μάγειρας γιατί μου άρεσε η αναρχία που επικρατούσε στην κουζίνα».
«Παίρνω τέσσερα χάπια το βράδυ και δύο το πρωί. Για χοληστερίνη, πίεση, διάφορα. Φοβήθηκα για αυτό τα έκανα όλα αυτά αλλά τα χάπια παραμένουν. Το χάπι δεν φεύγει. Εγώ έχασα καμια 20αριά κιλά γιατί φοβήθηκα για εγκεφαλικό λόγω δουλειάς, στενοχώριας».
«Η χρονιά που πέρασε ήταν τρομερή για εμάς και τους εργαζόμενους. Παιδιά που είχα εγώ χρόνια μαζί μου και με κοιτούσαν και περίμεναν να ζήσουν οικογένειες από τη δική μου επιχείρηση ξαφνικά βρέθηκαν χωρίς να έχουν τίποτα, οπότε ήταν πολύ μεγάλο το άγχος. Ήταν μεγάλο βάρος και πίεση γιατί δεν ήξερα που θα πάει αυτό το πράγμα… Μεγαλώσαμε σε μία γενιά, που σου έλεγαν μην το δείχνεις… Το κουβαλώ αυτό το μην το δείχνεις». Είπε στη Νάνσυ Ζαμπέτογλου και τον Θανάση Αναγνωστόπουλο.
Ο λόγος που τον οδήγησε στην κουζίνα και στη σχολή μαγειρικής
«Έγινα μάγειρας γιατί ενώ δεν είχα ασχοληθεί ποτέ με την μαγειρική όταν μπήκα στην κουζίνα μου άρεσε πολύ η αναρχία που επικρατούσε. Πριν το σέρβις γινόταν ο κακός χαμός και μόλις έμπαιναν οι πελάτες γύριζε ο διακόπτης και υπήρχε μια τέλεια αρμονία για να βγει το φαγητό. Ξεκίνησα σαν σερβιτόρος και ένα βράδυ ήταν ένα τραπέζι που με έτρεχε πάρα πολύ και στην Καλιφόρνια δεν πληρωνόμασταν, πληρωνόμασταν από τα τιπς, ήταν το 17% υποχρεωτικό.
Και αφού με έτρεχε όλο το βράδυ ο τύπος φεύγει και μου αφήνει 2 δολάρια ενώ είχε κάνει λογαριασμό 400 δολάρια. Και βγήκα έξω να τον δείρω. Έρχεται τότε το αφεντικό μου και μου λέει πως αν ήθελα να μείνω εκεί να πάω να δουλέψω στην κουζίνα. Στην κουζίνα στην αρχή έπλενα πιάτα και έκλαιγα. Γύρναγα σπίτι και έκλαιγα από τον πόνο. Μετά με βάλανε προετοιμασία και μετά κουζίνα. Είχα πάει και σε σχολή μαγειρικής».
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα του ήταν δύσκολο να προσαρμοστεί
«Ήταν δύσκολο να προσαρμοστώ στην Ελλάδα μετά από 12 με 13 χρόνια. Έφυγα το ’80 και γύρισα το 2001. Ήταν τα χρόνια που άλλαξε η Ελλάδα πάρα πολύ. Τη δεύτερη μέρα που ήμουν στην Ελλάδα πάω να πιω έναν καφέ σε μια καφετέρια μέρα μεσημέρι και “έφαγα πόρτα”, δεν με βάλανε μέσα. Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει “τρώω πόρτα” και πάω να πιω ένα καφέ και μου λένε “είναι όλα τα τραπέζια κρατημένα”. Μα τους λέω “είναι μεσημέρι, είμαι μόνος μου, θα πιω έναν καφέ και θα φύγω”, “δε γίνεται” μου λέει “δε θα μπείτε” και μετά μου είπαν ότι “έφαγα πόρτα”…»
«Επίσης ο σωματότυπός μου και τα τατουάζ τότε δεν ήταν της μόδας, το 2001. Υπήρχαν άνθρωποι που άλλαζαν πεζοδρόμιο μόλις με έβλεπαν. Έμαθα από πολύ μικρός να μην κρίνω ανθρώπους από την εξωτερική τους εμφάνιση. Με στεναχωρούσε που το έκαναν οι άλλοι αλλά το ξεπερνούσα γρήγορα».