Η Έλενα Τοπαλίδου αναφέρθηκε στον πρόσφατο θάνατο του πατέρα της και τα συναισθήματα που βίωσε από την απώλειά του.
Μιλώντας στο περιοδικό «ΟΚ!», η ηθοποιός και χορεύτρια Έλενα Τοπαλίδου είπε σχετικά με την απώλεια του πατέρα της, πριν από λίγες ημέρες: «Χθες βράδυ είχα γύρισμα, 11 η ώρα τη νύχτα για ένα βιντεοκλίπ και δεν μπόρεσα να πω ‘δεν θα έρθω’. Μου είπαν ‘μήπως να μην έρθεις;’ και τους ρώτησα: ‘Να στείλω μια άλλη κοπέλα;’. ‘Όχι, δεν θα στείλεις, θα το κάνουμε μια άλλη μέρα’. Και λέω ‘δεν υπάρχει άλλη μέρα.
Αυτή είναι η μέρα που μπορώ να μείνω ξύπνια όλη νύχτα, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν μου έρχεται ο ύπνος’. Ξυπνάω και ξαναθυμάμαι τον μπαμπά μου. Έτσι όπως κινούμαι από τη Δευτέρα που ‘έφυγε’, πηγαίνω και ψάχνω σημάδια.
Τελικά πήγα και ήμουν μέσα στον κόσμο μου βέβαια αλλά πολύ πειθαρχημένη σε σχέση με τα ζητούμενα. Ήθελα μόνο να τελειώσει γρήγορα, γι’ αυτό ήμουν τρομερά διεκπεραιωτική, όμως έπρεπε να έχω και τη δημιουργικότητα.
Ήμουν εκεί με το ‘εργαλείο’ μου, όλο μου το σώμα, για να αντεπεξέλθει. Οπότε έτσι όπως ήταν και σκοτεινά, μπαίνει από το παράθυρο μια νυχτοπεταλούδα και έρχεται και κάθεται πάνω στο φουστάνι μου, που ήταν και άσπρο. Έκανα έτσι να τη διώξω και δεν έφευγε.
Και μετά πέταξε και κυκλοφορούσε μέσα στον χώρο. Και σκέφτηκα ότι αυτό ακόμη κι αν δεν ισχύει, μου έδωσε δύναμη εκείνη την ώρα. Και μετά, όταν τελειώσαμε, πάλι βυθίστηκα στη θλίψη μου και περπατούσα στον δρόμο εκεί, στο Γκάζι, και πήγαινα να γυρίσω στο αυτοκίνητό μου και έσερνα τα πόδια μου και έκλαιγα και έκλαιγα και ξαφνικά ακούω κάτι κοριτσίστικες φωνές: ‘Κυρία! Κυρία… Κυρία Έλενα!’.
Λέω ‘τι είναι αυτό μες στη νύχτα 2.30 η ώρα;’. Και έρχονται δύο υπέροχες μαθήτριές μου που πάρκαραν το αυτοκίνητό τους επειδή με είδαν να τρεκλίζω κάπως έτσι, ήρθαν να με αγκαλιάσουν και να μου πουν ‘σας αγαπάμε’.
Είναι πολύ ισχυρή η σχέση που έχω με όλα αυτά τα παιδιά, τους μαθητές μου. Και λέω ‘σαν να τις έστειλε κάποιος’…».
Σε ερώτηση αν θεωρεί όλα τα παραπάνω μεταφυσικά σημάδια, είπε: «Εντάξει, δεν έχει σημασία αν είναι ή δεν είναι. Σημασία έχει ότι εγώ ακουμπάω σε αυτά. Και χωρίς αυτά τα αισθήματα δεν μπορώ να ζήσω.
Δηλαδή τώρα σκέφτομαι ότι όλο τον χειμώνα επειδή μένουμε στο Παλαιό Φάληρο, θα πηγαίνω στη θάλασσα –ήμουν χειμερινή κολυμβήτρια μέχρι πριν από τον κορωνοϊό, δηλαδή Δεκέμβρη – Γενάρη κολυμπούσα– και είναι ένας λόγος παραπάνω να ψάχνω εκεί μέσα να τον βρω.
Γιατί ‘έφυγε’ εκεί κι εκείνος, μες στη θάλασσα… Δεν μπορούσε να περπατήσει πλέον καλά αλλά στη θάλασσα μάλλον ελευθερωνόταν το κορμάκι του. Την αγαπούσε πάρα πολύ και πήγε βαθιά και η μαμά μου ανησυχούσε αλλά εκείνος πήγε πολύ βαθιά.
Ο πατέρας μου ήταν πάντα ένας άνθρωπος που δύσκολα έβγαζε κουβέντα για τον εαυτό του. Ήταν σπουδαίος φαρμακοποιός, τον λάτρευαν όλοι. Ήταν το δεύτερο φαρμακείο που άνοιξε στο Χαλάνδρι ο Νίκος Τοπαλίδης, ο μπαμπάς του.
Αλλά μια πολύ κακή οικογενειακή συγκυρία τον απέκλεισε από το φαρμακείο του. Και από τη μια στιγμή στην άλλη, πολύ ξαφνικά, έμεινε σπίτι, συνταξιούχος και άρχισε να κάθεται στην πολυθρόνα. Γεμάτος θυμό και θλίψη και ούτε ζητούσε βοήθεια.
Τον τελευταίο χρόνο είχε βαρύνει πάρα πολύ, σαν να μην ήθελε άλλο. Έτσι το καταλαβαίνω κι εγώ και η αδελφή μου. Μας έχουν φάει οι ενοχές αλλά οι ενοχές είναι επίπλαστα πράγματα και δεν βοηθούν.
Θα μπορούσα να τον είχα ταρακουνήσει, όμως υπήρχε πάντα ένα κόμπιασμα στην επικοινωνία, παρ’ όλο που η αγάπη ήταν απέραντη και αυτό ήταν αναγνωρισμένο μες στην οικογένειά μας. Δεν είχαμε απωθημένα καθόλου».
Πηγή: «ΟΚ!»