Διπλή συνέντευξη -και μας κάνει εντύπωση, ακριβώς διότι δεν μιλάει τόσο συχνά- για την Ελένη Ράντου. Αφενός στη φίλη της Λένα Αρώνη, στην ΕΡΤ, αφετέρου σ’ εβδομαδιαίο ένθετο εφημερίδας.
“Να μου το πείτε να φύγω”
Ρεζουμέ; Το Λενάκι της καρδιάς όλης της Ελλάδας, καταρχάς, όπως είπε στη Λένα, έχει κουραστεί να μιλάει για τον γάμο και την όλη σχέση της, γενικά και ειδικά “με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου”. Επειδή, δε, γνωρίζει πως έχει μεγαλώσει και προφανώς συλλογίζεται ότι κάποιοι γίνονται…ρόμπα με τα καμώματά τους στο σανίδι -το θεατρικό- λέει ευθέως: “Αν κουράζω, όταν κουράσω, να μου το πείτε, να πάω σπίτι μου”. Η Λένα, βέβαια, σε αυτήν την ερώτηση, της είπε: “Το αντίθετο”. Και ασφαλώς το εννοούσε. Γιατί η Ελένη είναι η χαρά της ζωής.
Μέρος δεύτερο, όμως και πάμε στην έντυπη συνέντευξή της. “Κάθε χρόνο λέω «Φέτος είναι η τελευταία φορά που παίζεις», «Δεν έχεις κάτι άλλο να δώσεις», «Έχεις κλείσει τον κύκλο σου» και κάθε χρόνο ανεβαίνω στη σκηνή μ’ αυτή την καινούρια τρελή επιθυμία. Και το κάνω πολλά χρόνια αυτό, πάνω από δέκα.”
Η φυγή -τελικά
“Νιώθω ότι ανά πάσα στιγμή μπορώ να φύγω. Δεν ξέρω αν έχεις παρατηρήσει κάτι: Όλα μου τα έργα έχουν μια βαλίτσα. Αυτό δεν γίνεται τυχαία. Έχω την ανάγκη να νιώθω ότι μέσα σε αυτή τη βαλίτσα μπορώ να μαζέψω όλη μου τη ζωή και να εξαφανιστώ. Ακόμη και στο σπίτι μου, υπάρχουν δύο βαλίτσες διακοσμητικές. Κάποιες φορές λέω ότι θα πάω να ζήσω στα Χανιά κι άλλες στην Αγγλία και εκεί θα φτιάξω μια καινούρια ζωή και θα είμαι ξανά 20 χρόνων. Ειδικά παλαιότερα, πίστευα ότι θα ’ρθει η μέρα που θα εξαφανιστώ. Από το σπίτι μου, τον άντρα μου, το παιδί μου, το θέατρο, απ’ όλα. Ότι εκείνοι θα με ψάχνουν κι εγώ θα κάνω μια δεύτερη ζωή κάπου πολύ μακριά.”
Μάλιστα, όπως τονίζει : “Έχω από μικρή τάσεις φυγής. Η αίσθηση ότι έχω αφιερώσει τριάντα χρόνια από τη ζωή μου εκεί πάνω (σ.σ. δείχνει τη σκηνή) μου φέρνει πανικό. Και ότι μπορεί να είναι και τα επόμενα είκοσι έτσι.
Οπότε φτιάχνω αυτή την ωραία διαφυγή με τη βαλίτσα, αυτή την «παραμύθα». Βαθιά μέσα μου ξέρω ότι δεν μπορώ να εγκαταλείψω τίποτα. Ούτε τον άντρα μου, ούτε το παιδί μου, ούτε καν το Διάνα, στο οποίο ήρθα για δυο-τρία χρόνια και έμεινα είκοσι.”