Σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση προχώρησε η Ελένη Τσαλιγοπούλου.
Η δημοφιλής τραγουδίστρια Ελένη Τσαλιγοπούλου παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα «Αυγή» και αναφέρθηκε στην καριέρα της και στις δυσκολίες που συνάντησε.
Η νύχτα, τα ξενύχτια σε παίδεψαν;
Η νύχτα έχει τη φθορά. Η δική μου η γενιά τη βίωσε αυτή τη φθορά. Εγώ ξεκίνησα να τραγουδάω το 1985, οπότε ήμουν ακριβώς εκείνη τη χρονιά που είχε βγει ο υπουργός και είχε πει μέχρι τις 3 στα μαγαζιά. Το 1986-87 ήρθα στην Αθήνα και δεν μπήκα στη βαριά νύχτα και στο ξενύχτι. Πολύ γρήγορα διαμορφώθηκε αυτό που λέμε η έντεχνη γενιά και οι μουσικές σκηνές. Δεν θα ξεχάσω ότι στις εταιρίες κανείς δεν μου είχε πει τι να κάνω και πάντα περίμεναν από εμάς το υλικό και ήταν χαρούμενοι που υπήρχε μια τέτοια μεγάλη παρέα με νέους ανθρώπους που είχαν να πουν κάτι. Περίμεναν και πανηγύριζαν το αποτέλεσμά μας.
Ως γυναίκα, λοιπόν, δεν έχεις δυσκολευτεί όλα αυτά τα χρόνια;
Ως γυναίκα απλά με όλα αυτά ξέχασα πώς να είμαι μάνα, ξέχασα πώς να είμαι γυναίκα. Αυτό κυρίως. Γιατί εκείνα τα χρόνια από το 1990 μέχρι το 2005 δουλεύαμε. Live χειμώνα – καλοκαίρι. Η σεζόν ξεκινούσε Νοέμβριο και τελείωνε Μάιο. Πολλή δουλειά. Η φθορά ήταν τρομακτική. Όσο περνούσαν τα χρόνια και σταματούσε η δισκογραφία, η φθορά ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Ήρθε η κρίση και έβαλε σε μια πιο λογική κατάσταση τη νύχτα. Πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχε αυτό με το live κάθε μέρα. Πουθενά.
Η περίοδος αυτή της τόσο εντατικοποιημένης δουλειάς σού άφησε ενοχές και τύψεις;
Εννοείται. Χρειάστηκε να κάνω ανάλυση. Κόντεψα να χάσω το παιδί μου, έχασα τη σχέση μου. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ. Ξεχνάς ένα κομμάτι σου. Που είναι το ανθρώπινο κομμάτι. Κάποια στιγμή είπα ‘φτάνει’. Τέρμα το τηλέφωνο. Να, δεν χτυπάει το τηλέφωνο. Τέρμα. Έχω τη δική μου ζωή. Τον δικό μου τρόπο. Και τα έφερα όλα. Γίνεται και αλλιώς.
Αλλά είναι και αυτό που λέμε η ηλικία των 40. Κάτι γίνεται εκεί και για τους άντρες και για τις γυναίκες. Είναι τυραννία μέχρι να φτάσεις εκεί. Γιατί δεν ξέρεις πώς. Είναι οι γονείς, ο στενός κύκλος, τι είναι πρέπει, τι είναι θέλω. Όλα αυτά στο κεφάλι μας και στην καρδιά αποκτούν άλλες διαστάσεις. Μέχρι να ξεπεράσουμε τα πρέπει και να βρούμε το δικό μας θέλω, περνάει ο χρόνος.