Κουρής-Τοπαλίδου:Στα δικαστήρια για το διαζύγιο
Κόντρα στα δημοσιεύματα που ήθελαν να βάζουν στην σχέση τους νέα θεμέλια και να “παγώνουν” το διαζύγιο, εμείς μαθαίνουμε δυστυχώς ακριβώς το αντίθετο για τον ηθοποιό Νίκο Κουρή και την […]
9 Νοεμβρίου 2021 14:03
Η άρθρωση του ώμου (γληνοβραχιόνια άρθρωση) σχηματίζεται από την κεφαλή του βραχιονίου και την περιοχή της ωμοπλάτης που ονομάζεται ωμογλήνη. Οι δύο αυτές επιφάνειες βρίσκονται σε μία αντικριστή θέση για να επιτυγχάνεται μία ομαλή κίνηση, παρόμοια με τα οστά του μηρού και της κνήμης στο γόνατο, ενώ περιβάλλονται από διάφορες δομές όπως ο αρθρικός θύλακος, σύνδεσμοι, τένοντες και μύες που τις συγκρατούν. Ο ώμος είναι η άρθρωση που εκτελεί το μεγαλύτερο εύρος κινήσεων στο ανθρώπινο σώμα και είναι αρκετά επιρρεπής σε τραυματισμούς.
Με τον όρο εξάρθρημα αναφερόμαστε στην κατάσταση κατά την οποία η κεφαλή του βραχιονίου χάνει την ομαλή σχέση της με την ωμογλήνη και μετακινείται εκτός της αρθρικής επιφανείας αυτής. Πιο συνηθέστερο είναι το πρόσθιο εξάρθρημα, δηλαδή η πρόσθια μετακίνηση της κεφαλής του βραχιονίου εκτός άρθρωσης και λιγότερο συχνό το οπίσθιο και το κάτω εξάρθρημα.
Συμβαίνει μετά από ένα βίαιο τραυματισμό και αποτελεί επείγουσα κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα με ανάταξη του εξαρθρήματος και επιστροφή της κεφαλής του βραχιονίου στη θέση της. Κάποιες φορές μπορεί να βγει μερικώς εκτός άρθρωσης και να επιστρέψει αυτόματα, πάθηση που ονομάζουμε υπερξάρθρημα του ώμου. Μετά την ανάταξη ο ασθενής θα χρειαστεί να ακινητοποιήσει τον ώμο του για 2-3 εβδομάδες με έναν απλό φάκελο-ανάρτηση για να γίνει η αρχική επούλωση των ιστών ενώ η επιστροφή σε κινήσεις μεγαλύτερου εύρους θα γίνει σταδιακά.
Όταν εξαρθρώνεται ο ώμος πάντα συμβαίνει και τραυματισμός στα ανατομικά του στοιχεία. Αυτός αφορά στον επιχείλιο χόνδρο της ωμογλήνης (βλάβη bankart) και τον αρθρικό θύλακο που παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στη σταθερότητα της άρθρωσης, καθώς επίσης μπορεί να συνυπάρχει και κάταγμα σε κάποιο τμήμα της κεφαλής (Hill-Sachs) ή της ωμογλήνης (bony bankart) ή ακόμα και τραυματισμός στους τένοντες του ώμου. Η διερεύνηση γίνεται με την κλινική εξέταση και απεικονιστικά με ακτινογραφίες, μαγνητική και αξονική τομογραφία κατά περίπτωση.
Πρόκειται για το αποτέλεσμα στο οποίο οδηγείται ο ασθενής μετά από ένα εξάρθρημα με σημαντικές αρχικές βλάβες ή επαναλαμβανόμενα μελλοντικά εξαρθρήματα. Αν η αρχική αντιμετώπιση δεν είναι σωστή και έγκαιρη μετά το πρώτο επεισόδιο, τότε είναι πολύ πιθανή η υποτροπή του εξαρθρήματος και το πρόβλημα θα γίνει χρόνιο δημιουργώντας μία τάση στον ώμο να εξαρθρώνεται με απλές κινήσεις όπως το να πιάσουμε ένα αντικείμενο από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μας, κατά τις αθλητικές δραστηριότητες ή ακόμα και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Κάθε επιπλέον εξάρθρημα δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο που προκαλεί περαιτέρω βλάβες στους ιστούς και στον χόνδρο της άρθρωσης. Τελικώς ο ασθενής νιώθει πόνο κατά την κίνηση, αίσθημα φόβου ότι θα του ξαναβγεί ο ώμος και αδυναμία εκτέλεσης πολλών καθημερινών κινήσεων.
Το κατάλληλο θεραπευτικό πλάνο θα πρέπει να εξατομικεύεται από τον ειδικό Χειρουργό Ώμου ανάλογα με την ηλικία, τις συνοδές ανατομικές βλάβες που έχουν προκύψει και το επίπεδο δραστηριότητας του κάθε ασθενούς. Συνολικά όσο πιο νέος είναι ο ασθενής και έχει μεγαλύτερο επίπεδο δραστηριότητας τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες μελλοντικών εξαρθρημάτων και αστάθειας σε ποσοστό που μπορεί να υπερβεί το 90% σε νέους αθλητές. Από την άλλη σε μεγαλύτερες ηλικίες παρατηρούνται και αυξημένα ποσοστά ρήξης στους τένοντες του ώμου κατά τον αρχικό τραυματισμό.
Η συντηρητική αντιμετώπιση του πρώτου εξαρθρήματος αφορά σε φυσικοθεραπείες, μυϊκή ενδυνάμωση καθώς και περιορισμό αθλητικών δραστηριοτήτων, έντονης χειρωνακτικής εργασίας και ακραίων κινήσεων με σκοπό να μειωθούν οι πιθανότητες μελλοντικής υποτροπής.
Η τελική αντιμετώπιση της αστάθειας είναι πάντα χειρουργική, ενώ οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση έχει σημαντικά ποσοστά αποτυχίας. Η χειρουργική αντιμετώπιση επίσης προτείνεται και από το πρώτο επεισόδιο εξαρθρήματος ειδικά σε νεότερους και πιο δραστήριους ασθενείς για να μηδενιστεί πρακτικά η πιθανότητα μελλοντικής αστάθειας και δυσλειτουργίας της άρθρωσης που θα προκύψει. Πραγματοποιείται με πράξεις ελάχιστης επεμβατικότητας (αρθροσκόπηση ώμου) όπου θα γίνει πλήρης αποκατάσταση των ανατομικών βλαβών όπως η συρραφή του επιχειλίου χόνδρου, η σταθεροποίηση των μαλακών μορίων και η αποκατάσταση των οστικών ελλειμμάτων.
Συνολικά θα λέγαμε ότι η αντιμετώπιση του εξαρθρήματος και της αστάθειας ώμου πρέπει να είναι πολύπλευρη και εξατομικευμένη για κάθε ασθενή ακολουθώντας διεθνή πρωτόκολλα και αλγόριθμους με στόχο την πλήρη επαναφορά του ασθενούς στη φυσιολογική του ζωή χωρίς περιορισμούς.