Βαρύ πένθος για την Ευρυδίκη και τον σύζυγό της Μπομπ Κατσιώνη, καθώς πέθανε ο πατέρας του σε ηλικία 71 ετών.
Ευρυδίκη – Μπομπ Κατσιώνης: δύσκολες ώρες για το ζευγάρι.
Ο Μπομπ Κατσιώνης ορμώμενος από τις δύσκολες αυτές ώρες έγραψε μια μακροσκελή ανάρτηση στο Facebook, περιγράφοντας της τελευταίες ημέρες του αγαπημένου του πατέρα.
«Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά, με τις ανακοινώσεις θανάτων στο Facebook. “Καταλάβαινα” (η νόμιζα ότι καταλάβαινα) τον πόνο κάποιου κ την ανάγκη να το μοιραστεί. Αλλά δε μου τα έσκαγε καλά η ιδέα κάτι τόσο σημαντικό να στοιβαχτεί ανάμεσα σε posts με ξέκ#λα και γνωμάρες για εμβόλια κλπ.
Παρ΄όλα αυτά, αποφάσισα να το κάνω, πρώτον γιατί το μυαλό μου πάει να σπάσει από τις σκέψεις, δεύτερον, δε θα άντεχα να κάνω το επόμενό μου post για το οτιδήποτε. Λες και δεν συνέβηκε ποτέ και, τρίτο και σημαντικότερο, μήπως στο τέλος αφήσει και ένα μικρό μήνυμα που θα σας βοηθήσει σε κάτι. Και ας χαλάσουμε και λίγο το “perfect life profile” που πασχίζουμε όλοι να δείξουμε εδώ μέσα καθημερινά. Χαλάλι.
Προχθές λοιπόν το βράδυ της 1ης Ιουλίου,σε μια από τις πιο ζεστές και ανυπόφορες μέρες των τελευταίων ετών. Σε μια από τις πιο δύσκολες μέρες μου, που πέρασα 15 ώρες να γυρίζω ΔΥΟ βιντεοκλιπ σε μία μέρα από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα… …ο Μιχαλάρας, μας “άφησε”, λίγο μετά τα 71 του.
Όταν στα 17 μου έπρεπε να δώσω Πανελλήνιες, ήρθε κ με ρώτησε “ρε ψηλέ, ο γιος του τάδε θα δώσει κάτι εξετάσεις, εσύ τι θα κάνεις, έχεις σκεφτεί;”. Και εγώ του είπα τότε “Πατέρα, εγώ θα γίνω μουσικός”. “Καλά” μου είπε. Μπορεί άμα ήταν πιο “μορφωμένος” να μου πρότεινε ένα άλλο μέλλον, μια άλλη σχολή,μια άλλη επιλογή, να το συζητούσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι, και τέτοια “πολιτισμένα”. Είπε όμως το πιο σωστό που θα μπορούσε να μου πει, γιατί εκείνη τη στιγμή μου χάρισε ένα μέλλον που δεν θα μπορούσα καν να είχα ονειρευτεί.
Ο Μιχαλάρας, λοιπόν, πάντα ήταν αυτός που κάθε μα κάθε μέρα μας έπαιρνε τηλέφωνο και εμένα κ την αδερφή μου, εγώ ήμουν λίγο πιο “δυσεύρετος” βέβαια. Μπράβο μου. Ωραίος,ε; Μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο πέρυσι,αυτό άλλαξε, σήκωνα σχεδόν πάντα τα τηλέφωνα.
Έκλεινα το τηλέφωνο και πάντα έβλεπα την διάρκεια της κλήσης… “1:47”, “2:05” και σκεφτόμουν, “ωραίος, τόσα λεπτά του έδωσα σήμερα, καλός μ*λάκας είμαι”. Αλλά ήξερα ότι θα έχω πάντα ένα επόμενο τηλεφώνημα.
Την Δευτέρα 28 μιλήσαμε 5 λεπτά, ήταν μια χαρά. Ήθελε να τελειώσει τον τοίχο,του είπα “κόψε τις μ*λακιες πατέρα με τους 40 βαθμούς”. Και την Τρίτη 29 έχασα μια κλήση του.
Δυο μέρες μετά άφησε την τελευταία του πνοή την ώρα που εγώ δούλευα πυρετωδώς, χωρίς να πάρει κανέναν μας. Δεν ήθελε, δεν πρόλαβε…ποιος ξέρει.
Δεν θέλω να σας πω πως νιώθω για εκείνη την κλήση που έχασα, είναι ένα φορτίο που θα κουβαλάω. Δεν ξέρω πόσο θα ελαφρύνει με τον καιρό, αλλά δεν θέλω να το κουβαλήσει κανένας άλλος. Και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος αυτού του κειμένου».