Φυσικό ταλέντο, που διέπρεψε στο ελληνικό θέαμα πάνω από μισό αιώνα, ο Γιάννης Γκιωνάκης ανήκει στη γενιά των μεγάλων κωμικών της χώρας, παρότι περιορίστηκε σε δυο κυρίως χαρακτήρες.
Αρχικά σε εκείνον του ανεπανάληπτου αγαθού κουτεντέ και στη συνέχεια -ως πρωταγωνιστής πλέον- σε αυτόν του νευρικού, παράξενου, φωνακλά, με κάποιες αξιόλογες και διαφορετικές στάσεις ανάμεσα, όπως στα φιλμ “Τρίτη και 13” και “Δέκα Μέρες στο Παρίσι”.
Ο Γκιωνάκης, όπως αναφέρει σε αφιέρωμά του το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ανήκει στην κατηγορία των πρωταγωνιστών που τον προτιμούμε για τους δεύτερους ρόλους που έπαιξε στον κινηματογράφο, στα πρώτα χρόνια της πορείας του, καθώς ίσως είναι ο μοναδικός Έλληνας ηθοποιός που μέσα σε λίγα λεπτά δημιούργησε έναν τεράστιο κρατήρα γέλιου και κατέκτησε την καρδιά όλων των Ελλήνων, από την εκρηκτικά ξεκαρδιστική ερμηνεία του ως Μπρίλης στην κλασική κωμωδία “Τα Κίτρινα Γάντια”.
Όμως, ο Γκιωνάκης, που χάσαμε πριν είκοσι χρόνια και σήμερα συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του (18 Σεπτεμβρίου 1922), εκτός από σημαντικός ερμηνευτής της λαϊκής κωμωδίας, της επιθεώρησης και βασικός εκπρόσωπος των έργων του Δημήτρη Ψαθά, έδωσε το υποκριτικό του στίγμα και μέσα από κλασικά έργα ρεπερτορίου, ενώ το εκτός των ορίων, αδιαμφισβήτητο, πάθος του για τις γυναίκες, θα τον φέρει αντιμέτωπο και με τη Δικαιοσύνη, με την “υπόθεση Κοζανιτά”.
Ο Γκιωνάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18 Σεπτεμβρίου του 1922. Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, με την αδελφή του να είναι το ήσυχο παιδί της οικογένειας, “γαλλικά και πιάνο” και τον ίδιο να είναι ο πρωταγωνιστής στην αταξία. Από έφηβος ακόμη, έδειχνε ότι θα ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, που ήταν γιατρός. Πράγματι, μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά την παράτησε μετά από τέσσερα χρόνια.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘40, διασκεδάζοντας με την παρέα του, έδινε ένα πρόωρο ρεσιτάλ, με αστείες γκριμάτσες, μιμήσεις και άλλα κωμικά παιχνίδια, τραβώντας το ενδιαφέρον του Αλέκου Σακελλάριου, ο οποίος τον ρώτησε αν είχε σκεφτεί να γίνει ηθοποιός.
Εκείνος του απάντησε αρνητικά, αλλά λίγο καιρό μετά, όταν έκλεισε η Σχολή του λόγω του Πολέμου, το πήρε απόφαση και εγκατέλειψε την Ιατρική για να φοιτήσει στη σχολή του Καρόλου Κουν και στο Ελληνικό Ωδείο.
Το περίεργο, για την εποχή ήταν ότι οι γονείς του δεν αντέδρασαν στην απόφασή του να ασχοληθεί με την υποκριτική, ενώ για πρώτη φορά ανέβηκε στο σανίδι στην παράσταση “Ο Τελευταίος ασπροκόρακας”, στο ιστορικό Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Ο Γκιωνάκης, ήταν αυτοδίδακτος μουσικός και χορευτής, μαθαίνοντας μόνος του να παίζει πιάνο και να χορεύει κλακέτες, κάτι που θα τον βοηθήσει καθοριστικά στην καριέρα του. Και αυτό φάνηκε όταν μπήκε με φούρια το 1945 στην επιθεώρηση, το είδος που λάτρευε και απογείωσε τη σταδιοδρομία του.
Παρότι έπαιξε σε δεκάδες επιθεωρήσεις και κωμωδίες, πολλές απ’ τις οποίες ήταν του Δημήτρη Ψαθά, ειδικά όταν συνέστησε το δικό του θίασο το 1959, ο Γκιωνάκης πρωταγωνίστησε και σε πλήθος θεατρικών έργων των μεγαλύτερων ξένων δραματουργών, από Μολιέρο μέχρι Μαγιακόφσκι. Πολλές απ’ τις ελληνικές κωμωδίες, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, θα μεταφερθούν στη συνέχεια στον κινηματογράφο.
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο θα το κάνει το 1946 στην ταινία του Σακελλάριου “Παπούτσι από τον Τόπο σου”. Τη δεκαετία του ‘50 θα παίξει σε αρκετές ταινίες δεύτερους ρόλους ή ως συμπρωταγωνιστής, με πιο χαρακτηριστική τη μουσική κομεντί “Αδέκαροι Ερωτευμένοι” δίπλα στους εξπέρ του είδους Κούλη Στολίγκα, Νίκο Ρίζο και Σπεράντζα Βρανά.
Η δεκαετία του ‘60 θα μπει θριαμβευτικά όταν θα πάρει το αθάνατο ρόλο του Μπρίλη, στην κωμωδία του Σακελλάριου “Τα Κίτρινα Γάντια”, με πρωταγωνιστή τον έξοχο Νίκο Σταυρίδη. Το ξεκαρδιστικό ρεσιτάλ που δίνει εκείνα τα λίγα λεπτά της εμφάνισής του, σωματοποιώντας τον χαρακτήρα του “χαζούλη του χωριού” με τόση πειστικότητα, εκμεταλλευόμενος τις απίθανες ατάκες που του είχαν γράψει ο σκηνοθέτης μαζί με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, θα τον κάνουν σε χρόνο ρεκόρ τον αγαπημένο κωμικό όλων των Ελλήνων.
Έτσι, μετά τον θρίαμβό του ως Μπρίλης, θα αρχίσει να παίρνει μεγαλύτερους ρόλους, αλλά για αρκετά χρόνια δεν εγκατέλειψε τους μικρούς δυνατούς ρόλους, που του έδιναν την άνεση να δείχνει το ταλέντο του και στο τέλος να κλέβει τις εντυπώσεις από τους πρωταγωνιστές, ακόμη και αν μιλάμε για κορυφαίους ηθοποιούς ή αδιαμφισβήτητους πρωταγωνιστές. Όπως στην ρομαντική κωμωδία “Η Αλίκη στο Ναυτικό”, στην κωμωδία “Κορόιδο Γαμπρέ” ή στην αξιοπρόσεκτη κομεντί “Η Νύφη το Έσκασε”, με την Τζένη Καρέζη.
Το 1963 θα πρωταγωνιστήσει στην γνωστή κωμωδία “Τρίτη και 13” δίπλα στον προληπτικό Σταυρίδη, ενώ το 1964, ανάμεσα στις δέκα ταινίες που έπαιξε εκείνη τη χρονιά, θα συμπρωταγωνιστήσει και πάλι με τον Σταυρίδη, με τον οποίο έφτιαξαν ένα ωραίο κινηματογραφικό ζευγάρι, στην κωμωδία “Κόσμος και Κοσμάκης”, στο ρόλο ενός απατεώνα. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 ο Γκιωνάκης θα αλλάξει πίστα, αρχίζοντας να παίζει σε ταινίες που βασίζονται απάνω του. Η μεγαλύτερη επιτυχία του, θα είναι η κωμική σάτιρα “Ο Αχόρταγος”, μια προχειροφτιαγμένη ταινία, σε σκηνοθεσία Ντίμη Δαδήρα, αλλά βασισμένη στο ομώνυμο εξαίρετο θεατρικό έργο του Ψαθά και με έναν Γκιωνάκη, χωρίς να αποφεύγει τις υπερβολές, να είναι αρκετά καλός στον ρόλο του άπληστου ζαμανφουτίστα. Τελευταία του μεγάλη επιτυχία θα σταθεί και η κωμωδία “Η Ωραία του Κουρέα”, ενώ πλέον έχει περάσει στη μανιέρα του παράξενου, φωνακλά “Το Στραβόξυλο”, “Η Αδελφή μου Θέλει Ξύλο”, “Η Κρεβατομουρμούρα”, “Ο Ξεροκέφαλος” κ.ά.
Ο Γκιωνάκης, που έπαιξε συνολικά σε 117 ταινίες, θα καταπιαστεί και με τις βιντεοταινίες, προλαβαίνοντας να εμφανιστεί σε πάνω από 30 απ’ αυτές, πιστεύοντας -εσφαλμένως- ότι θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν με επιτυχία την κινηματογραφική παραγωγή.
Στην προσωπική του ζωή κυριάρχησαν οι γυναίκες. Παθιασμένος γυναικάς, παρότι παντρεύτηκε μία φορά το 1957, την “αγαπημένη” του Ζέτα, και του χάρισε δυο κόρες, ο Γκιωνάκης, δεν σταμάτησε ποτέ να ξενοκοιτά. Όπως θα έλεγε αργότερα η κόρη του και ηθοποιός Πωλίνα Γκιωνάκη «ήταν ένας άπιστος σύζυγος και δεν ήξερε καν να το καλύψει». Τον Οκτώβριο του 1984, θα συλληφθεί γιατί πυροβόλησε τρεις φορές την τότε ερωτική του σύντροφο Αφροδίτη Κοζανιτά, στο σπίτι της στο Καστρί, γιατί του ζήτησε να χωρίσουν.
Θα συλληφθεί, θα προφυλακιστεί και θα καθίσει στο εδώλιο, με την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Το περιστατικό, φυσικά, θα γίνει πρωτοσέλιδο, οι φήμες θα δώσουν και θα πάρουν, θα εξάψει τη φαντασία του κοινού.
Ουδείς ακριβώς γνωρίζει τι συνέβη εκείνη τη βραδιά στο Καστρί, αλλά το σίγουρο είναι ότι η παθούσα θα καταθέσει στο δικαστήριο ότι ο Γκιωνάκης δεν είχε πρόθεση να τη σκοτώσει. Ο δημοφιλής πρωταγωνιστής θα εξαγοράσει την ποινή των 15 μηνών φυλάκισης, αλλά, αυτοί που τον γνώριζαν καλά, είπαν ότι δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει αυτό το χτύπημα, σε συνδυασμό και με τον σακχαρώδη διαβήτη, απ’ τον οποίο έπασχε και του προκαλούσε συνεχώς προβλήματα.
Παρά ταύτα, θα συνεχίσει να ανεβαίνει στο σανίδι, να παίζει σε βιντεοταινίες, να επανεκτιμά τη ζωή του, την οικογένειά του, τις κόρες του, τις εγγονές του.
Η υγεία του Γκιωνάκη θα επιβαρυνθεί από τον σακχαρώδη διαβήτη και το 1998 θα υποστεί το πρώτο του σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του θα τα περάσει κατάκοιτος, λόγω των εγκεφαλικών επεισοδίων που υπέστη, αλλά και τον ακρωτηριασμό τού ποδιού του.
Θα πεθάνει στις 25 Αυγούστου του 2002 και θα κηδευτεί στο Α’ Νεκροταφείο παρουσία πολλών συναδέλφων του και πλήθος κόσμου.
Στα τελευταία του, όταν κάποιοι “πειραχτικά” τον ρωτούσαν για τη φήμη του γυναικοκατακτητή που είχε, εκείνος πάντα έλεγε ότι η μεγάλη του ερωμένη θα είναι πάντα “η σκηνή”. Ήταν αυτό που του έλειπε. Η μυρωδιά της, τα φώτα, το χειροκρότημα και φυσικά το γέλιο, σαν το δικό του, μέχρι τα αυτιά…