Στο περιοδικό “Λοιπόν” και τη Ρενέ Σαραντινού έδωσε συνέντευξη ο Γιάννης Καπετάνιος, ο οποίος πραγματικά συγκλόνισε με τις αποκαλύψεις που έκανε για τις δύσκολες οικονομικά στιγμές που έχει περάσει.
Σου έχει συμβεί στο παρελθόν να χρειαστεί να παραμείνεις, για κάποιο λόγο, τόσο πολύ καιρό μέσα στο σπίτι σου;
Ναι, έπειτα από λήξη θεατρικής σεζόν πρόωρα το είχα ξαναπεράσει αυτό. Τότε είχα φτιάξει το σπίτι, τις βιβλιοθήκες, την αποθήκη μου, είχα ταξινομήσει τα θεατρικά μου, τα συγγράμματά μου. Αυτό που περνάω τώρα το έχω ξαναπεράσει σχεδόν 10 χρόνια πριν.
Πόσο καιρό έμεινες τότε μέσα στο σπίτι και για ποιο λόγο;
Είχα μείνει μέσα στα σπίτι, τότε, δύο μήνες. Έβγαινα ελάχιστα, ζούσα την ανάλογη κατάσταση που ζούμε όλοι τώρα. Πού να πήγαινα, δεν είχα να κάνω κάτι ξεχωριστό, μόνο καμιά παράσταση πήγαινα να δω. Η έλλειψη χρημάτων και διάθεσης μ’ έκανε τότε να μη βγαίνω από το σπίτι. Άμα δεν έχεις λεφτά, πού θα πας; Κάθεσαι μέσα. Μου έχει συμβεί πολλές φορές να μένω στο σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω του ότι δεν είχα χρήματα. Έχω προ-εκπαιδευτεί σε αυτό που συμβαίνει τώρα, στην κλεισούρα, στην αφραγκία, στην αφαγία… Έχω κάνει καλή εκπαίδευση. Έτσι είναι η φύση της δουλειάς μας. Ο ηθοποιός από τα πρώτα χρόνια του εκπαιδεύεται καταδρομέας, να αντέχει σε οποιεσδήποτε συνθήκες.
Έχεις εκπαιδευτεί στην… πείνα;
Ναι, αφού υπήρχαν εβδομάδες τότε που ήμουν στο Θέατρο Τέχνης, όπου δεν είχα ούτε ψωμί ν’ αγοράσω, κι έτρωγα σύκα που είχα φέρει από το χωριό, μαζί με νερό, έτσι φούσκωνα και… εντάξει, ξεχνούσα την πείνα μου. Θυμάμαι μια φορά… πεινούσα πολύ, ήμουν στο Θέατρο Τέχνης κι έτρωγε ο Τάκης Παπαματθαίου σουβλάκι και μου είπε: «Θέλεις να σε κεράσω;». Εγώ ντρεπόμουν και δεν ήθελα να με κεράσει, τότε του απάντησα: «Όχι, έχω φάει» κι είχα να φάω δύο μέρες. Δεν ξεχνιούνται αυτά… Οι καινούργιοι ηθοποιοί έχουν μάθει στην καλοπέραση, εμείς είμαστε παλιά γενιά, πλέον. Έχουμε μπει σε άλλη κλίμακα και… παράγραφο.
Είχες δύο μέρες να βάλεις μπουκιά στο στόμα σου;
Ακριβώς. Μάλιστα, τότε που ήμουν στη Φρυνίχου, με είχε συμπαθήσει ο κυρ-Θανάσης, ο οποίος έφτιαχνε κρέμες και ρυζόγαλα και μου κρατούσε από τα καζάνια τα υπολείμματα, τα οποία έβαζε σε μπολάκια, για να περάσω να τα πάρω και να τα φάω. Ήμουν μόνος μου και τότε δουλεύαμε από τις 10 το πρωί στο Θέατρο Τέχνης, μετά πήγαινα στη σχολή κι έπειτα γύριζα πάλι στη Φρυνίχου, όπου φεύγαμε το βράδυ, πού να προλάβω να φάω, μήπως και είχα να φάω; Ευτυχώς, μου είχε σε μπολάκια ο άνθρωπος αυτός ό,τι περίσσευε από τις κρέμες και τα ρυζόγαλα κι έτρωγα κάτι… Ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος, το μαγαζί έχει κλείσει τώρα… Δεν ξέρω αν ζει…