Στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα και στον Δημήτρη Δανίκα μίλησε ο πρώην δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης με αφορμή και την κυκλοφορία του βιβλίου του «Εξήντα χρόνια τρύγος»
-Ποιο κρασί προτιμάς απ’ όλα τα δικά σου;
«Προτιμώ το Ράμνιστα και το Διάπορος. Κόκκινα και τα δύο. Προτιμώ τα κόκκινα κρασιά. Υπ’ όψιν δεν πίνω, απλώς τα δοκιμάζω πάντα».
-Γιατί δεν πίνεις;
«Είμαι αλκοολικός και είμαι καθαρός από το 1991».
-Κανένα από τα δύο κρασιά δεν μπορώ να βρω. Δεν τα έχω δει πουθενά.
«Βρίσκονται σε κάβες και τα δύο. Είναι μειωμένης παραγωγής και τα σούπερ μάρκετ δεν τα βάζουν».
-Και για την Πρωτοχρονιά τι συνιστάς;
«Επειδή τα γεύματα της Πρωτοχρονιάς είναι συνήθως πλούσια και λιπαρά, θα πρότεινα ένα πιο χοντρό, όπως είναι οι Δύο Ελιές, ένα κρασί που αρέσει και σε μένα».
-Από τους ανταγωνιστές ποιους προτείνεις;
«Τον Βαγγέλη Γεροβασιλείου που μαζί με τη Βιβλία Χώρα έχουν κάνει πολύ καλή δουλειά. Επίσης, θα πρότεινα δύο εξαιρετικούς οινοποιούς από το Κτήμα Μερκούρη, τον Βασίλη και τον Χρήστο Κανελλακόπουλο. Οπως και τον Αγγελο Ρούβαλη από το Αίγιο».
-Εγώ νομίζω, με την ελάχιστη πείρα μου, πως ακόμα και το πιο φτηνό γαλλικό κρασί είναι ανώτερο από το μέτριο ελληνικό.
«Γιατί προφανώς πάσχεις κι εσύ από ξενολατρία. Είναι χαρακτηριστικό που αφορά όλη την Ελλάδα: “Αφού είναι γαλλικό είναι καλύτερο”».
-Μ’ αρέσουν τα πιο ελαφριά.
«Εχουμε αντίστοιχα κρασιά ελληνικά. Ενας πότης, είτε ξεροσφύρι το πίνει είτε στα γεύματά του, πρώτα θα δοκιμάσει όλα τα κρασιά και ύστερα θα αποφασίσει».
-Είμαι άσχετος, αμόρφωτος, τι πρέπει να ξέρω;
«Χωρίζω τα κρασιά σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Τα καθημερινά. Το κρασί που θα πίνεις κάθε μέρα. Αυτά τα κρασιά έχουν δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο βασικό, η τιμή του. Το δεύτερο, η γεύση του. Η δεύτερη κατηγορία είναι τα κυριακάτικα, εκεί που είμαστε πιο χαλαροί, τρώμε πιο αργά και άνετα, θέλουμε να ευχαριστηθούμε πιο πολύ το κρασί που πίνουμε. Γι’ αυτά τα κρασιά προφανώς παίζει ρόλο και η τιμή τους. Είναι πιο ακριβά από τα καθημερινά. Η τρίτη κατηγορία, τα εορταστικά κρασιά, γενέθλια, γιορτές, εκεί διαλέγεις ένα πολύ καλό κρασί. Το καλύτερο αλλά και το πιο προσιτό».
-Εγώ, είπαμε, δεν ξέρω, επομένως ακολουθώ τους επαΐοντες…
«Πέρα από τα αντικειμενικά κριτήρια, είναι τι σου ταιριάζει εσένα. Πρέπει να υπάρχει μια οινική κουλτούρα. Το πρώτο βασικό κριτήριο είναι να πίνεις για να ευχαριστηθείς και όχι να μεθύσεις. Το δεύτερο κριτήριο, ξέρεις την ποικιλία, καθώς και τον παραγωγό. Ο πότης που έχει οινική κουλτούρα δένεται με το κρασί που πίνει. Στην Ελλάδα μάς λείπει η οινική κουλτούρα».
-Επομένως χωρίς κουλτούρα, κι όμως η ελληνική οινοποιία αναπτύσσεται με ραγδαίο ρυθμό.
«Τα τελευταία 20 χρόνια παρατηρούμε μια μεγάλη αύξηση των κτημάτων. Αυτός που αποφασίζει να βγάλει ένα κρασί δεν αγοράζει σταφύλια. Προτιμάει να τα καλλιεργεί ο ίδιος. Στη Γαλλία που θαυμάζουμε όλοι, τα περίφημα Σατό, που είναι και πανάκριβα, ξεκίνησαν πριν από 200-300 χρόνια. Και η κληρονομιά πήγαινε από παππού προς εγγονό. Γι’ αυτό στη Γαλλία υπάρχει οινική κουλτούρα, όπως στηn Ιταλία, ακόμα και στη Γερμανία. Δεν υπάρχει το καλύτερο κρασί. Υπάρχουν τα αντικειμενικά κριτήρια που δείχνουν την ποιότητα του κρασιού, αλλά στο τέλος προτιμώ αυτό που αρέσει σε μένα».
-Αν μπορούσες, τι θα έπινες;
«Θα έπινα κρασιά της Βόρειας Ελλάδας, της Νεμέας επίσης. Σήμερα αν είσαι καλός επαγγελματίας δεν γίνεται να βγάζεις κακό κρασί. Αν το κάνεις, έκλεισες την άλλη μέρα. Το κυριακάτικο θα το έπαιρνα από τα δικά μου. Ας πούμε, θα έπινα μια Σαμαρόπετρα και από λευκό, μια Παράγκα ή ένα Μπλε Τρακτέρ. Και από τα εορταστικά, οπωσδήποτε Κτήμα Κυρ Γιάννη ή Δύο Ελιές».
-Πώς γίνεται κανείς αλκοολικός;
«Η ανάγκη να ξεφύγεις από την πραγματικότητα σε ωθεί να νομίζεις πως είσαι ο κυρίαρχος του κόσμου. Με το μυαλό σου τα κάνεις όλα. Βοηθούμενος με το κρασί. Το αλκοόλ σε διευκολύνει να δραπετεύσεις από την πραγματικότητα. Και όποιος λέει όχι, ψέματα λέει. Είναι δύσκολο πράγμα η ζωή».
-Εσύ ξέφυγες.
«Το ένα ποτήρι φέρνει το άλλο. Προφανώς είχα κάποια ζόρια και αντί για ένα ποτήρι έπινα τέσσερα. Το ένα φέρνει το άλλο. Τριών ειδών οι πότες. Ο πότης που πίνει μια φορά στις τόσες. Είναι ο πότης που πίνει καθημερινά, αλλά θα σταματήσει. Τον ειδοποιεί ο οργανισμός του. Και είναι ο εν δυνάμει αλκοολικός, ο οποίος δεν ξέρει τι θα πει “φτάνει”. Καταντάει να μην μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αλκοόλ».
-Επομένως, τώρα με τον εγκλεισμό και την κρίση οι πωλήσεις καθώς και ο αλκοολισμός θα έχουν χτυπήσει κόκκινο.
«Πιθανόν. Αυτό που ξέρω είναι ότι οι καταναλώσεις των κρασιών έχουν μεν πτώση γιατί η εστίαση είναι κλειστή, αλλά η πτώση στα σούπερ μάρκετ δεν είναι μεγάλη».
-Πώς ξέφυγε η Θεσσαλονίκη με τον COVID;
«Προφανώς τα μέτρα που προτείνουν οι ειδικοί δεν τα τηρήσαμε. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες πόλεις. Και δεν ξέρουμε αν αναλογικά ήταν περισσότερα ή λιγότερα. Ο κόσμος χαλάρωσε όχι επειδή δεν πιστεύει στους επιστήμονες. Και να μην ξεχνάμε το ζήτημα της οικονομίας. Και άντε να δούμε πώς θα ξαναφτιαχτούμε. Στη Νάουσα, που έχω πολλές επαφές, έχει πολλά κρούσματα και πολλούς θανάτους».
-Δεν φταίει ο δήμαρχος;
«Τι να κάνει ο δήμαρχος; Να βγαίνει στους δρόμους και να τους λέει να φοράνε μάσκες; Υπάρχει ένα ποσοστό στην ελληνική κοινωνία που δεν πιστεύει και νομίζει πως όλα είναι φτιαχτά. Ακούς τον Βελόπουλο και σε πιάνει αναγούλα. Ο Βελόπουλος ο οποίος αλληλογραφεί με τον Χριστό. Αυτόν τον ψηφίζουνε μισό εκατομμύριο Ελληνες. Τα ίδια που έχει κάνει ο Τραμπ. Δεν είχε πει να πίνουμε χλωρίνη για να σκοτώσουμε τον κορωνοϊό;».
-Ούτε οι Αρχές της Βόρειας Ελλάδας φταίνε;
«Δεν είμαι σίγουρος. Τι παραπάνω να κάνουν; Βέβαια τα λεωφορεία είναι τίγκα στη Θεσσαλονίκη. Κανονικές παγίδες θανάτου».
-Θα κάνεις εμβόλιο;
«Βέβαια. Εχω κάνει ηλεκτρονική συνταγογράφηση. Είμαι 79 ετών. Πέρασα και μία πνευμονία, δεν θέλει πολύ να βρεθώ στην ομάδα των ευπαθών».