Ο Γιάννης Βογιατζής έχει τη δική του ξεχωριστή ιστορία στη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου.
Κωμικός, αλλά εξίσου καλός και δραματικός ηθοποιός, έχει παίξει σε περισσότερες από 65 ταινίες, είτε ως πρωταγωνιστής είτε σε δεύτερους ρόλους. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1955 αλλά όπως λέει μιλώντας στο «Λοιπόν» ήξερε από πολύ νωρίτερα ότι κάποια μέρα θα γίνει ηθοποιός.
Το θέατρο είναι το δεύτερο σπίτι σας;
«Εκεί αισθάνομαι πιο καλά από το σπίτι μου. Αισθάνομαι ότι είναι το σπίτι μου με κεφαλαία και το διαμέρισμα μου, το δωμάτιο μου είναι ο ρόλος μου»
Ρίσκο πήρατε για κάποιο ρόλο;
«Έχω κάνει και πολύ επιθεώρηση. Το είδος αυτό θέλει και αυτοσχεδιασμό. Είναι περίεργο γιατί υπάρχουν μέρες που σε οδηγεί περισσότερο το κοινό σε αυτό το είδος και όχι εσύ το κοινό. Είναι μεγάλη η ευτυχία που νιώθουμε εμείς οι ηθοποιοί».
Η νοσταλγία τι θέση έχει στη ζωή σας;
«Θα ντραπώ που θα το πω, αλλά προσπαθώ πάντα να κοιτάζω μπροστά ώστε μέσα από τη δουλειά μου και τους ρόλους μου να αισθανθώ κάτι παραπάνω από όσα ένιωσα από τον προηγούμενο ρόλο».
Υπήρξαν άνθρωποι που σας πλήγωσαν;
«Φέρθηκα απόλυτα σωστά σε όσους με πλήγωσαν και τους δικαιολόγησα. Προσπάθησα να βρω γιατί με κυνήγησαν και δεν έχω βρει το γιατί. Λέω κοίταξε να δεις η ψυχή του ανθρώπου. Σκεφτόμουν μήπως έκανα κάτι κακό μέσα μου; Συνάντησα έναν δύο ανθρώπους που ενώ αρχικά δεν με ήθελαν στην πορεία με λάτρεψαν. Γι’ αυτό και παίζω με τους ίδιους σκηνοθέτες. Ο Γιάννης ο Χουβαρδάς επέμενε να μην παίζω τα εύκολα, να πάω στο μεγάλο ρεπερτόριο και μου άλλαξε τη ζωή μου. Εγώ θέλω να ξέρω πού πηγαίνω γιατί εγώ θα ξεβρακωθώ πάνω στη σκηνή».
Γιάννης Βογιατζής για Μάρθα Καραγιάννη: «Αυτό είναι κάτι που δεν το ξέρει κανένας Έλληνας»
Η Μάρθα Καραγιάννη έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών και βύθισε σε βαρύ πένθος τον καλλιτεχνικό κόσμο και όχι μόνο.
Ο Γιάννης Βογιατζής μίλησε για εκείνη στην εκπομπή «Mega Καλημέρα».
«Δεν είναι καλή μέρα για εμάς τους ηθοποιούς. Δεν το περιμέναμε και καθόλου. Η Μάρθα δεν μιλούσε για τον εαυτό της, δεν ξέρω τι να πω. Η Μάρθα είχε ένα προσόν, ήταν μία κοπέλα, μία κυρία η οποία ήταν μαζί μας, εξαφανιζόταν για κάποιους μήνες και μετά ήταν πάλι κοντά μας, της άρεσαν τα ταξίδια. Ήταν άνθρωπος αγαπητός από όλους τους Έλληνες. Δεν έπεφτε σε ανταγωνισμό με τις γυναίκες, την αγαπούσαν και οι γυναίκες, ήταν καταπληκτικός άνθρωπος».
«Την Μάρθα την έζησα, τα πρώτα ρουχαλάκια του γιου μου που γεννήθηκε, τα πήγε η Μάρθα, εγώ δεν ήμουν εκεί λόγω δουλειάς. Το έκανε με χαρά. Μία φορά που είχα εγώ αυτοκίνητο τότε, ήθελε να την πάω κάπου, και πήγαμε στην Καστέλα. Πήγαμε σε ένα μικρό σπιτάκι μίας φτωχής οικογένειας. Αυτό είναι κάτι που δεν το ξέρει κανένας Έλληνας.
Μας άνοιξε η οικογένεια και μόλις μας είδαν έκαναν μεγάλη χαρά. Ξαφνικά μας είπαν να περάσουμε στο σπίτι να μας κεράσουν κάτι, αλλά είπαμε να φύγουμε. Η Μάρθα εκείνη την ώρα έβγαλε έναν φάκελο και τον άφησε στο τραπέζι. Μου φάνηκε γνώριμος φάκελος γιατί έπαιρνα και εγώ έναν ίδιο στο θέατρο. Αυτό το είχε η Μάρθα, το πόσο βοηθούσε τον κόσμο».