Τα «παλιά καλά χρόνια» που λέγαμε κάποτε, οι πλούσιοι και διάσημοι Έλληνες φόρτωναν αποσκευές και χειμωνιάτικα και γέμιζαν τσάρτερς, τζετ και πρώτες θέσεις για να φύγουν για τις Άλπεις στις γιορτές.
Για πάνω από μια δεκαετία, στα γαλλικά και τα ελβετικά θέρετρα και γραφικά χωριουδάκια των Άλπεων που κατακλύζονταν από δισεκατομμυριούχους και σταρς απ’ όλο τον κόσμο.
O ελληνικός πληθυσμός ήταν τετραψήφιος και πολλές φορές και πενταψήφιος αριθμός, κάνοντας πάντα τους ντόπιους.
Aλλά και τους κεντροευρωπαίους συνδαιτημόνες να ειρωνεύονται την «Ελληνική Κρίση» και τα όσα σκληρά περνούσαν οι περισσότεροι Έλληνες την περασμένη δεκαετία.
Την ίδια στιγμή βέβαια, η Αράχωβα, είχε μετατραπεί σε «χειμερινή Μύκονο», γεμίζοντας με πλήθη νεόπλουτων, ανθυποσελέμπριτις, ημιδιάσημων αλλά.
Kαι τηλεστάρ που είχαν φροντίσει να βρουν ένα σαλέ, ή μια βιλίτσα στο δημοφιλέστερο χωριό του Παρνασσού, ή συνηθέστερα στο διπλανό Λιβάδι, όπου υπήρξε μια τρομακτική έκρηξη real estate στις αρχές της χιλιετίας.
Μόνο που φέτος, παρά τις ελπίδες των περασμένων μηνών πως λόγω εμβολιασμού και υποχώρησης του covid θα μπορούσαν επιτέλους όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα.
Nα ταξιδέψουν και να γιορτάσουν σε Ελλάδα και εξωτερικό, η επικράτηση της μετάλλαξης Όμικρον παγκοσμίως άλλαξε τα δεδομένα.
Kαι ανάγκασε, ακόμα κι αυτούς που κατάφεραν να βρεθούν στα χειμερινά θέρετρα, να ζήσουν και πάλι «ιδιαίτερες» συνθήκες.
Οι Άλπεις κι η διακριτική χλιδή της μπουρζουαζίας
Φέτος πολλοί Έλληνες περίμεναν να πάνε στην Ελβετία ή την γαλλική πλευρά των Άλπεων. Αλλά ελάχιστοι κατάφεραν ή τόλμησαν να φύγουν από την Ελλάδα για να πάνε ως εκεί.
Παρ’ όλα αυτά, οι συμπατριώτες μας που βρέθηκαν στα γνωστά χωριά των Άλπεων, ήταν ουκ ολίγοι. Βέβαια μιλάμε για πληθυσμό.
Που έτσι κι αλλιώς ζει και εργάζεται στην Ελβετία ή στην Ευρώπη, και που είναι «θαμώνες» στις Άλπεις, οι περισσότεροι από τους οποίους παιδιόθεν.
Οικογένειες όπως οι Νιάρχοι, οι Λάτσηδες, οι Αγγελόπουλοι, οι Μαρτίνοι, οι Λιβανοί έχουν πολλά μέλη μόνιμους κατοίκους Ελβετίας, και βέβαια οικογενειακά σπίτια και σαλέ εδώ και δεκαετίες σε Σεν Μόριτζ, Γκστάαντ και τα κοντινά χωριουδάκια.
Πριν από μια δεκαετία η κραταιά εφοπλιστική οικογένεια Μαρτίνου αποφάσισε να αγοράσει δύο σαλέ-υπερπαραγωγή στο Saint Moritz της Ελβετίας.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ελβετικού τύπου που μιλούσε για τους Έλληνες εφοπλιστές και επιχειρηματίες.
Τα δύο αυτά σαλέ, όπως έγινε γνωστό, στοίχισαν περί τα εκατόν δέκα εκατομμύρια ελβετικά φράγκα, περίπου εβδομήντα τρία εκατομμύρια ευρώ.
Ενώ το ένα από αυτά ανήκε στον εξόριστο στην Ελβετία Σάχη της Περσίας και η αξία του κυμαίνεται στα σαράντα εκατομμύρια ευρώ.
Εκείνο όμως που πραγματικά κλέβει τις εντυπώσεις είναι το ζευγάρι Κίκου Μαρτίνου και Μαρίνας Λιβανού στο Saint Moritz της Ελβετίας.
Όπως θα κλέψει και τις εντυπώσεις το μεγαλύτερο σαλέ στην Ελβετία που ανήκει στον εξάδελφο της Μαρίνας Λιβανού, τον Πίτερ Λιβανό, που μένει μόνιμα στη Νέα Υόρκη μαζί με τη σύζυγο του και τα δυο του παιδιά.
Ο Πίτερ Λιβανός, γιος του Γεωργίου Πίτερ Λιβανού, φέτος δεν φώναξε πολύ κόσμο, όπως παλιότερα, στο σαλέ του που βρίσκεται στην περιοχή Oberbort στο Γκστάαντ.
Το ίδιο έκαναν αντίστοιχα κι οι περισσότεροι από τους Έλληνες εκεί. Οι λίγοι φίλοι και συγγενείς που τελικά έφτασαν από την Ελλάδα στην Ελβετία.
Είδαν τα χιόνια κυρίως μέσα από τα μεγάλα παράθυρα των σαλέ και των εστιατορίων, και πέρασαν τον περισσότερο χρόνο τους μέσα σε σαλόνια, δίπλα σε τζάκια, ανάμεσα σε κινητά, τράπουλες, και επιτραπέζια παιχνίδια.
Ρωσική… κυριαρχία
Στις σουίτες του «Gstaad Palace» κυριαρχούσαν οι Ρώσοι ολιγάρχες και οι εντυπωσιακές συνοδοί τους, ενώ στα σαλέ του Σεν Μόριτς φέτος έλειψαν αρκετά τα ελληνικά gatherings.
Λίγοι ήταν και οι συμπατριώτες μας που κατέβηκαν τις «μαύρες» πίστες στα χιονοδρομικά της Κουρσεβέλ και της Κορτίνα.
Αφού οι παραδοσιακά ισχυροί οικονομικά Ελληνες και οι οικογένειες με βαριά επίθετα απέφυγαν τις αποδράσεις στο εξωτερικό λόγω της πανδημίας.
Το ίδιο συνέβη και στο Ντουμπάι, που τα τελευταία χρόνια έχει την τιμητική του τα Χριστούγεννα. Μάλιστα μετά το άνοιγμα του μυκονιάτικου «Nammos».
Όλο και πιο πολλοί επώνυμοι Ελληνες ταξιδεύουν εκεί για τις γιορτές – κάτι όμως που φέτος δεν συνέβη.
Η Omicron χτύπησε και το εμιράτο, μολονότι ο πληθυσμός του είναι εμβολιασμένος σε ποσοστό 100%, με αποτέλεσμα να υπάρξει αύξηση των κρουσμάτων και να ληφθούν περιοριστικά μέτρα για να μην ξεφύγει η κατάσταση.
Έτσι, οι αποδράσεις και τα ρεβεγιόν των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς έγιναν στη σκιά της συγκεκριμένης μετάλλαξης.
Που έχει φοβίσει πολύ κόσμο λόγω της τρομερής μεταδοτικότητας. Λόγος που ήταν αρκετός για να φοβίσει και πάρα πολλούς επώνυμους από το να ταξιδέψουν στις Αλπεις ή στα Εμιράτα.
Επιλέγοντας να μείνουν στην Ελλάδα και να τιμήσουν εγχώρια θέρετρα ή να κάνουν πριβέ ρεβεγιόν σε κάποιες βίλες γνωστών οικογενειών, με τα απαραίτητα τεστ και τα ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας.
Την ίδια ώρα στην Αράχωβα
Μόνο την Κυριακή 2 Ιανουαρίου, το χιονοδρομικό κέντρο του Παρνασσού επισκέφτηκαν 6.000 άτομα από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα, ενώ οι ταβέρνες στο Λιβάδι είχαν ουρές και αναμονή μέχρι μία ώρα.
Η «Μύκονος του χειμώνα» μετατράπηκε σε ένα μικρό εμιράτο, με shisa, ναργιλέδες και τσιμπημένες τιμές, όμως αυτό δεν πτόησε τους εκδρομείς.
Σημείο αναφοράς ήταν το χιονοδρομικό για διάφορους λόγους. Ο κυριότερος; Ηταν το μοναδικό μέρος στην Αράχωβα όπου ακουγόταν μουσική στη διαπασών από τα εξωτερικά ηχεία, και μάλιστα νόμιμα, όσο κι αν κάποιοι απόρησαν με αυτό.
Το sold-out καλά κρατεί ακόμη στη «Μύκονο του χειμώνα», που φέτος ζει ένα momentum πρωτόγνωρο ακόμη και για τους ντόπιους που έζησαν μια πραγματική επιδρομή χιλιάδων επισκεπτών.
Στη γιορτινή περίοδο δεν έβρισκες πουθενά δωμάτιο αφού γέμισαν και τα παρακείμενα χωριά, ενώ οι τιμές εκτοξεύτηκαν.
Και έπεσαν μόνο όταν ανακοινώθηκαν τα νέα περιοριστικά μέτρα. Το χιονοδρομικό κέντρο της περιοχής είχε αναμφίβολα την τιμητική του.
Με τιμές όμως τσουχτερές, αφού μόνο για να ανέβεις πλήρωνες 15 ευρώ, ενώ αν ήθελες να κάνεις σκι η τιμή ήταν 35 ευρώ κατ’ άτομο.
Οι τιμές θύμιζαν αυτές του «Nammos» της Μυκόνου, ειδικά σε ό,τι αφορά τις ξαπλώστρες του ανακαινισμένου χιονοδρομικού.
Όπου, σημειωτέον, δεν σερβιριζόταν ο καφές που τιμάται σχεδόν 6 ευρώ! Στην παρέα επιχειρηματία μια κοπέλα που ήθελε καφέ αναγκάστηκε να πάει μέσα και να περιμένει γύρω στα σαράντα λεπτά προκειμένου να παραγγείλει.
Οι υπόλοιποι διαπίστωσαν ότι το ροζέ Miraval των 750 ml κοστίζει 85 ευρώ – όσο και στο Νησί των Ανέμων.
Ο καλός καιρός ήταν σύμμαχος, κι έτσι την περασμένη Κυριακή κόπηκαν περίπου 6.000 εισιτήρια και οι ουρές ήταν απίστευτες.
Ενώ οι ξαπλώστρες που τιμώνται 50 ευρώ έκαστη ελάχιστη κατανάλωση δεν έμειναν ούτε λεπτό άδειες.
Όμως το χιονοδρομικό είχε ένα επιπλέον ατού, έναν κρυφό μεν αλλά απολύτως νόμιμο άσο στο μανίκι του.
Ηταν το μοναδικό μέρος όπου ακουγόταν μουσική στη διαπασών, αφού, σύμφωνα με τον νόμο, αποτελεί τοπόσημο, ώστε σε περίπτωση ομίχλης οι σκιέρ να οδηγούνται εκεί από τους ήχους των τραγουδιών που επιβάλλεται να ακούγονται δυνατά.
Πάντως οι ουρές των παρκαρισμένων αυτοκινήτων έφταναν μέχρι τα τούνελ, ενώ στις γνωστές ταβέρνες δινόταν μάχη για να βρεις τραπέζι αν δεν είχες κράτηση.
Την ίδια στιγμή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πολλά μαγαζιά κατάργησαν το μενού των 150 και 160 ευρώ από τη στιγμή που δεν μπορούσαν με τα νέα μέτρα να παίξουν μουσική.
Ενώ άλλα το χρέωσαν λίγο πιο πάνω από τη μισή τιμή. Η περίφημη «Παναγιώτα», αυτή η μικρή ταβέρνα με τα λίγα τραπέζια που κλείνονται εβδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά δεν ήταν γεμάτη, αφού όλοι την έχουν συνδυάσει με τα ελληνικά πάρτι που ξεκινάνε μετά το φαγητό.