Ενα ποτήρι ούζο. Σκέτο, χωρίς νερό και πάγο. Σκέτο και το ψάρι, να μοσχοβολά θάλασσα, τα λαδολέμονα νοθεύουν τη γεύση. Τα παιδιά φωνάζουν «κι άλλο τσίρο, μαμά», ντάλα καλοκαίρι, φλέβα χιώτικη στ’ αντικριστό νησί, τα Ψαρά. Ο μπαμπάς ρίχνει πετονιά, στέκομαι πίσω του με ένα βιβλίο στο χέρι, «άκου πώς το λέει αυτό», διαβάζω: «Εμένα κάνε με μόνο κύκλο ομόκεντρο, να νιώθω τη συγγένεια. Αλλά ομόκεντρο. Αλλιώς ζηλεύω. Κι όταν ζηλεύω γίνομαι έξυπνη. Κι όταν γίνομαι έξυπνη, τα καταστρέφω όλα». Δεν τσιμπάει. Παραδίπλα ένας κύριος: «Μαιρούλα, απαγγέλλεις;» με ρωτά. «Μαλβίνα», του απαντώ. «Μαιρούλα», επιμένει. Χειραψία δυνατή, «Εμμανουήλ Αγαπούσης, πρώην δήμαρχος Ψαρών, συνεργός της Μαιρούλας σε κλοπές μύγδαλων. Μετά έγινε Μαλβίνα…».
Κι άλλο ποτήρι ούζο. Κερασμένο μαζί με τις μνήμες του να ζαλίζουν όσα γνωρίζω για εκείνη. Τον διακόπτω με ένα «αποκλείεται» κι ένα συνοδευτικό «Η Μαλβίνα γεννήθηκε στο Ισραήλ, άντε και στη Χαλκίδα… Αυτό είναι γραμμένο παντού. Δεν γνώρισε πατέρα, μάλλον μοναχοπαίδι ήταν, τη μητέρα της την έλεγαν Χάνα, μήπως τα έχετε μπερδέψει;». Γελάει με εκείνο το βαθύ, γάργαρο γέλιο, σουπιά που πετάει μελάνι πάνω σε fake ντοκουμέντα γράφοντάς τα ξανά από την αρχή: «Ποιο Ισραήλ και κουραφέξαλα; Η Μαλβίνα γεννήθηκε στον Πειραιά. Ζωηρή, αγοροκόριτσο, μπουρλοτιέρισσα από μικρή. Οταν ήμασταν παιδιά, σκαρφάλωνε στην πλάτη μου και πηδούσε στους κήπους της Πειραϊκής κλέβοντας τσάγαλα. Ο πατέρας της ήταν από δω, από τα Ψαρά, κι εκείνη είχε πάρει τον ψαριανό αυθορμητισμό. Είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Γιώργη, από τον πρώτο γάμο του πατέρα της. Θα μου κάνεις τη χάρη να ψάξεις να βρεις τον Γιώργη και να του πεις πως τον περιμένουμε στο νησί; Είσαι Χιώτισσα εσύ, θα τα καταφέρεις».
Διαβάστε περισσότερα: εδώ