Κουρής-Τοπαλίδου:Στα δικαστήρια για το διαζύγιο
Κόντρα στα δημοσιεύματα που ήθελαν να βάζουν στην σχέση τους νέα θεμέλια και να “παγώνουν” το διαζύγιο, εμείς μαθαίνουμε δυστυχώς ακριβώς το αντίθετο για τον ηθοποιό Νίκο Κουρή και την […]
29 Νοεμβρίου 2019 18:43
Η Νάντια Μουρούζη πένθησε τον άνθρωπο που αγάπησε και πάλεψε με τους νόμιμους κληρονόμους του, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, φτάνοντας να καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα στις 26 Σεπτεμβρίου του 2007, ζητώντας να της παραδώσουν τα προσωπικά της αντικείμενα, τα οποία υπήρχαν μέσα στο σπίτι όπου ζούσε με τον αείμνηστο ηθοποιό, στο Χαλάνδρι.
Πράγματα που, όπως ισχυρίστηκε, είχε αγοράσει η ίδια μαζί με τον αποθανόντα σύντροφό της και τα οποία της ανήκαν. Για του λόγου το αληθές, είχε καταθέσει στο δικαστήριο μέχρι και τις αποδείξεις πληρωμής των συγκεκριμένων αντικειμένων, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τα λεγόμενά της. Για την ίδια τα αντικείμενα αυτά είχαν μεγαλύτερη συναισθηματική αξία παρά οικονομική, και αυτός ήταν ένας πολύ σημαντικός λόγος για την απαίτησή της.
Τότε, σύμφωνα με τη λίστα, ανάμεσα στα αντικείμενα υπήρχαν και προσωπικά της κοσμήματα, καθώς και κάποιες οικοσυσκευές, όπως καρέκλες, χαλιά, ένα τραπέζι και άλλα αντικείμενα.
Η ηθοποιός ζούσε όλα τα χρόνια μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ακόμα κι όταν μπήκε ο καινούριος άντρας στη ζωή της, ο καθηγητής Πανεπιστημίου Νίκος Λυμπέρης.
Η άνοιξη του 2008 τη βρήκε ζευγάρι μαζί του, ενώ εκείνος είχε ήδη μπει στη ζωή της 1,5 χρόνο μετά τον θάνατο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, όταν εκείνη ήταν σε βαρύ πένθος.
Αρχικά, εκείνος αρκέστηκε στη φιλία. Όσο, όμως, ο καιρός περνούσε η σχέση τους άρχιζε να αλλάζει βάση και κατέληξαν να είναι ζευγάρι.
Το 2015 υπό άκρα μυστικότητα η Νάντια Μουρούζη, παντρεύτηκε με τον Νίκο Λυμπέρη, που σύμφωνα με δημοσιεύματα ο ρομαντικός τους γάμος μετά από τέσσερα χρόνια σχέσης, έγινε στο μοναδικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής δημαρχείο Hotel de Ville στο Παρίσι..
Πισώπλατη μαχαιριά: Η διπλή αποκλήρωση του Γιάννη από πατέρα του
Πισώπλατη μαχαιριά που τον έστειλε στον τάφο μαζί με τον πατέρα του χαρακτηρίζει ο Γιάννης της Αλίκης τη διπλή του αποκλήρωση από τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ζητούσε, όπως τονίζει, βοήθεια από τον πατέρα του κι εκείνος τού γύρισε την πλάτη. Τον θεώρησε «μίασμα» και του έδωσε «πικρό ποτήρι για να πιει», τον οδήγησε «σε λούκι αυτοκτονίας».
Στο τελευταίο κεφάλαιο -την αποκλήρωση από τον μπαμπά του Δημήτρη Παπαμιχαήλ- ο Γιάννης Παπαμιχαήλ αισθανόταν έναν «αφάνταστο πόνο ψυχής», όπως τονίζει στην αυτοβιογραφία του «Εχω ένα μυστικό».
Ο μονάκριβος γιος της «Νεράιδας» και του «Παλικαριού» δεν θέλει να θυμάται τη «μαχαιριά» που δέχτηκε από τον μπαμπά του. Ωστόσο, δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσει ότι μόνο εκείνος, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει στις σελίδες του κεφαλαίου με τον τίτλο «Η αποκλήρωση», επικοινωνούσε με τον πατέρα του τηλεφωνικώς.
«Οχι απλώς με μαχαίρωσε πισώπλατα, αλλά με πήρε μαζί του στον τάφο» λέει ο Γιάννης, αναφερόμενος στους λόγους που ο πατέρας του επέλεξε να τον αποκληρώσει. Σκληρές λέξεις όπως «αγαπώ τον γιο μου όπως όλα τα όντα του πλανήτη» δεν πρόκειται ποτέ να σβηστούν από τη μνήμη του.
Υποστηρίζει ότι δεν τον πείραξε ότι τον αποκλήρωσε ούτε ότι τον αντιμετώπισε σαν ξένο, ενώ ήταν παιδί του. Ολα όσα αναγράφονται στη διαθήκη για τον ίδιο είναι αυτά που τον «σταύρωσαν» και τον επηρέασαν ανεπανόρθωτα, όπως χαρακτηριστικά γράφει. «Θεώρησε συγγενείς τα ανίψια του και οποιονδήποτε άλλον εκτός από εμένα. Ακόμη και σε παιδιά που βρίσκονται στη φυλακή, οι γονείς τους τους πηγαίνουν φαγητό» γράφει πληγωμένος, εξηγώντας πώς ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ του γύρισε την πλάτη.
Ο ίδιος θεωρεί ότι αυτό έγινε, γιατί είχε το θάρρος να του μιλήσει για ορισμένα προβλήματα που είχε με χρήση ουσιών. Σκέφτηκε πως ο πατέρας του θα μπορούσε να τον βοηθήσει. «Δεν ήθελα λεφτά», γράφει ο Γιαννάκης, «την αγάπη του ήθελα». Μετά το θάνατο της μητέρας του που τον συγκλόνισε θέλησε να στηριχτεί στον πατέρα του, αλλά, όπως αναφέρει: «Ζήτησα από εκείνον χείρα βοηθείας, όμως αυτός με θεώρησε μίασμα και μου έδωσε πικρό ποτήρι να πιω».
Τρεις μήνες, λέει, «έκανα να βγω από το σπίτι μετά τη δημοσιοποίηση της διαθήκης. Κοιτούσα μόνο το ταβάνι, αμέτοχος απέναντι σε όλα». «Ο πατέρας μου -γράφει- με οδήγησε με αυτό τον τρόπο σε ένα λούκι αυτοκτονίας. Δεν ήξερα πώς να αντιμετωπίσω τον περιπτερά, τον ταξιτζή, τη γειτόνισσα». «Ποτέ δεν με είχε πει “παιδί μου”» ομολογεί σε άλλο σημείο του κεφαλαίου ο Γιάννης αναφερόμενος στον πατέρα του. Προσθέτει πως όταν αρρώστησε με κολικό του νεφρού μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ δεν ενδιαφέρθηκε να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο, μολονότι είχε ειδοποιηθεί. Σημαδιακή για εκείνον είναι και η τελευταία φορά που τηλεφώνησε στον πατέρα του, μερικούς μήνες πριν από το θάνατό του: «Του ζήτησα να πάω κοντά του. Εκείνος, αντί να με δεχτεί, με έβρισε με πολύ άσχημα λόγια και μου έκλεισε το τηλέφωνο».