Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: το «φτωχοκόριτσο» που έριξε πόρτα στον Φώσκολο

20 Δεκεμβρίου 2020 18:00

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη γεννήθηκε στη Δόξα, σε ένα χωριό της επαρχίας Διδυμοτείχου στις 4 Ιουλίου 1958 όπου έζησε μέχρι τα 12 της χρόνια.Σε ένα περιβάλλον καθαρά αγροτικό, με επαφή με τη φύση και τις εποχές και σε μια δεκαετία όπου δεν είχαμε ηλεκτρικό και το νερό το έπαιρναν με στάμνες από μια πηγή έξω από το χωριό.

Η ίδια είχε πει για τα παιδικά της χρόνια: “Το πιο αγαπημένο μου πράγμα ήταν το λευκό τοπίο τις μέρες του χειμώνα. Μερικές φορές έριχνε και δυο μέτρα χιόνι και θυμάμαι ότι για να πάω στο σχολείο ο πατέρας μου άνοιγε διάδρομο και τα τοιχώματα ήταν πιο ψηλά από μένα. Θυμάμαι κομμάτια από κρύσταλλο στις στέγες των σπιτιών που σαν παιδιά τα χρησιμοποιούσαμε ως γλειφιτζούρια. Και τα καλοκαίρια παιχνίδια μέσα σε αχυρώνες, βουτιές σε παχιά στρώματα άχυρου, τα νυχτέρια-ξενύχτια στις αυλές των σπιτιών πάνω σε ψάθες και σε πολύχρωμα κιλίμια, όπου είτε ξεφλουδίζαμε καλαμπόκια, είτε ξεσποριάζαμε τα ηλιοτρόπια, παιχνίδια τις νύχτες που ήταν γεμάτες από πυγολαμπίδες, φωτεινά αστεράκια που τα κυνηγούσαμε για να διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι πρόκειται περί εντόμων. Την εποχή που ήμουν 12 χρόνων οι γονείς μου πήραν τη μεγάλη απόφαση να φύγουν από το χωριό μας για να δώσουν σε μένα καλύτερες συνθήκες ζωής και παιδείας. Αυτοί οι απλοί, αμόρφωτοι άνθρωποι που είχαν μόλις τελειώσει το δημοτικό ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, έχασαν το σπίτι τους, το περιβάλλον τους, τους φίλους και συγγενείς τους και πήγαν στη μεγάλη πόλη, στη Θεσσαλονίκη. Και το πλήρωσαν αυτό το πράγμα. Αυτοθυσιάστηκαν –η μητέρα μου που ήταν αρχόντισσα στο χωριό κατέληξε να καθαρίζει σκάλες και να πλένει ρούχα σε διάφορες κυρίες της γειτονιάς, μέχρι να δουλεύει σε εργοστάσια για να επιζήσουμε. Δεν ξέρω πώς θα ήταν τα πράγματα, αν μέναμε εκεί. Φαντάζομαι ότι μεγαλώνοντας θα τον έβρισκα τον δρόμο μου, αλλά σίγουρα αυτό διευκόλυνε τα πράγματα πολύ περισσότερο”, είχε πει η ηθοποιός.

«Δεν μετάνιωσα για την Λάμψη»

“Θεωρούσα ότι αυτό το μπαμ γύρω από το όνομά μου έγινε λόγω της υποκριτικής μου. Η ηρωίδα στον “Κίτρινο Φάκελλο” και η ηρωίδα στα “Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά” είχαν και ερωτικές σκηνές, γυμνές -με τον Κιμούλη, με τον Αρζόγλου. Δημιουργούσαν αίσθηση γιατί ήταν πρωτόγνωρες τότε για την ελληνική τηλεόραση. Ήμασταν τυχεροί που δουλέψαμε με τον Κώστα Κουτσομύτη. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι από τότε δεν υπήρξε εξέλιξη και νοσταλγούμε εκείνες τις σειρές.Δεν πήραν ποτέ να μυαλά μου αέρα. Ήμουν γειωμένη. Είχα την τύχη να έχω δίπλα μου δασκάλους, ανθρώπους οδηγούς. Δεν υπήρχε περίπτωση να τους προδώσω. Τα διαβάσματα μου, το καλό ελληνικό τραγούδι. Τρέχαμε στις διαδηλώσεις, βλέπαμε τις σπουδαίες ταινίες που ήταν απαγορευμένες μέσα στη χούντα… Ήταν μονόδρομος για μένα. Δεν μπορούσα να το ξεπουλήσω για να πάω να κάνω μια εύκολη εμπορική παράσταση ή μια σαπουνόπερα στην τηλεόραση. Αισθανόμουν ότι σαν καλλιτέχνης έχω μια πολιτική, μια κοινωνική ευθύνη. Στην πορεία μου, οι επιλογές μου, κι όχι μόνον οι δικές μου, αλλά όλων εκείνων των καλλιτεχνών που έχουμε συνείδηση της ευθύνης της τέχνης μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν υπήρξε πιθανότητα να κάνω κάτι. Μου είχε πει ο Νίκος Φώσκολος να πάω στην “Λάμψη” αμέσως μετά τον “Κίτρινο Φάκελλο” Δεν πήγα, ούτε μετάνιωσα. Ήταν θέμα ιδιοσυγκρασίας”.

«Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ τον χρόνο που περνάει»

“Όταν ήμουν νέα περισσότερο φοβόμουν την έννοια της φθοράς, του γήρατος και του θανάτου, το υπαρξιακό μου ήταν πολύ πιο οξυμένο σε σχέση με μια σχετική συμφιλίωση που υπάρχει τώρα. Βλέπεις γύρω σου ότι η γενιά σου μεγαλώνει, γερνάει, βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Φεύγουν οι αγαπημένοι σου άνθρωποι, φεύγουν οι γονείς σου, οι φίλοι σου, οι δάσκαλοί σου, ένας ολόκληρος κόσμος. Αυτό, πέρα από τον πόνο και την οδύνη, σε κάνει να σκεφτείς ότι έρχεται και η δική σου σειρά, κάπου το φιλοσοφείς το πράγμα