Ο νέος βασιλιάς Κάρολος διατηρεί στενούς δεσμούς με τη χώρα μας καθώς έχει ελληνικές «ρίζες».
Πατέρας του Κάρολου Γ’ ήταν ο Φίλιππος, δούκας του Εδιμβούργου και μητέρα του η Ελισάβετ Β’ των Ουίνδσορ.
Ο πρώτος γεννήθηκε στις 10 Ιουνίου 1921 στην Κέρκυρα ως πρίγκιπας Φίλιππος της Ελλάδας και της Δανίας. Μάλιστα, οι Βρετανοί τον αποκαλούσαν «Φίλιππος ο Έλληνας».
Πατέρας του και παππούς του Καρόλου υπήρξε ο πρίγκιπας Ανδρέας της Ελλάδος και της Δανίας, γιος του Βασιλιά Γεωργίου Α’ των Ελλήνων. Γιαγιά του ήταν η πριγκίπισσα Αλίκη του Μπάττενμπεργκ.
Γνωρίστηκαν το 1902, στη στέψη του νέου βασιλιά της Βρετανίας στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Ερωτεύτηκαν και ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκαν. Στις 6 Οκτωβρίου 1903, έλαβε χώρα ο πολιτικός γάμος και την επομένη τελέστηκαν δύο θρησκευτικοί, ένας σε προτεσταντική εκκλησία και ένας ορθόδοξος σε ρωσικό παρεκκλήσιο.
Εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στα βασιλικά ανάκτορα στο Τατόι. Όταν ξέσπασαν οι βαλκανικοί πόλεμοι, η Αλίκη υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού και ίδρυσε νοσοκομεία στη Λάρισα, την Ελασσόνα, τη Θεσσαλονίκη και τα Σέρβια.
Μετά τη δολοφονία του Γεώργιου Α’, εγκαταστάθηκε στον Μον Ρεπό, καθώς ο εκλιπών βασιλιάς με τη διαθήκη του άφησε στο ζευγάρι το παλάτι της Κέρκυρας. Εκεί γέννησε το πέμπτο της παιδί, τον Φίλιππο.
Ο πρίγκιπας Ανδρέας πολέμησε στη Μικρά Ασία. Έλληνες στρατιώτες απέδωσαν καταστροφές τούρκικων χωριών στις διαταγές του εντούτοις ο ίδιος διέψευσε τις σχετικές αναφορές στα απομνημονεύματά του.
Συνελήφθη στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1922 καθώς θεωρήθηκε ότι έφερε ευθύνη για την κατάρρευση του μετώπου.
Μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να δικαστεί από έκτακτο στρατοδικείο.
Είχε προηγηθεί η δίκη και η εκτέλεση των έξι, το πρωί της 15 Νοεμβρίου 1922.
Στη δίκη του καταδικάσθηκε σε θάνατο με την κατηγορία της αρνήσεως εκτελέσεως διαταγής του αρχηγού της στρατιάς κατά τις μάχες του Σαγγαρίου, τον Αύγουστο του 1921.
Η απόφαση όμως δεν εκτελέστηκε από την Επαναστατική Στρατιωτική Κυβέρνηση λόγω μεσολάβησης της βρετανικής κυβέρνησης, μέσω του Άγγλου πλοιάρχου Τάλμποτ.
Το στρατοδικείο αναγνώρισε το ελαφρυντικό «της τελείας απειρίας περί τη διοίκησιν ανωτέρων μονάδων» και τον καταδίκασε στις 20 Νοεμβρίου 1922 στην ποινή της ισόβιας υπερορίας και της διαγραφής από το μητρώο των αξιωματικών.
Αμέσως μετά την καταδίκη του, με τη συνοδεία του συμμαθητή του από τη σχολή Ευελπίδων Θεόδωρου Πάγκαλου και του Τάλμποτ, μεταφέρθηκε στο Φάληρο και αναχώρησε με το βρετανικό αντιτορπιλλικό «Καλυψώ».
Το πλοίο σταμάτησε στην Κέρκυρα για να παραλάβει την οικογένειά του και μετά κατευθύνθηκε προς την Ιταλία. Στη συνέχεια μαζί με την οικογένειά του έφυγαν για τη Γαλλία και εγκαταστάθηκαν στο προάστιο του Παρισίου, Σαιν Κλου, φιλοξενούμενοι της εύπορης συζύγου του αδελφού του Γεωργίου, της πριγκίπισσας Μαρία Βοναπάρτη.
Στις 20 Οκτωβρίου 1928, η Αλίκη εισήλθε στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Λίγο αργότερα, όμως, απέκτησε παράξενη συμπεριφορά.
Σύμφωνα με τη Βιργινία Σιμοπούλου (κυρία της επί των τιμών), ερωτεύτηκε έναν Άγγλο αλλά το ειδύλλιο δεν προχώρησε. Ίσως αυτή η αρνητική εξέλιξη να ήταν που επηρέασε τόσο πολύ την ψυχική της υγεία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι υποστήριζε πως επικοινωνούσε με τον Θεό και ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Ο δόκτωρ Σίμμελ που την εξέτασε, έπειτα από προτροπή των συγγενών της, διέγνωσε παρανοϊκή σχιζοφρένεια αφού πίστευε ότι ήταν παντρεμένη με τον Χριστό!
Ο γιατρός πρότεινε τον εγκλεισμό της σε άσυλο της Ελβετίας. Αργότερα ανέλαβε τη φροντίδα της ο Σίγκμουντ Φρόιντ.
Πίστευε ότι οι θρησκευτικές παραισθήσεις της οφείλονταν σε σεξουαλική διαταραχή.
Η σχέση της με τον σύζυγό της ήταν ουσιαστικά, πλέον, ανύπαρκτη αν και δεν πήραν ποτέ διαζύγιο. Συναντήθηκαν ξανά έπειτα από μερικά χρόνια στην κηδεία της κόρης τους Σεσίλια, η οποία είχε παντρευτεί στη Γερμανία και σκοτώθηκε μαζί με την οικογένειά της σε αεροπορικό δυστύχημα.
Το 1938, η Αλίκη επέστρεψε στην Ελλάδα –έπειτα από δεκαέξι χρόνια απουσίας. Παρέμεινε στη χώρα κατά την Κατοχή και διοργάνωνε συσσίτια, με προσωπικά έξοδα και προμήθειες που τις έστελνε ο αδελφός της, λόρδος Μάουντμπάτεν.
Το 1943 έκρυψε στο σπίτι της μέλη της εβραϊκής οικογένειας Κοέν που σώθηκαν χάρη σε εκείνη.
Η Αλίκη δεν αναφέρθηκε ποτέ σε αυτό το γεγονός, το οποίο αποκαλύφθηκε μετά τον θάνατό της από τον Μίκαελ Κοέν.
Για την πράξη της της απονεμήθηκε (στις 11 Απριλίου 1993) ο τίτλος του Δικαίου των Εθνών.
Μετά την Κατοχή, το 1949, ίδρυσε το μοναστήρι της και ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική δραστηριότητα.
Έπειτα από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 έφυγε και πήγε στο Μπάκιγχαμ, όπου απεβίωσε στις 5 Δεκεμβρίου 1969 την ώρα που κοιμόταν, σε ηλικία 84 ετών. Έπασχε από χρόνια βρογχίτιδα.
Ο πρίγκιπας Ανδρέας, αφού ακυρώθηκε η ποινή του μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας στην Ελλάδα, διορίστηκε (το 1936) στρατιωτικός ακόλουθος του βασιλιά Γεωργίου Β΄. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρέμεινε στη Νότια Γαλλία.
Λίγο αργότερα προσβλήθηκε από πρώιμη αρτηριοσκλήρωση λόγω του εθισμού του με το αλκοόλ. Απεβίωσε στις 3 Δεκεμβρίου 1944, στο ξενοδοχείο «Μετροπόλ» του Μόντε Κάρλο, από ανακοπή καρδιάς. Ήταν 62 ετών.
Ο Κάρολος… κληρονόμησε την αγάπη του για τη χώρα μας από την γιαγιά του Αλίκη που ήταν εκείνη που τον έφερε σε επαφή με τις ελληνικές ρίζες τους.
«Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα πριν από περίπου πενήντα χρόνια και πόσο με εντυπωσίασε», δήλωσε ο πρίγκιπας το 2020 για το ταξίδι του ίδιου, του πρίγκιπα Φίλιππου και της αδελφής του, πριγκίπισσας Άννας στη χώρα. Οι τρεις τους είχαν επισκεφθεί και τον Βράχο της Ακρόπολης.
«Για εμένα αυτή η πρώτη επίσκεψη καθώς και όλες οι μετέπειτα που είχα την τύχη να πραγματοποιήσω ζωντάνεψαν τις συναρπαστικές διηγήσεις για την ομορφιά της χώρας και τον χαρακτήρα των Ελλήνων που είχα ακούσει μεγαλώνοντας», δήλωσε ο Κάρολος με αφορμή την επίσκεψη του στην Ελλάδα το 2018.
Τότε επισκέφθηκε επίσημα την Ελλάδα μαζί με τη σύζυγό του Καμίλα, δούκισσα της Κορνουάλης και εκτός από την Αθήνα, ταξίδεψαν για ακόμη μέχρι την Κρήτη.
Ο Κάρολος και η Καμίλα βρέθηκαν ξανά στην Ελλάδα στην επέτειο για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.
Στο δείπνο στο Προεδρικό Μέγαρο για την επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821 κατά το διήμερο εορτασμό για την 25η Μαρτίου, αναφώνησε: «Χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά! Ζήτω η Ελλάς!».
Ο Κάρολος, τέλος, έχει σχέση ζωής με το Άγιο Όρος, όπου έχει βρεθεί πολλές φορές, σε μη ανακοινωμένες επισκέψεις. Ευρέως γνωστές είναι οι σχέσεις του με τη Μονή Βατοπεδίου.