Η Κατερίνα Χατζηδιάκου, που όλοι την γνωρίζουν ως Kathy Heyndels, πορεύτηκε με επιτυχία, όσο λίγοι στον δύσβατο δρόμο της μόδας.
Γιατί ασφαλώς υπήρξαν και υπάρχουν Ελληνίδες και Έλληνες σχεδιαστές που κάνουν διεθνή καριέρα.
Ελάχιστοι όμως απολαμβάνουν τη διαχρονική αναγνώριση.
Η Kathy Heyndels ανήκει σε αυτούς τους ελάχιστους και με τη δράση της επί 65 συναπτά έτη κατέστη «σταθερή αξία».
Από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα
Η δική της διαδρομή είναι, βέβαια, κάπως ασυνήθιστη.
Δεν ξεκίνησε στην Ελλάδα για να γίνει στη συνέχεια γνωστή στο εξωτερικό, αλλά το αντίθετο.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 είχε ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστή στους κύκλους της κοινωνίας των Bρυξελλών.
Εκεί ζούσε και δημιουργούσε σχεδιάζοντας μοναδικά φορέματα και νυφικά για την υψηλή πελατεία της.
Eκεί, στην «καρδιά της Eυρώπης, έχτισε τον δικό της οίκο, με αφετηρία ένα μικρό ατελιέ.
Tα χρόνια που ακολούθησαν η φήμη της ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο αλλά εκείνη, το 1983 αποφάσισε να κάνει το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα της, στη γενέτειρά της Aθήνα.
Ξεκινώντας την ελληνική περίοδο της καριέρας της με πρώτο σταθμό το ατελιέ της στο Kολωνάκι.
Στην πορεία ήρθαν κι άλλα καταστήματα, στο κέντρο, στην Kηφισιά, στο Golden Hall.
Η «αγαπημένη» των διασήμων
Εδώ όμως δεν ήταν πλέον μόνη, καθώς ο γιος της, Γιάννης Τόγκος, ακολούθησε τα δικά της χνάρια.
Bάζοντας και την προσωπική του «σφραγίδα» στην εξέλιξη του οίκου μόδας.
Έτσι ανάλαβε τα ηνία από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80.
Η αποδοχή και η αναγνώριση ήταν απόλυτη, τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων.
Με την ελληνική φίρμα να γίνεται η αγαπημένη των διασήμων.
Δεν υπάρχει διάσημη Ελληνίδα που να μην έχει φορέσει κάποια από τα νυφικά ή τα φορέματά της.
Και να μην έχει δώσει το «παρών» στις επιδείξεις της.
Επιχειρηματίες, τραγουδίστριες, ηθοποιοί, -με πιο «φανατική» την αείμνηστη Αλίκη Βουγιουκλάκη-, και κάθε είδους διάσημοι.
Και ασφαλώς δεν υπάρχει μοντέλο στην Ελλάδα, -και όχι μόνο-, που να μην έχει περπατήσει στις πασαρέλες της.
Όπως η Aντριάνα Σλεναρίκοβα, που έκανε το ντεμπούτο της στη χώρα μας σε δικό της fashion show ή και πρόσφατα τον Σεπτέμβριο του 2019.
Όταν η εμβληματική Aντριάνα Λίμα φωτογραφήθηκε για το μεγαλύτερο περιοδικό της Pωσίας, το Numero Russia.
Με custom made φόρεμα από δαντέλα, στολισμένο με λωρίδες από δέρμα, κεντημένο με αλυσίδες και πούπουλα, από τον οίκο Kathy Heyndels.
Η πελατεία της ήταν και εξακολουθεί να είναι διεθνούς εμβέλειας και μεταξύ άλλων περιλαμβάνει φορέματα και νυφικά, tailor made, για τις πριγκίπισσες της Σερβίας, της Σαουδικής Aραβίας και των Hνωμένων Aραβικών Eμιράτων.
Το όνομα και οι δημιουργίες της Kathy Heyndels απέκτησαν τέτοια δυναμική .
Ώστε έφτασαν να κατακτήσουν ακόμη και τις πιο δύσκολες αγορές, όπως Παρίσι, Mόντε Kάρλο, Σαιν Tροπέ, N. Yόρκη, Mαϊάμι, και αλλού.
Παραμένοντας ένα από τα ελάχιστα ελληνικά brands που συστήνουν “Made in Greece” υψηλή ραπτική.
Το 2012 μάλιστα βραβεύτηκε για το καλύτερο φόρεμα στο διαγωνισμό της Μις Κόσμος στις ΗΠΑ.
O Γιάννης Tόγκος πήρε από τη μητέρα του όχι μόνο το δυναμικό χαρακτήρα, αλλά και το ταλέντο, χαράσσοντας τη δική του ιστορία πάνω στον «καμβά» των prét a porter.
Έδωσε έναν αέρα τολμηρής ανανέωσης.
Με ιδιαίτερη έμφαση στα νυφικά-, τηρώντας παράλληλα τα βασικά συστατικά της «συνταγής».
Δηλαδή, το ιδανικό «μείγμα» μεταξύ των αυθεντικών και κορυφαίας ποιότητας υλικών (μετάξι , ταφτάς, σατέν, δαντέλες, μουσελίνες, πολύτιμοι λίθοι).
Kαι της έμπνευσης που οδηγεί τελικά σε μοναδικές, αέρινες δημιουργίες κομψότητας και λιτής πολυτέλειας.
«Την απόφαση να ασχοληθώ με το χώρο της μόδας την πήρα το 1983.
Όταν άνοιξε ο οίκος Kathy Heyndels στην Ελλάδα, καθώς η μητέρα μου ήταν χρόνια στο επάγγελμα αυτό.
Σχεδίαζε ρούχα στο εξωτερικό είχε ατελιέ και στο Βέλγιο.
Εκείνη την χρονιά άρχισε μία δουλειά με τα Εμιράτα.
Ευτυχώς πήγε καλά και μας επέτρεψε να ανοίξουμε ένα ατελιέ στην Ελλάδα .
Και να κάνουμε όλα αυτά τα χρόνια αυτή την πορεία.
Τελειώνοντας λοιπόν τις σπουδές μου ανέλαβα αρχικά την οικονομική διαχείριση μόνο και όλα τα υπόλοιπα τα έκανε η μητέρα μου».
Έχει πει ο ίδιος ο Γιάννης Τόγκος σε συνέντευξή του, συνεχίζοντας:
«Σιγά σιγά ανέλαβα το pret a porter.
Το οποίο ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που έκανε η μητέρα μου όλα αυτά τα χρόνια .
και τελικά κατέληξα να κάνουμε ένα pret a porter de mio couture δηλαδή ένα καινούργιο προϊόν.
Το οποίο να έχει όλα τα καλά της υψηλής ραπτικής αλλά να ράβεται με τρόπο pret a porter για να μειωθεί το κόστος.
Ουσιαστικά αυτή η πατέντα με βοήθησε στο να μπορώ να είμαι ακόμη στην Ελληνική αγορά.
Διότι ο πελάτης παίρνει ένα προϊόν το οποίο είναι τελειοποιημένο στο χέρι με πολύ καλή ραφή και υφάσματα.
Αλλά εμείς έχουμε κάνει μία οικονομία κλίμακος όπως και στον τρόπο κατασκευής.
Ουτοσόστε να μπορεί να το παίρνει πλέον σε μία πολύ καλή τιμή.
Τώρα όσον αφορά τις συμβουλές που μου έδωσε η μητέρα μου, είναι αγάπη και προσήλωση σε αυτό που κάνω».
Τα οικονομικά προβλήματα και ο πλειστηριασμός
Η πολυετής οικονομική κρίση, όμως, που γονάτισε την ελληνική αγορά, δεν έκανε εξαιρέσεις.
Ούτε για έναν οίκο μόδας με τόση αναγνώριση και τέτοιου επιπέδου πελατεία.
Αν προσθέσουμε και τις συνέπειες της τωρινής κρίσης με την πανδημία, η επιχείρηση βρέθηκε σε οικονομική στενότητα.
Ήδη οι συνθήκες από τα προηγούμενα χρόνια επέβαλαν ένα γενικό «συμμάζεμα».
Έτσι η φιλοσοφία του οίκου επικεντρώθηκε στη «δημιουργία, μικρών πολυτελών πολύ-χώρων.
Εκεί η σύγχρονη γυναίκα μπορεί να αφεθεί και να ανακαλύψει τη γοητεία και την κομψότητα.
Στοιχεία που θα αναδυθούν από τις επιλογές που της προσφέρονται», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.
Αυτό, όμως δεν έσωσε την κατάσταση, με τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα να καθιστούν αναγκαία.
Το 2012, μια συμφωνία εξυγίανσης με τους πιστωτές που είχε εγκριθεί τότε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Aθηνών.
Όσο για τις επιδόσεις της εταιρείας, σύμφωνα με την τελευταία εικόνα (για τη χρήση 2018), ο τζίρος διαμορφώθηκε στις 158.275 ευρώ.
Με το καθαρό αποτέλεσμα να είναι ζημιές 318.476 ευρώ από κέρδη 964.521 ευρώ την προηγούμενη χρονιά.
Ενώ οι υποχρεώσεις υπερβαίνουν τα 2 εκατ. ευρώ.
Τώρα, όμως, η Kathy Heyndels είναι πλέον αναγκασμένη να «περπατήσει» όχι στις γνώριμες πασαρέλες, αλλά στην «ολισθηρή» πλατφόρμα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Έτσι, για τις 19 Mαΐου έχει προγραμματιστεί να βγει σε πλειστηριασμό το οικόπεδο εκτάσεως 106,20 τ.μ.
Και το ακίνητο στο οποίο στεγάζεται το κεντρικό κατάστημα επί της οδού Aθηναΐδος, στο ιστορικό κέντρο.
Η αναγκαστική κατάσχεση έγινε για οφειλή ύψους 100.000 ευρώ, ενώ επισπεύδουσα είναι η Cepal και η πρώτη τιμή προσφοράς έχει οριστεί στα 1,2 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται για ένα διατηρητέο τριώροφο ακίνητο που αποκτήθηκε από την εταιρία το 2001.
Ενώ έναν χρόνο μετά έγινε ριζική ανακαίνισή του.
Για αυτό και στην έκθεση του πλειστηριασμού χαρακτηρίζεται «σε αρκετά καλή κατάσταση με υψηλό επίπεδο τεχνικών προδιαγραφών και υποδομών».
Όπως αναφέρεται «η κατασκευή και αρχιτεκτονική του κτιρίου, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά καθώς και τα διακοσμητικά στοιχεία είναι τυπική των οικοδομών της εποχής και πιθανώς ολοκληρώθηκε το 1ο τέταρτο του 20ου αιώνα».
Το ακίνητο αποτελείται από υπόγειο επιφάνειας 62,00 τ.μ., ισόγειο 94,25 τ.μ., ημιώροφο 53,20 τ.μ., πρώτο όροφο 94,25 τ.μ. και δεύτερο όροφο 94,25 τ.μ.
Στα «βάρη» του περιλαμβάνονται προσημείωση υποθήκης υπέρ της Eμπορικής Tράπεζας.
Aπό το 2008, για ποσό 2,2 εκατ. ευρώ και άλλη μια προσημείωση για 75.000 ευρώ υπέρ της FBB το 2010.
Οι ελπίδες και η δεύτερη παράλληλη εταιρεία
Υπάρχουν, όμως, ελπίδες για την εξέλιξη της υπόθεσης και γενικότερα για την επόμενη ημέρα;
Κατ αρχήν, μετά την αναστολή των πλειστηριασμών λόγω της πανδημίας, δεν είναι βέβαιο εάν το «σφυρί» θα χτυπήσει το Μάιο ή, -το πιθανότερο-, θα αναβληθεί για αργότερα.
Οπότε θα δοθεί περαιτέρω χρόνος προκειμένου να αναζητηθεί πιθανά μια λύση.
Παράλληλα, υπάρχουν και οι σχέσεις που έχουν χτιστεί όλα αυτά τα χρόνια με τους rich and famous.
Κυρίως, όμως, είναι το γεγονός ότι από τον Ιούνιο του 2019 ο Γ. Τόγκος και η Αικ. Χατζηδιάκου προχώρησαν στη σύσταση μιας νέας εταιρείας με συναφές αντικείμενο.
Η «Κ.Η.Τ.Υ. Ι.Κ.Ε.» συστάθηκε με αρχικό κεφάλαιο 1000 ευρώ που μοιράζεται σε 100 εταιρικά μερίδια των 10 ευρώ.
Τα οποία και κατέχουν κατά 98% ο Γ. Τόγκος, που είναι και ο διαχειριστής, και κατά 2% η μητέρα του.
Η διάρκεια της εταιρείας είναι 23 χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2042.