Κλασσικός Έλληνας γιος ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο οποίος λίγο πριν υπογράψει το χρυσό συμβόλαιο ανανέωσης με τους Μπακς, ανέφερε με μεγάλη δόση χιούμορ πως ρώτησε την μητέρα του αν ήθελε να μετακομίσει και του είπε όχι. Αξλιζει να σημειωθεί πως από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό πως ο Γιάννης Αντετοκούνμπο θα υπογράψει supermax συμβόλαιο με τους Μπακς ύψους 228.2 εκατομμυρίων δολαρίων, έχει επικρατήσει ένας χαμός στο NBA. Στο Μιλγουόκι μάλιστα έφτασαν στο σημείο μετά την επίσημη ανακοίνωση της συμφωνίας, να φωτίσουν μια γέφυρα με τα χρώματα της Ελλάδας προς τιμήν του Greek Freak.
Πάντως ο ίδιος φαίνεται να απολαμβάνει όλο αυτόν τον χαμό και όπως φάνηκε και στις πρώτες του δηλώσεις στα ΜΜΕ μετά την σημερινή προπόνηση των Μπακς. Ο άσσος της στρογγυλής Θεάς που έχει κάνει την Ελλάδα γνωστή στο εξωτερικό, αυτό που τον έκανε να μείνει στα… ελάφια δεν ήταν άλλοσ απο την μητέρα του. «Ρώτησα τη μητέρα μου αν ήθελε να μετακομίσουμε και μου είπε όχι. Ο πατέρας μας θα ήταν πολύ υπερήφανος για όσα έχουμε καταφέρει», δήλωσε και συνέχισε: «Νομίζω πως όλοι όσοι βρίσκονται σε αυτόν τον οργανισμό έχουμε τον ίδιο στόχο, να δουλέψουμε για να κατακτήσουμε το πρωτάθλημα. Το ένιωσα αυτό τα τελευταία δύο χρόνια, ήμασταν πραγματικά ανταγωνιστικοί και παλέψαμε γι’ αυτό, ανυπομονώ να δω τι θα γίνει στη συνέχεια».
Για το πως πήρε την απόφαση να μείνει και αν ήταν εύκολη ή δύσκολη: «Όλο το καλοκαίρι είχα πονοκέφαλο για την απόφαση. Ήξερα τι ήθελα όμως. Όλοι είμαστε στην ίδια σελίδα. Ήταν εύκολο να πάρω την απόφαση. Ήθελα να είμαι εδώ και είμαι. Θέλω να είμαι εδώ και να μεγαλώσουν εδώ τα παιδιά μου.
Είναι δύσκολο όμως, κανείς δεν σου εξασφαλίζει το πρωτάθλημα. Μπορεί να μου πάρει και 10 χρόνια να το κερδίσω. Αλλά αν το καταφέρω στο Μιλγουόκι, θα είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου». όσο για το πως γιόρτασε το νέο του συμβόλαιο: «Γιόρτασα το νέο συμβόλαιο αγοράζοντας παιχνίδια και ρούχα για τον γιο μου, πριν πάω στο σπίτι για να κοιμηθώ και ξυπνήσω για να έρθω στην προπόνηση. Όλο αυτό μου προκάλεσε πονοκέφαλο όλο το καλοκαίρι, αν και ήξερα τι ήθελα».