Ως έναν κοσμοπολίτη με αέρα εστέτ και ακαταμάχητο στιλ, προκλητικό, σνομπ αλλά και ευαίσθητο χαρακτηρίζουν τον Κωνσταντίνο Τζούμα, ο οποίος έφυγε χθες από τη ζωή, άνθρωποι που τον γνώρισαν.
Ο ηθοποιός, ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας Κωνσταντίνος Τζούμας, τελευταία χρόνια πάλευε με τον καρκίνο.
Γόνος αστικής οικογένειας του Πειραιά, μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι και στην Αθήνα.
Στα δεκαπέντε του χρόνια δέχθηκε ένα πολύ σκληρό πλήγμα αφού έχασε τη μητέρα του. «Αισθάνθηκα ότι χωρίς τη μητέρα μου δεν είχε κανένα νόημα πια. Μια νεαρή, πάντως, σε ένα δωμάτιο στη Στοκχόλμη, πριν από χρόνια, μου είπε ότι ενώ είμαι κοινωνικός, δεν ξανοίγομαι, σαν να υπάρχει μια λεπτή γραμμή που δεν ξεπερνώ. Κι αυτό μου συμβαίνει γιατί έχασα τη μητέρα μου μικρός και δεν θέλω να πονέσω.
Ξέρω όμως ότι οτιδήποτε έχω κάνει που έχει προκαλέσει εντύπωση, έχει γίνει με τη γυναικεία μου πλευρά. Και τα βιβλία που έγραψα και οι ταινίες που έπαιξα και το θέατρο έχουν γίνει με τη δική της ευαισθησία, ματιά, κομψότητα.
Ο μπαμπάς ήταν ένας άλλος τύπος, ωραία φιγούρα, αλκοολούχα αναπνοή, κομψά κοστούμια, αργά τη νύχτα», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
Σπούδασε ηθοποιός, ενώ αργότερα έκανε μαθήματα χορού στη σχολή της Ζουζού Νικολούδη και κατά τη δεκαετία του ’70, στη Νέα Υόρκη με κορυφαίους χορογράφους. Ανάμεσά τους ο Άλβιν Νίκολαϊ, ο Μερς Κάνιγχαμ και ο Άλβιν Έιλι.
Προτίμησε να ασχοληθεί με την υποκριτική «από αντίδραση στην αντίληψη που θεωρούσε τους ηθοποιούς ελαφρών ηθών», είχε πει ο ίδιος. Ήταν άλλωστε, η μεγάλη του αγάπη.
Έφηβος ακόμη έδινε αυτοσχέδιες παραστάσεις στο σπίτι του. Έτσι, όταν ανακοίνωσε στον πατέρα του την επιθυμία να γίνει ηθοποιός, εκείνος του απάντησε: «Για νέο μού το λες; Το έχω καταλάβει!».
Στη Νέα Υόρκη τον συνάντησε ο Παντελής Βούλγαρης και του πρότεινε να παίξει τον παπά στο «Happy Day».
«Εγώ τότε με μαλλί χένα, μπότες ιππασίας, ρώσικες πουκαμίσες. Να παίξω τον παπά… φανταστείτε. Πήγα στα γυρίσματα που ήταν συναρπαστικά για όλους μας», σημείωσε ο Τζούμας.
Ήταν η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα ακολούθησαν κι άλλες, όπως οι «Γλυκιά Συμμορία» και «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» του Νίκου Νικολαΐδη, «Ακροπόλ» και «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910 – 1927» του Παντελή Βούλγαρη, «Δράκουλας των Εξαρχείων» του Νίκου Ζερβού, «Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου, «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, «Μια τόσο μακρινή απουσία» του Σταύρου Τσιώλη και «Γυναίκες που περάσατε από δω», του Σταύρου Τσιώλη.
Στο θέατρο έχει πρωταγωνιστήσει σε έργα όπως «Περιμένοντας τον Γκοντό», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Εγώ δεν…» και «Κ. Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος».
Έγινε ευρέως γνωστός από την τηλεόραση σε guest εμφανίσεις στους «Απαράδεκτους», τις «Τρεις Χάριτες», το «Οι Μεν και οι Δεν» και στους «Δύο ξένους».
Τα τελευταία χρόνια, ήταν ραδιοφωνικός παραγωγός σε καθημερινή εκπομπή στον σταθμό «Εν Λευκώ».
Εξέδωσε τρία αυτοβιογραφικά βιβλία με τους τίτλους «Ως εκ θαύματος», «Complete Unknown» και «Πανωλεθρίαμβος».
Ο Τζούμας είχε πει κάποτε για την Τέχνη: «Οι καλλιτέχνες παλεύουμε με τη μαγεία, δεν μας ενδιαφέρουν οι εξηγήσεις. Ο καλλιτέχνης είναι ένας ταχυδακτυλουργός, ο οποίος βγάζει κι εγώ δεν ξέρω τι μέσα απ’ τα μανίκια του.
Η τέχνη δεν έχει φύλο. Μπορεί να σου έρθει από εκεί που δεν την περιμένεις.
Δεν έχει να κάνει ούτε με διπλώματα που μπορεί να σου εξασφαλίσει η προνομιούχα οικονομική θέση της οικογένειάς σου και να σε στείλει σε ένα ακριβό κολέγιο. Αν είσαι κούτσουρο, κουτσουράκι θα παραμείνεις και κάποιο παιδί από κάποια μακρινή Φλώρινα ή Αλεξανδρούπολη, που το ’χει αυτό το θεϊκό πράγμα που λέγεται ταλέντο, θα εμφανιστεί και θα κάνει κάτι μαγικό».
Στην προσωπική του ζωή, έκανε έναν γάμο.
Στη δεκαετία του ΄70 παντρεύτηκε στη Νέα Υόρκη την Ιζαμπέλ Γουόρντ. Ο λόγος ήταν ότι ήθελε να εξασφαλίσει άδεια παραμονής στις ΗΠΑ. Ο έγγαμος βίος τους διήρκησε κάτι περισσότερο τρία χρόνια.
Γενικά, ο Τζούμας δεν δημιούργησε μακροχρόνιες σχέσεις. Είχε πει σχετικά: «Ποτέ δεν θέλησα να βρω έναν άνθρωπο που θα με αγαπήσει πραγματικά και θα τον αγαπήσω κι εγώ και θα πάμε εις βάθος. Δεν μου πέρασε καν από το μυαλό.
Μάλιστα, όσες φορές κάποια παρτενέρ μού έλεγε ‘αισθάνομαι πράγματα για σένα κ.λπ.’, της απαντούσα: ‘Μα, είσαι σίγουρη; Πόσο σίγουρη μπορείς να είσαι;’.
Αφού ξέρουμε ότι οι άνθρωποι όσο εύκολα παθιάζονται άλλο τόσο εύκολα τους περνάει. Συχνά, τη στιγμή που σφίγγεις στην αγκαλιά σου ένα πρόσωπο, πάνω απ’ τον ώμο της διαπιστώνεις ότι οι γάμπες του διπλανού τραπεζιού είναι πολύ ελκυστικές».
Είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να σχολιάζει την επικαιρότητα. Πρόσφατα προκάλεσαν σάλο οι δηλώσεις του για τις δολοφονίες γυναικών που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη.
«Έχει ένα δίκιο ο Μητροπολίτης Κοζάνης όσον αφορά τις φλύαρες γυναίκες. Μιλάνε πολύ σε σημείο που εκνευρίζεσαι. Πιστεύω ότι οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα οφείλονται σε ένα βαθμό στη φλυαρία των γυναικών. Μιλάνε ακατάπαυστα.
Θα μου πεις τώρα, δεν μπορεί να γενικεύεις. Είναι αφόρητο πάντως» είχε πριν από μερικούς μήνες σε τηλεοπτική εκπομπή.
Μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, έδωσε την εξήγησή του λέγοντας: «Μαύρο χιούμορ, έκανα μαύρο χιούμορ, όπως κάνω σε όλες τις περιπτώσεις. Είναι δυνατόν; Πρέπει να ξέρεις πολύ λίγο τον Τζούμα… Το τελευταίο που θα περνούσε στο μυαλό κανενός για μένα είναι ότι είμαι μισογύνης».