Ο Λάκης Λαζόπουλος παραχώρησε συνέντευξη στην εκπομπή «Super Κατερίνα» και μίλησε μεταξύ άλλων, για την υπόθεση του Στάθη Παναγιωτόπουλου αλλά και για τους Ράδιο Αρβύλα.
Λάκης Λαζόπουλος για Στάθη Παναγιωτόπουλο: «Όταν το άκουσα έβαλα τα γέλια»
«Εγώ πιστεύω ότι οι Ράδιο Αρβύλα δεν γνώριζαν για τον Στάθη Παναγιωτόπουλο. Αυτοί οι άνθρωποι που κάνουν αυτά τα πράγματα δεν τα λένε, είναι μυστικά. Αυτός μέσα στο κεφάλι του ήθελε να είναι εξουσία, να είναι πρώτος. Εγώ με το που το είδα, έβαλα τα γέλια, αλλά ο ίδιος αν βλέπει τον εαυτό του και χαίρεται δεν μπορείς να του το κόψεις. Το που θα σε χτυπήσει ο ναρκισσισμός δεν μπορείς να το καταλάβεις».
«Στήριξα τα παιδιά με την έννοια ότι πρέπει να συνεχίσουν το έργο της σάτιρας γιατί αυτό είναι το ενδιαφέρον. Και τους ίδιους τους έχει επηρεάσει. Η δουλειά ενός ανθρώπου που κάνει σάτιρα, είναι να στηρίζει όποιον ακόμα, έχει γνώμη και μπορεί να την λέει».
Στάθης Παναγιωτόπουλος: Σε δίκη για κακούργημα μετά τη διαρροή «ροζ» βίντεο
Σε δίκη και συγκεκριμένα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης παραπέμπεται ο τηλεπαρουσιαστής Στάθης Παναγιωτόπουλος για δημοσιοποίηση, μέσω διαδικτύου, υλικού με προσωπικές στιγμές με πρώην του συντρόφου (ροζ βίντεο).
Η παραπομπή του Στάθη Παναγιωτόπουλου αφορά στη μία από τις δύο υποθέσεις διαρροής «ροζ» βίντεο για τις οποίες είχε απολογηθεί την περίοδο των Χριστουγέννων (η δεύτερη εκκρεμεί στην ανάκριση) και είχε αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης τον παραπέμπει σε δίκη για παραβίαση προσωπικών δεδομένων, κατ’ εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, κρίνοντας ότι η πράξη τελέστηκε με σκοπό τη βλάβη.
Να σημειωθεί ότι ο 58χρονος παρουσιαστής είχε καταδικασθεί τον περασμένο Φεβρουάριο από το Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης για ανάλογη διαρροή «ροζ» βίντεο (η πρώτη από τις τρεις υποθέσεις που πήραν το δρόμο της Δικαιοσύνης) και είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση 5 ετών.
Κατά της παραπάνω απόφασης, ωστόσο, ασκήθηκε έφεση από εισαγγελέα, με το σκεπτικό ότι η υπόθεση θα έπρεπε να αναβαθμιστεί σε κακούργημα και άρα να παραπεμφθεί σε ανώτερο δικαστήριο, όπως κι έγινε.