Ο Μάκης Δελαπόρτας ρίχνει φως στο παρασκήνιο της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου και… επανασυστήνει στο κοινό τους αγαπημένους πρωταγωνιστές.
Ο συγγραφέας Μάκης Δελαπόρτας κυκλοφόρησε πρόσφατα το νέο του βιβλίο με τίτλο «Backstage του ελληνικού σινεμά». Μέσα από αυτό, αποκαλύπτει παρασκηνιακές σκηνές όπως του τις αφηγήθηκαν οι ίδιοι οι μεγάλοι ηθοποιοί.
Ο ίδιος ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πάντα με γοήτευαν οι ιστορίες πίσω από την κάμερα. Από τότε που, πιτσιρικάς, σκαρφάλωνα στον μαντρότοιχο του θερινού σινεμά της γειτονιάς μου, μέχρι και σήμερα που η καλή μου τύχη με έφερε κοντά σε όλους αυτούς τους μυθικούς ηθοποιούς, που –ως άλλοι παραμυθάδες– μου διηγήθηκαν τα παρασκηνιακά τους ‘κατορθώματα’, άλλοτε γλαφυρά και χαριτωμένα, κι άλλοτε συγκινητικά και δακρύβρεχτα.
Τι υπέροχες αφηγήσεις, και τι αξέχαστες βραδιές πέρασα κοντά σε όλους αυτούς τους μυθικούς ηθοποιούς, που ήταν μέρος του δικού μου ονείρου! Πίσω λοιπόν από τα λαμπερά φώτα, τα μικρόφωνα, τις κλακέτες και τις κάμερες, έπαιζαν μια άλλη ‘ταινία’, ίσως πιο αληθινή, πιο ανθρώπινη και σίγουρα πιο διασκεδαστική.
Αυτές λοιπόν τις μικρές παρασκηνιακές σκηνές θέλησα να καταγράψω στο συγκεκριμένο βιβλίο και να σας διηγηθώ τις ιστορίες έτσι όπως τις άκουσα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, που τις ψιθύριζαν μεταξύ τους και διασκέδαζαν πολύ μ’ αυτές…».
Ο Δελαπόρτας απαντά σε πολλά ερωτήματα για τους αγαπημένους ηθοποιούς μας.
Πόσο ζηλιάρης ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας; Πόσο φιλάρεσκη ήταν η «άσχημη» του σινεμά Γεωργία Βασιλειάδου;
Σε ποιά ταινία γεννήθηκε ο έρωτας της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ ύστερα από μια σκηνή φιλιού; Πόσο ριψοκίνδυνος ήταν ο Θανάσης Βέγγος; Πώς κυνήγησε η Χούντα τον Αλέκο Αλεξανδράκη για τα αριστερά του φρονήματα; Με ποιόν ταχυδακτυλουργικό τρόπο ο Σακελλάριος έκανε τους δεκαέξι ναύτες εκατό στην παρέλαση της «Αλίκης στο Ναυτικό»; Πώς η Ζωή Λάσκαρη μάγεψε τις Κάννες και γιατί η Ρένα Βλαχοπούλου προτιμούσε το ψάρεμα από το γύρισμα;
Στον πρόλογο του βιβλίου, ο Δελαπόρτας τονίζει πως ένας ολόκληρος κόσμος ζούσε, παλλόταν και κατέθετε ψυχή και μεράκι για τη δημιουργία μιας ταινίας. «Και το κοινό πάντα εκεί, στην πλατεία αναπαυτικά καθισμένο να ταξιδεύει στ’ όνειρο μέσα από τις ιστορίες των ‘μάγων’ της μεγάλης οθόνης.
Άλλοτε θερμό και ενθουσιώδες κι άλλοτε αυστηρό και επικριτικό. Δεν νομίζω πως οι περισσότεροι απ’ αυτούς έμπαιναν ποτέ στη διαδικασία να σκεφτούν με τι τρόπους και με τι μέσα γυρίζονταν όλες αυτές οι ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν πράγματι αξιοθαύμαστοι οι σκηνοθέτες, οι τεχνικοί και οι ηθοποιοί για το άρτιο αποτέλεσμα που έφερναν πολλές φορές, ενώ τα μέσα για την εγχώρια παραγωγή ήταν φτωχά και περιορισμένα».
Κατά τον συγγραφέα, πολλά από τα γυρίσματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν «ηρωικά», αφού ολοκληρώθηκαν μετά πολλών κόπων και βασάνων και με αναρίθμητες δυσμενείς καταστάσεις και αντίξοες συνθήκες. «Ηθοποιοί που οποιαδήποτε στιγμή ήταν ‘ετοιμοπόλεμοι’ για την πιο δύσκολη ‘μάχη’, για την πιο σοβαρή διαφωνία και την πιο σκληρή αναμέτρηση ακόμα και με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Πολλοί δήλωναν πως αρκετές φορές ξεπερνούσαν τα όριά τους για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του σκηνοθέτη ή στις ανάγκες του σεναρίου μιας ταινίας. Σκληρή δουλειά με ατελείωτες μετακινήσεις και ταξίδια για γυρίσματα πότε σε θάλασσες, λίμνες και ποτάμια και πότε σε βουνά, σπήλαια και φαράγγια».
Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι του κινηματογράφου έδιναν πάντα τον καλύτερό τους εαυτό και μάλιστα χωρίς να γνωρίζουν ότι οι ταινίες – τις οποίες οι περισσότεροι τότε έκαναν για λόγους βιοπορισμού- θ’ αποτελούσαν το μέσο για την υστεροφημία και τη μυθική διάσταση των ονομάτων τους.
Χωρίς να γνωρίζουν ότι η τηλεόραση- ένα άγνωστο, τότε, μέσο- θα πρόβαλλε τις ταινίες αυτές 50 κι 60 χρόνια μετά εξασφαλίζοντας στους πρωταγωνιστές τους φήμη διαχρονική και κυρίως την επαφή με τις σημερινές γενιές του ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Στο βιβλίο υπάρχουν κεφάλαια αφιερωμένα στον Βασίλη Λογοθετίδη, στον Αλέκο Αλεξανδράκη, στον Λάμπρο Κωνσταντάρα, στη Τζένη Καρέζη, στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, στον Μάνο Χατζιδάκι, στον Κώστα Χατζηχρήστο, στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στον Νίκο Κούρκουλο και σε πολλούς ακόμη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και αυτά που αναφέρονται στην προϊστορία και στα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου.
Γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: «Την άνοιξη του 1897, οι Αθηναίοι έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την πρώτη προβολή ολιγόλεπτης κινηματογραφικής ταινίας (ζουρνάλ) σε μία αίθουσα για τυχερά παιχνίδια στην πλατεία Κολοκοτρώνη και οι αντιδράσεις του κοινού είναι ποικίλες.
Άλλοι θαυμάζουν το ‘καινοφανές’ θέαμα και άλλοι το αποδοκιμάζουν λιθοβολώντας την οθόνη και χαρακτηρίζοντάς το έργο του Σατανά. Μέχρι το 1915 όπου θα προβληθεί για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη ελληνική ταινία, το αθηναϊκό κοινό θα βλέπει ξένες παραγωγές του Λουί Λιμιέρ και ολιγόλεπτα ελληνικά φιλμάκια όπως ‘Οι υφάντρες’ των αδελφών Μανάκη (1905), ζουρνάλ (ρεπορτάζ επικαιρότητας) με θέματα όπως οι Μεσο – ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας (1906) και η γιορτή του βασιλιά Γεωργίου Α’.
Στις 22 Ιανουαρίου του 1915 στον κινηματογράφο ‘Πάνθεον’ θα προβληθεί η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους ελληνικής παραγωγής με τίτλο ‘Η Γκόλφω’ που βασίστηκε στο πασίγνωστο ειδύλλιο του Σπύρου Περεσιάδη, σε σκηνοθεσία Κώστα Μπαχατώρη. Η ταινία κόστισε 100.000 δραχμές, ποσό μυθικό για την εποχή κι επειδή τότε δεν υπήρχαν ακόμη στούντιο, τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε φυσικά τοπία όπως στον Χελμό, στην Ελευσίνα, στο δάσος Ευταξία στην Κόρινθο, στον Πύργο της βασίλισσας Αμαλίας στο Ιλιον κ.λ.π.
Στην ‘Γκόλφω’ εμφανίστηκαν εκατό άτομα: ηθοποιοί, κομπάρσοι καθώς και Άγγλοι περιηγητές. Τους βασικούς ρόλους όμως έπαιξαν ηθοποιοί των μπουλουκιών της εποχής που παρουσίαζαν το έργο στις πόλεις και στα χωριά της επαρχίας. Έτσι, στην ταινία πρωταγωνίστησαν η Ολυμπία Δαμάσκου, ο Ζάχος Θάνος και ο Γιώργος Πλούτης.
Η ταινία δεν θα σημειώσει την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία αν και οι κριτικές ήταν ευμενείς. Για τον λόγο αυτόν ο Μπαχατώρης εγκατέλειψε για πάντα τα φιλόδοξα κινηματογραφικά του σχέδια, αφού είχε καταστραφεί οικονομικά.
Ωστόσο, έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους σκαπανείς του ελληνικού κινηματογράφου.
Επιτυχία δεν θα σημειώσει ούτε ‘Η κερένια κούκλα’ του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου που θα προβληθεί την ίδια χρονιά.