Βράδυ Κυριακής, 18 Αυγούστου 2019. Έχουν περάσει δύο χρόνια από το θάνατο της Ζωής Λάσκαρη, όταν η δεύτερη εξαδέλφη της Μάρθας Κουτουμάνου, Ίρις Κουρούκλη Καλφοπούλου, ανεβάζει στην προσωπική της σελίδα στο Facebook λίγα λόγια αφιερωμένα στη μεγάλη Ζωή Λάσκαρη. Τα λόγια αυτά ανήκουν στην πρωτότοκη κόρη της μεγάλης ηθοποιού, Μάρθα Κουτουμάνου….
«Κυριακή 18 /8 / 2019. Δυο χρόνια πέρασαν και η αγαπημένη της κόρη Μάρθα το πρωί έγραψε λίγες γραμμές για τη μαμά της. Το ανεβάζω για λογαριασμό της ξαδέλφης μου:
«Ησουν αετός και με τα φτερά σου μας αγκάλιαζες, μας προστάτευες με τον δικό σου τρόπο.
Τώρα πια φαίνεται αλλόκοτο.
Μη ξέροντας τι και πώς, εναντιωθήκαμε μεταξύ μας.
Φάνηκε ποιοι ήταν άνθρωποι και ποιοι μισάνθρωποι.
Νομίζω ότι θα τα ξαναπούμε κάποια στιγμή, Μάνα μου»
Μάρθα
Μια «οικογενειακή» διαμάχη – Πώς έφτασαν στη ρήξη;
Η Ζωή Λάσκαρη πέθανε την Παρασκευή 18 Αυγούστου του 2017. Πολύ λίγο καιρό μετά το θάνατό της έγινε γνωστό ότι ανάμεσα στις δύο κόρες της δημιουργήθηκε ρήξη για τα περιουσιακά και αντάλλαξαν μεταξύ τους εξώδικα. Ας δούμε όμως τι συνέβη εκείνη τη μέρα… Η Μάρθα Κουτουμάνου βρίσκει τη μητέρα της Ζωή Λάσκαρη νεκρή στο υπνοδωμάτιό της. Ενημερώνει αμέσως τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο: «Αλέξανδρε έλα γρήγορα στο Πόρτο Ράφτη. Η μαμά πέθανε». Τηλεφωνεί στην αδελφή της, εκείνη δεν απαντά. Έχει ήδη ενημερωθεί από τον πατέρα της και σε λίγα λεπτά βρίσκεται στο Πόρτο Ράφτη. Τις πρώτες μέρες το σπίτι γεμίζει από φίλους της Μαρίας Ελένης, όλοι προσπαθούν να την κάνουν να ξεχαστεί. Η Μάρθα ένιωθε σαν να έβλεπε ταινία. Ήταν σοκαρισμένη από τον θάνατο της μάνας της κι από όσα διαδραματίστηκαν στη συνέχεια…
Τρεις μήνες αργότερα, στα μέσα Νοέμβρη του 2017, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος φεύγει από το σπίτι στο Πόρτο Ράφτη και μετακομίζει στο πατρικό του στο Κολωνάκι. Στις 30 Νοέμβρη, ανήμερα των γενεθλίων του Βλάσση Μπονάτσου, η Μάρθα πέφτει θύμα κλοπής. Γύρω στις 7 το απόγευμα, δύο κουκουλοφόροι μπαίνουν στο σπίτι και κατευθύνονται μόνο στο δωμάτιό της (!) απ΄ όπου αφαιρούν 98 χρυσές λύρες και 50.000 ευρώ. Η Μάρθα καταρρέει και στη συνέχεια αλλάζει κλειδαριές στο σπίτι και με ό,τι της έχει απομείνει προσπαθεί να ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Στις 10 Δεκεμβρίου του 2018 όταν λαμβάνει το πρώτο εξώδικο από την αδελφή της Μαρία Ελένη Λυκουρέζου με το οποίο την καλεί να της δώσει κλειδιά του σπιτιού στο Πόρτο Ράφτη, προειδοποιώντας την ότι αν δεν το πράξει θα προβεί σε αντικατάσταση της κλειδαριάς. Στα τέλη Δεκεμβρίου η Μάρθα Κουτουμάνου απαντά στην Μαρία Ελένη Λυκουρέζου ότι το σπίτι δεν είναι αυτοσυντηρούμενο και τα χρήματα δεν φυτρώνουν σε κάποιο δέντρο. «Δεν δώσατε ούτε ένα ευρώ σε χρέη που μας βαραίνουν… φρόντισε να μας προσδιορίσεις ποια θα είναι η συμμετοχή σου στα έξοδα του σπιτιού που τρέχουν», έγραφε στο εξώδικο η μεγάλη κόρη της Ζωής Λάσκαρη.
Στις 7 Ιανουαρίου έρχεται με εξώδικο η απάντηση της Μαρίας Ελένης Λυκουρέζου: «Ο πατέρας μας Αλέξανδρος κάλυπτε για περισσότερα από 40 χρόνια κάθε σου ανάγκη, πώς είναι δυνατόν να ισχυρίζεσαι πώς ο πατέρας μας σου οφείλει έστω και ένα ευρώ…».
Στις 7 Απριλίου 2019 κατατέθηκαν ασφαλιστικά μέτρα από τη Μαρία Ελένη όπου πρότεινε να οριστεί ως προσωρινός διαχειριστής της περιουσίας της Ζωής Λάσκαρη ο φίλος της και για πολλά χρόνια σύντροφός της Μάκης Σούλης για να διανείμει και στις δύο αδελφές όσα περιλαμβάνονται σε τραπεζική θυρίδα, αλλά και για να δείχνει το σπίτι στο Πόρτο Ράφτη σε υποψήφιους αγοραστές.
Το δικαστήριο απορρίπτει το αίτημά της. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, η Μάρθα όφειλε να παραδώσει στη Μαρία Ελένη αντίγραφο των κλειδιών του επίμαχου ακινήτου στο Πόρτο Ράφτη προκειμένου να το δείχνει σε υποψήφιους αγοραστές και να γίνει εκτίμηση της αξίας του από αρμόδιους πραγματογνώμονες. Η Μάρθα Κουτουμάνου αποφάσισε να μην κάνει αίτηση ανάκλησης της απόφασης και να παραδώσει αντίγραφο των κλειδιών στην αδελφή της Μαρία Ελένη Λυκουρέζου. Έκτοτε, η μεγάλη κόρη της αείμνηστης Ζωής Λάσκαρη μένει στο Πόρτο Ράφτη και φροντίζει μόνη της το σπίτι.
Ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος και η Μαρία Ελένη παίρνουν θέση
Η «οικογενειακή» κόντρα σύντομα βγαίνει στη δημοσιότητα και γίνεται θέμα συζήτησης σε πάνελ εκπομπών…
Είναι μεσημέρι καθημερινής όταν η δεύτερη εξαδέλφη της Μάρθας Κουτουμάνου, Ίρις Κουρούκλη Καλφοπούλου, η οποία δούλεψε στο πλάι της Ζωής Λάσκαρη και έκανε στενή παρέα με τις δύο αδελφές, παρεμβαίνει σε τηλεοπτική εκπομπή υποστηρίζοντας πως όσα αναφέρει η Μάρθα Κουτουμάνου στο εξώδικό της -απάντηση σε εκείνο της αδελφής της- είναι αλήθεια: η Μάρθα σε αντίθεση με τη Μαρία Ελένη δεν πήρε τίποτα από τα πράγματα της μητέρας της, ότι η συμπεριφορά του Αλέξανδρου Λυκουρέζου και της Μαρίας Ελένης άλλαξαν μετά τον θάνατο της Ζωής κι ότι η επιθυμία της Μάρθας να παραμείνει το όνομα «Θεατρική Σκηνή Ζωή Λάσκαρη» στο θέατρο που οικοδόμησε η μητέρα της πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Η απάντηση φτάνει μία μέρα αργότερα στην ίδια εκπομπή από τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο: «Η κυρία Ίρις η οποία εμφανίστηκε ως μάρτυς είναι πράγματι συγγενικό πρόσωπο τυπικά, αλλά ουσιαστικά δεν είχε ποτέ μεγαλύτερη ανάμειξη ή συμμετοχή στα οικογενειακά θέματα. Μετά τον θάνατο, τον Αύγουστο του 2018, έγινε η διανομή -με τη δική μου παρουσία- όλων των πραγμάτων μεταξύ των παιδιών Μαρίας Ελένης και Μάρθας ηρεμότατα και ωραιότατα. Η κάθε μία επέλεγε τι θέλει να πάρει από τα αντικείμενα, τα ρούχα και με απόλυτη συμφωνία προχώρησε αυτή η διανομή. Όλα αυτά που λέγονται ότι άλλαξε η συμπεριφορά απέναντί της είναι ένα χονδροειδέστατο ψεύδος!… Τη Μάρθα, τη φιλοξενούσαμε, εκεί έμενε, εκεί κοιμόταν, εκεί έτρωγε, δεν προσέφερε τίποτε απολύτως οικονομικά, δεν εργαζόταν, δεν μπορούσε… Η Ζωή Λάσκαρη είχε επιλέξει τη Μαρία Ελένη Λυκουρέζου να είναι στο θέατρο, μαζί είχαν παίξει το πρώτο έργο. Η Μάρθα Κουτουμάνου ουδέποτε ενδιαφέρθηκε ουσιαστικά για το θέατρο. Από μικρή η Μαρία Ελένη το παρακολουθούσε, η Ζωή μαζί με τη Μαρία Ελένη πήγαινε στο θέατρο. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν η Μάρθα αποφάσισε να μείνει στο σπίτι και αρνούνταν για δύο ολόκληρα χρόνια να δώσει τα κλειδιά του σπιτιού στη συνιδιοκτήτρια αδελφή της. Το δικαστήριο προ ημερών την διόρισε προσωρινή διαχειρίστρια και υποχρέωσε την πλευρά της Μάρθας να παραδώσει τα κλειδιά… Η συμπεριφορά της Μάρθας τα δύο τελευταία χρόνια είναι τουλάχιστον ανεξήγητη! Ακόμα και τους πίνακες τους χαρίσαμε στη Μάρθα. Υπάρχουν κάποιες εκκρεμότητες οικονομικές, οι οποίες θα επιλυθούν με την πώληση του ακινήτου…», είπε ο γνωστός ποινικολόγος.
Την επόμενη κιόλας ημέρα τοποθετείται στο θέμα και η Μαρία Ελένη Λυκουρέζου: «Είναι λίγο νωρίς να μιλήσω, αυτή τη στιγμή προτιμώ να μιλάνε άλλοι και να πάθουν τρικλοποδιά. Οι κατηγορίες είναι πάρα πολύ άσχημες και τα ψέματα πάρα πολλά, υπάρχουν και αποδείξεις ότι είναι ψέματα… Δεν αρνούμαι τα εξώδικα και τα ασφαλιστικά μέτρα που έχω κάνει, αλλά ο λόγος που έχουν γίνει όλα αυτά και το γιατί ξεκίνησαν θα το πω την κατάλληλη στιγμή. Τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά, δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε γιατί τα πράγματα είναι χωρισμένα μισά μισά. Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα θα φανούν σε λίγο καιρό. Επαναλαμβάνω κάτι που έχω ξαναπεί, δεν φτύνω εκεί που με στηρίζουν. Δεν κιτρινίζω, δεν βρίζω εκεί που με έχουν στηρίξει. Όταν φεύγει κάποιος άνθρωπος από μία οικογένεια, αλλάζουν οι ισορροπίες, πόσο μάλλον όταν φεύγει μία μάνα… Διαλύονται τα πάντα. Εμένα μου αρέσει όταν διαλύονται τα πάντα, γιατί τα ξαναφτιάχνει ο καθένας μόνος του από την αρχή. Δεν μπορείς πια να είσαι σε μια ηλικία και να στηρίζεσαι στα φτερά της μάνας σου ή να στηρίζεσαι στις πατερίτσες κάποιου άλλου που σου προσφέρει οικονομική βοήθεια. Πρέπει μόνος σου να αναλάβεις τη ζωή σου, χωρίς να κατηγορείς ένα παρελθόν το οποίο σου πρόσφερε τα πάντα».
Η απάντηση της Μάρθας
Στην απέναντι όχθη, η Μάρθα Κουτουμάνου επαναλαμβάνει πως θα μιλήσει όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή ενώ περιορίζεται σε μία λιτή γραπτή δήλωσή όπου αναφέρει: «Αντί άλλης απάντησης σε όσα τις τελευταίες ημέρες και όχι με δική μου ευθύνη βλέπουν το φως της δημοσιότητας, θα ήθελα να δηλώσω τα ακόλουθα: Εκφράζω τη λύπη μου για το γεγονός ότι η αδελφή μου και ο Αλέξανδρος εκθέτουν οικογενειακά και προσωπικά μας θέματα, με συνέπεια να γινόμαστε όλοι -εγώ άθελά μου- αντικείμενο σχολιασμού που πλήττει τη μνήμη της μητέρας μας. Αποτελεί συνειδητή επιλογή μου να μην ακολουθήσω αυτήν την πρακτική με την οποία από θέση αρχής διαφωνώ. Η σιωπή μου όμως δε συνιστά ούτε δηλώνει αδυναμία απόδειξης της αλήθειας ή αναλήθειας των όσων έχουν γραφτεί ή ειπωθεί. Ευτυχώς πλήθος αποδείξεων και μαρτυριών βρίσκονται στη διάθεσή μου. Επισημαίνω ότι για τους ίδιους λόγους συνειδητά μέχρι σήμερα δεν επέλεξα το δρόμο των δικαστηρίων και των αγωγών κατά μελών της οικογενείας μου. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι εφικτή στα πλαίσια μιας πολιτισμένης εξωδικαστικής λύσης η πλήρης διευθέτηση όλων των ζητημάτων που εκκρεμούν με σκοπό την εξεύρεση λύσεων που θα είναι δίκαιες και νόμιμες και για εμένα και για την αδελφή μου».
Την ίδια στιγμή, η Μάρθα διαμηνύει σε φιλικά και συγγενικά της πρόσωπα να απέχουν από κάθε δήλωση αναφορικά με το επίμαχο θέμα. Η επιθυμία της γίνεται σεβαστή απ’ όλους πλην της κόρης της Ζένιας Μπονάτσου η οποία αποφασίζει να εκθέσει τις δικές της αλήθειες σε τηλεοπτική εκπομπή. Η Μάρθα δεν την εμποδίζει: «Όσο είναι κόρη μου άλλο τόσο είναι και μία ξεχωριστή οντότητα τις αποφάσεις της οποίας θα σέβομαι πάντα…», λέει.
Τι είπε η Ζένια;
Τα αποτυπωμένα σε τηλεοπτικές κάρτες λόγια της Ζένιας Μπονάτσου πιστοποιούν ότι το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές ίσως και να μην κλείσει ποτέ: «Τον κύριο Λυκουρέζο τον αποκαλούσα παππού μου και τον αγαπούσα πάρα πολύ. Εγώ δεν έχω κανένα παράπονο, σε όλη μου τη ζωή, για το πώς με μεγάλωσαν και τι μου προσέφεραν. Ο λόγος που δεν μίλαγα στον παππού μου δεν ήταν επειδή συνέχισε τη ζωή του με μία άλλη γυναίκα, αλλά διότι εκτέθηκε η εικόνα του και εξέθεσε τη γιαγιά μου μετά τον θάνατό της.
Η μάνα μου δεν ανάγκασε ποτέ κανέναν να την φιλοξενήσει όπως λέει ο παππούς μου. Για μένα είναι ντροπή του που το λέει, πρέπει να ντρέπεται με αυτά που ξεστομίζει… Όταν πέθανε ο πατέρας μου, η γιαγιά μου από μόνη της είπε στη μητέρα μου «θέλω να έρθεις να μείνεις στο σπίτι μας, είναι και δικό σου σπίτι». Και εγώ έμενα εκεί και το ξέρω από πρώτο χέρι γιατί έμενα εκεί. Η θεία μου από την άλλη όμως δεν έμενε στο σπίτι στο Πόρτο Ράφτη. Η θεία μου από τα 18 της έμενε μόνη της αλλού, σε διάφορες περιοχές, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί σπίτι της.
Η θεία, την πρώτη βδομάδα μετά που πέθανε η γιαγιά μου, που ήταν μία πολύ σκληρή βδομάδα, όχι απλά έμενε στο σπίτι με τον γκόμενό της αλλά έφερνε και τους φίλους της. Δεκαπέντε άτομα, και γελάγανε και πίνανε κοκτέιλ… Και μετά από έναν μήνα περίπου από εκεί που μπαινόβγαινε συνέχεια κόσμος, λες και το σπίτι ήταν ξενοδοχείο, και κάθε βράδυ πάρτι και δεν ξέρω κι εγώ τι, μια μέρα λέει ο Λυκουρέζος: «Μάρθα θέλω να ανέβεις πάνω στο σαλόνι να μιλήσουμε» και λέει η μάνα μου «Ναι πολύ ευχαρίστως». Και η μάνα μου κατάλαβε ότι μάλλον θα μιλάγανε για τα πράγματα και για το τι θα γίνει με το σπίτι, που και πάλι η μάνα μου θεωρούσε ότι είναι πολύ νωρίς για τέτοια συζήτηση.
Στη συζήτηση αυτή ανακοίνωσαν στη μάνα μου ότι σε μία εβδομάδα θέλουν να φύγει από το σπίτι για να πουληθεί, ότι θέλουν να πουληθούν όλα τα πράγματα της Λάσκαρη και κάποια λεφτά που είχε η γιαγιά μου στην άκρη σε κάτι ντουλάπια, ότι αυτά τα πήραν χωρίς να το ξέρει η μάνα μου. Μετά χωρίσανε κάποια λεφτά που υποτίθεται ότι υπήρχαν, αλλά ήταν περισσότερα από όσα έλεγαν. Είπαν: “θα πάρει τόσα η κάθε μία” αλλά πήγαν όλα στο γραφείο του Λυκουρέζου και εξαφανίστηκαν. Η μάνα μου δεν πήρε μία από αυτά τα χρήματα, όπως δεν πήρε από τα πράγματα της μάνας της ούτε ένα πραγματάκι. Τα εξαφάνισε όλα η θεία μου. Ερχόταν με βαλίτσες και φορτηγά και τα ξεφόρτωνε όλα. Ο παππούς μου έφυγε από το Πόρτο Ράφτη αλλά ήταν επιλογή δική του. Θα σας το πω λαϊκά: Η θεία μου έχει μια ψωνάρα να βγαίνει και να λέει ποιος είναι ο μπαμπάς της, ποια ήταν η μαμά της, τί κάνει στη ζωή της, που ούτε η ίδια δεν ξέρει τί κάνει στη ζωή της. Η μάνα μου έχει προτεραιότητα αυτή τη στιγμή να φτιάξει τη ζωή της, κάτι που δεν θα γίνει μάλλον ποτέ με την αδελφή της που έχει μπλέξει. Το μέλημά της δεν είναι να βγαίνει στα κανάλια, να τσακώνεται στα παράθυρα με την αδελφή της, να γίνεται ρεζίλι και να τη συζητάει όλη η Ελλάδα. Αυτό είναι χάσιμο χρόνου. Την ενδιαφέρει να λυθούν τα πράγματα μία ώρα αρχύτερα. Ιδανικά, σαν όνειρο ζωής, θα ήθελα να τελειώνουν με τα δικαστήρια, να χωριστούν όλα στα δύο και να πάρει ο καθένας αυτό που του αξίζει και το δρόμο του. Και από εκεί και πέρα καμία επαφή…».