Ενώ τα απομνημονεύματα του Μάθιου Πέρι δεν έχουν καλά-καλά δημοσιευτεί στην αγορά (σ.σ 1η Νοεμβρίου), το βιβλίο του καλύτερου χαρακτήρα στα Φιλαράκια με τίτλο «Friends, Lovers, and the Big Terrible Thing» σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον τις τελευταίες ημέρες, λόγω των αποσπασμάτων που βγαίνουν στη φόρα και αφορούν τις σχέσεις του με τις γυναίκες, αλλά κυρίως εξαιτίας των εθισμών του στο αλκοόλ και τα χάπια.
Άλλωστε με ατάκες όπως το «έπαιρνα 55 Vicodin ημερησίως και έπινα σχεδόν μισό μπουκάλι βότκα απλώς για να βγάλω τη μέρα», αλλά και το «έδωσα περίπου εννιά εκατομμύρια δολάρια για να απεξαρτηθώ» δεν είναι και πολύ δύσκολο να μην τραβηχτεί η προσοχή εκείνων που πάντα τους άρεσε να κοιτούν μέσα από την κλειδαρότρυπα, αλλά πρωτίστως εκείνων που είτε τον είχαν αγαπήσει κυρίως από τον συγκεκριμένο ρόλο και ενδεχομένως να είχαν ταυτίσει σε αρκετά σημεία τον εαυτό τους με τον κολλητό του Τζόι Τριμπιάνι, είτε εκείνων με ανάλογα βιώματα τηρουμένων των αναλογιών.
Από τον Τσάντλερ Μπινγκ, στα κέντρα απεξάρτησης
Όταν ο κόσμος γνώρισε τον Πέρι, τον γνώρισε μέσα από τα Φιλαράκια και η γνωριμία αυτή θα ήταν εφ’ όρου ζωής, με τη δημοτικότητα της σειράς να αγγίζει ταβάνι. Όμως ήταν ακριβώς εκείνη η επιτυχία που θα οδηγούσε τον ηθοποιό σε μια διαρκή ρώσικη ρουλέτα για τη ζωή του, με την αναγνωρισιμότητα και τα πάρα πολλά εκατομμύρια δολάρια που συνόδευαν αυτού του είδους τη ζωή να ενεργοποιούν με μεγαλύτερη ευκολία διάφορα «ελαττώματα» στον χαρακτήρα του.
Έχοντας έρθει σε επαφή με το αλκοόλ από την ηλικία των 14 ετών, όπως αποκάλυψε τόσο σε συνέντευξη που έδωσε στους «New York Times» πριν από λίγες ημέρες όσο και εκτενέστερα στο βιβλίο του, ο Πέρι στην πορεία δεν θα αργούσε να βρει νέους τρόπους για να βάζει τα προβλήματά του κάτω από το χαλί με σκοπό βεβαίως να αισθανθεί καλύτερα ψυχολογικά. Η περίοδος εκείνη ήταν περίπου μια δεκαετία αργότερα, όταν η επαγγελματική ζωή του άλλαξε με το κάστινγκ για τα Φιλαράκια, μια περίοδος που όσο μεγάλωναν τα φώτα στην όψη του νομίσματος που έβλεπε το κοινό, τόσο μεγάλωνε η σκιά σ’ αυτή που δεν φαινόταν.
Στο Friends, ο Τσάντλερ Μπινγκ είχε για μηχανισμό άμυνάς του το χιούμορ σε όλες του τις εκφάνσεις, έχοντας ζήσει μια ιδιαίτερη παιδική ηλικία, αδυνατώντας να φλερτάρει με ιδιαίτερη επιτυχία τις γυναίκες στις οποίες είχε μεγάλη αδυναμία και προσπαθώντας να ταιριάξει σε οποιοδήποτε περιβάλλον. «Είμαι ο Τσάντλερ και κάνω αστεία όταν νιώθω άβολα», παραδέχεται στη νυν σύντροφο του Ρίτσαρντ, πρώην σχέση της μεγάλης του αγάπης, Μόνικα, σε μια τυχαία συνάντηση σε ένα εστιατόριο, σε μια ατάκα που περιέγραψε μέσα σε δύο δευτερόλεπτα όσα είχαν στο κεφάλι τους οι σεναριογράφοι για τον χαρακτακτήρα όταν έφτιαξαν τη σειρά, αλλά και συνόψισε το περίπου δεκαετές «χτίσιμο» αυτού. Κι όταν δεν δούλευε τίποτα από αυτά, με την ψυχολογία στο ναδίρ, έσπαγε το τζαμάκι έκτακτου κινδύνου και επέστρεφε στη σχέση του με τη Τζάνις.
Τα αστεία του σε συνδυασμό με τις εκφράσεις του προσώπου του, τους χορούς του, τα ειρωνικά γέλια και το μεγάλο του όπλο, τον σαρκασμό, έδιναν την εντύπωση πως οι… μαυρίλες σου μπορούν να «παλευτούν» και με τα απλά πράγματα της ζωής, όπως με έναν καφέ στον αγαπημένο καναπέ της παρέας σου πειράζοντας ο ένας τον άλλο, με την συγκατοίκηση ακόμη κι αν έπρεπε να βάζεις όλα σου τα λεφτά στα σάντουιτς και τις οντισιόν του κολλητού σου, αλλά και τον έρωτα, που από ένα σημείο και μετά έμοιαζε ως την πραγματική διέξοδο για όσα είχε κλείσει μέσα του μέχρι τότε. Σεναριακά όλα αυτά ήταν αρκετά, αλλά για εκείνον στην πραγματική ζωή δεν ήταν.
Χωρίς το περιτύλιγμα του σόου για το πώς ένας καταθλιπτικός άνθρωπος μπορεί να τα βγάλει πέρα, ο Πέρι έψαχνε να βρει άλλους μηχανισμούς για να ξεχαστεί, και όταν υπάρχουν οι πόροι υπάρχουν και οι λύσεις, ασχέτως του πόσο καταστροφικές μπορεί να είναι για τον εαυτό σου. Άλλωστε χώρια στα υπόλοιπα θέματα που είχε στο μυαλό του, ο πλέον 53χρονος Αμερικοκαναδός (και σύμφωνα με τον ίδιο εδώ και 18 μήνες νηφάλιος) έπρεπε να διαχειριστεί την πίεση του να είναι ένα από τα πιο καυτά ονόματα της τηλεοπτικής βιομηχανίας, κάτι που… φυσικά συνεπάγεται προβολή ακόμη και στα χειρότερά σου, καθιστώντας αδύνατο το να απολαύσεις την ιδιωτικότητα, είτε μέσα είτε έξω από τον οποιοδήποτε εθισμό.
Στην πραγματική ζωή, ο Μάθιου Πέρι δεν πήγαινε στο Central Perk ούτε ήταν μονίμως με παρέα, παρά «φτιαχνόταν» για να καθίσει μόνος του σε ένα γεμάτο αλλά συγχρόνως τόσο άδειο σπίτι για να δει λίγη τηλεόραση, μέχρι να «σβήσει» χωρίς να χάσει το κίνητρο να σηκωθεί από το κρεβάτι ή τον καναπέ του και την επόμενη ημέρα. Και από εκείνο το σημείο οι επιλογές ήταν δύο. Είτε θα προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ όλο αυτό, είτε -όπως παραδέχθηκε ο ίδιος- θα πέθαινε, γεγονός που «σε έναν οξύμωρο κόσμο θα σόκαρε πολλούς, αλλά δεν θα εξέπληττε κανέναν». Έτσι, σταμάτησε να προσποιείται ότι όλα είναι ένα αστείο, όπως αναγκαζόταν να κάνει στα γυρίσματα της σειράς πριν επιστρέψει στις καταχρήσεις, και με τους σωστούς ανθρώπους γύρω του, επενδύοντας πολλά χρήματα για να το πράξει, πήρε στα σοβαρά -έστω και αργά- τον δρόμο της απεξάρτησης.
«Θα είμαι εκεί για σένα»
Παρακολουθώντας ξανά τα Φιλαράκια, μία από τις πιο… δημοφιλείς απορίες ήταν για ποιον λόγο ο Πέρι δείχνει τόσο διαφορετικός από σεζόν σε σεζόν. Άλλοτε κουρεμένος, άλλοτε με μακρύ μαλλί, άλλοτε αδύνατος κι άλλοτε πιο γεμάτος, άλλοτε ξυρισμένος κι άλλοτε με goatie, ο ηθοποιός ήταν ο μοναδικός που είχε τόσο εμφανείς αλλαγές στο παρουσιαστικό του συγκριτικά με τους συμπρωταγωνιστές του. Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος χρόνια αργότερα, εξηγώντας πως η εικόνα του ήταν αυτή που θα μπορούσε να προδώσει στους πιο έμπειρους την πορεία του εθισμού του. Από το αλκοόλ στα χάπια, από τα χάπια στο αλκοόλ και ούτω καθεξής.
Τις διαφορές του αυτές, αλλά κυρίως την κακή του αναπνοή εξαιτίας του αλκοόλ, την παρατήρησε περισσότερο απ’ όλους η καλή του φίλη «Τζένη», με την Άνιστον να είναι εκείνη που με τον τρόπο της του είπε πως θα… είναι εκεί γι’ αυτόν στα δύσκολα, πλησιάζοντάς τον πρώτη με εκείνο το «Μπορούμε να το μυρίσουμε», που για τον ίδιο ήταν μια δυνατή σφαλιάρα αφύπνισης, ειδικά από τη στιγμή που ήταν στο Α’ πληθυντικό. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η Λίζα Κούντροου, η οποία χρησιμοποίησε το σάουντρακ της σειράς αυτό καθαυτό για να τονίσει ότι τον στήριζε και θα τον στηρίζει όποτε τη χρειαστεί. «Είχε μια απαίσια ασθένεια και τη βίωσε στην χειρότερη εκδοχή της. Αυτό που δεν άλλαζε ήταν η θέληση του για να προχωρά, να συνεχίζει να παλεύει και να συνεχίσει να ζει. Τον αγαπώ πάρα πολύ. Θα το κλείσω με το I’ll be there for you, αλλά είναι αλήθεια. Θα είμαι πάντα εκεί γι’ αυτόν», ανέφερε η «Φιμπς» επίσης στους «NYT», έχοντας ακούσει πολλάκις εκείνο το «Είναι καλά ο Μάθιου Πέρι;» σε σχετικές συζητήσεις που είχε για τους υπόλοιπους της σειράς -κάτι που υπογράφει και στο βιβλίο του.
Δεν είναι ένα βιβλίο για να πουλήσει
Σύμφωνα με τον ίδιο, όποιος λέει ότι δεν υπάρχει κόλαση κάνει λάθος, μιας και όπως δηλώνει έχει περάσει από αυτή και γνωρίζει πώς είναι. Με ατάκες όπως αυτή για τον Χιθ Λέτζερ και τον Κιάνου Ριβς (ατάκα για την οποία αναδίπλωσε), οι κακές γλώσσες ισχυρίζονται ήδη πως σκοπός του είναι το χρήμα, αλλά για εκείνον είναι μια ιστορία που ξεκίνησε να γράφεται στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου σε μορφή σημειώσεων, ως ένας απολογισμός μιας κακής στροφής που εν τέλει δεν τον έβγαλε από την πορεία του.
Παράλληλα αποτελεί μια ιδανική ευκαιρία να βρεθεί στην απέναντι πλευρά και αυτή τη φορά να είναι εκείνος αυτός που θα βοηθήσει κάποιον που το έχει ανάγκη, όπως κάνει χρηματοδοτώντας κάποια μέλη των Ανώνυμων Αλκοολικών, αν και φαίνεται πως δεν συμφωνεί με τον όρο, αφού για εκείνον υποδηλώνει ότι πρέπει κάποιος να «κρύβεται» αντί να μιλάει ανοιχτά για το πρόβλημά του.
Πηγή: Πρώτο Θέμα