H Lady Gaga ετοιμάζεται πυρετωδώς για τη νέα της ταινία, στην οποία θα υποδυθεί τη σκοτεινή Πατρίτσια Ρετζιάνι, σύζυγο του δολοφονηθέντος κληρονόμου της δυναστείας της μόδας, Μαουρίτσιο Γκούτσι. Η «Μαύρη Χήρα», όπως αποκαλείται, υπήρξε κεντρικό πρόσωπο σε ένα από τα πλέον σκανδαλώδη εγκλήματα της υψηλής κοινωνίας, καθώς η εντολή της εκτέλεσης είχε δοθεί από την ίδια!
Η δημοφιλής τραγουδίστρια, ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος της οποίας στην ταινία «Ένα αστέρι γεννιέται» πέρυσι, επιδοκιμάστηκε από τους κριτικούς, θα ενσαρκώσει τη Ρετζιάνι, που εξέτισε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ ετών σε ιταλικές φυλακές μιας και αποδείχθηκε πως κρυβόταν πίσω από τη δολοφονία του συζύγου της.
Αμερικανικά ΜΜΕ όπως το «Variety», το «the Hollywood Reporter» και το «Deadline», αποκάλυψαν ότι σκηνοθέτης του φιλμ θα είναι ο Ρίντλεϊ Σκοτ, ο οποίος παράλληλα θα αναλάβει και την παραγωγή. Το σενάριο θα υπογράψει ο Ρομπέρτο Μπεντιβένια, που θα βασιστεί στο βιβλίο της Σάρα Γκέι Φόρντεν: «Ο Οίκος Γκούτσι: μια συγκλονιστική ιστορία δολοφονίας, τρέλας, αίγλης και απληστίας».
Με βάση τις ίδιες πληροφορίες, τα γυρίσματα θα αρχίσουν σύντομα αφού πρώτα ολοκληρωθούν αυτά της ταινίας «The Last Duel» από τον γνωστό σκηνοθέτη.
Ωστόσο, οι εκπρόσωποι του Σκοτ, που έχει προταθεί τέσσερις φορές για βραβείο Όσκαρ και της Lady Gaga, η οποία γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και έχει ιταλικές ρίζες, δεν ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα των ΜΜΕ να σχολιάσουν και να επιβεβαιώσουν τη συνεργασία τους.
Η δημιουργία του κολοσσού
Ο ιταλικός κολοσσός της μόδας ιδρύθηκε το 1921 στη Φλωρεντία από τον Γκούτσιο Γκούτσι. Αρχικά παρήγαγε δερμάτινα αξεσουάρ, παπούτσια, τσάντες και ζώνες και σταδιακά επεκτάθηκε στο Μιλάνο και τη Ρώμη. Μετά τον θάνατό του, η εταιρεία πέρασε στα χέρια των δύο γιων του, Άλντο και Ροντόλφο, οι οποίοι εκσυγχρόνισαν τις μεθόδους παραγωγής. Παράλληλα, έριξαν το βάρος στο μάρκετινγκ και κατάφεραν να την κάνουν ξακουστή στα πέρατα του κόσμου. Τα κεντρικά γραφεία μεταφέρθηκαν στη Νέα Υόρκη και η φήμη της «Γκούτσι» εξαπλώθηκε.
Τα παιδιά του Άλντο και του Ροντόλφο πήραν τη σκυτάλη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο Μαουρίτσιο, μοναχογιός του Ροντόλφο, γνώρισε την Πατρίτσια Ρετζιάνι σε πάρτι. Οι δύο τους ερωτεύτηκαν αμέσως (αν και εκείνη υποστηρίζει πως αρχικά δεν τον ήθελε) και δημιούργησαν σχέση, την οποία όμως η οικογένεια Γκούτσι δεν ενέκρινε. Τα μέλη της ήταν σίγουρα ότι η Πατρίτσια είχε βάλει στο μάτι το όνομα και τα λεφτά του Μαουρίτσιο, που όμως, ήταν ανένδοτος.
Τον ανάγκασε να επιλέξει
Ακόμη και όταν ο πατέρας του έφτασε στο σημείο να του πει ότι έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε εκείνη και την εταιρεία και την οικογένεια, ο ερωτευμένος νέος δεν έκανε πίσω. Το 1972 παντρεύτηκαν!
Στην αρχή, το ζευγάρι και η οικογένεια του γαμπρού δεν είχαν σχέσεις. Μετά τη γέννηση της πρώτης κόρης τους, όμως, πατέρας και γιος ήρθαν και πάλι κοντά και ο Μαουρίτσιο επέστρεψε στην εταιρεία, ενώ κληρονόμησε το 50%. Ήλθε, πάντως, σε κόντρα με τον θείο του Άλντο και τα ξαδέλφια του (κατείχαν το υπόλοιπο 50%).
Κατηγόρησε τον Άλντο ότι έκλεβε λεφτά από την επιχείρηση και με τη βοήθεια του Πάολο Γκούτσι, ενός από τους τρεις γιους του, που έτρεφε αντιπάθεια για τον πατέρα του, συνέλεξαν αποδεικτικά στοιχεία και τον κατήγγειλαν επίσημα για ξέπλυμα χρήματος. Ο Άλντο καταδικάστηκε.
Μεσολάβησαν διάφορα ενδοοικογενειακά επεισόδια και πολλές δολοπλοκίες μέχρι το 1993 οπότε ο Μαουρίτσιο πούλησε τον Οίκο μόδας για 170 εκατομμύρια δολάρια στον επενδυτικό όμιλο Investcorp με έδρα το Μπαχρέιν!
Εγκατέλειψε γυναίκα και κόρες
Θυελλώδης ήταν και η προσωπική του ζωή. Το 1984 ο Γκούτσι έφυγε από το σπίτι, εγκαταλείποντας τη γυναίκα και τις δυο του κόρες. Επίσημα δεν είχαν χωρίσει, εντούτοις ο Μαουρίτσιο έδινε στη Ρετζιάνι περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια το μήνα σαν διατροφή.
Η τελευταία προσπαθούσε να επανασυνδεθεί μαζί του αλλά μάταια. Είχε φτάσει σε σημείο να επισκέπτεται μέντιουμ, αυτοαποκαλούμενες «μάγισσες» και χαρτορίχτρες προκειμένου να κερδίσει ξανά τον άντρα της!
Τα πράγματα έγιναν πιο περίπλοκα όταν στη ζωή του μπήκε μία άλλη γυναίκα, η Πάολα Φράντσι, την οποία ο 45χρονος άνδρας σκόπευε να παντρευτεί. Η Ρετζιάνι έμαθε ότι ο Μαουρίτσιο κινούσε διαδικασίες για διαζύγιο και αντιλήφθηκε πως αν χώριζαν, η ίδια και οι κόρες της δεν θα ήταν οι μοναδικές κληρονόμοι της περιουσίας του. Έπρεπε να κάνει κάτι…
Για μεγάλο διάστημα τον παρακολουθούσε και τον απειλούσε. Ακόμη κι όταν εκείνος αρνούνταν να απαντήσει στις κλήσεις της, του έστελνε ηχογραφημένες κασέτες γεμάτες οργή. Τον αποκαλούσε «τέρας» και ορκιζόταν πως «η κόλαση» για εκείνον «δεν έχει έρθει ακόμη».
Η στυγνή δολοφονία
Με τη βοήθεια του μέντιουμ Τζιουσεπίνα Αουριέμα, στην οποία έδωσε 200.000 ευρώ, προσέλαβε δύο επαγγελματίες δολοφόνους για να σκοτώσουν τον σύζυγό της. Ήταν 27 Μαρτίου 1995, στις 8.30 το πρωί όταν ο Γκούτσι δέχθηκε δυο σφαίρες στην πλάτη και μία στο κεφάλι τη στιγμή που κατευθυνόταν στο γραφείο του στο Μιλάνο. Σωριάστηκε νεκρός. Ο θάνατός του προκάλεσε σάλο στους κύκλους της μόδας και απασχόλησε έντονα τις εφημερίδες της εποχής.
Την ίδια κιόλας ημέρα, η Ρετζιάνι που φυσικά φρόντισε να έχει ακλόνητο άλλοθι, έδιωξε τη Φράντσι και τον 11χρονο γιο της (από τον πρώτο γάμο) από το σπίτι όπου έμενε με τον εκλιπόντα. Τα χαρτιά του εξώδικου συμπληρώθηκαν -σύμφωνα με τη Φράντσι- μόλις τρεις ώρες από τη δολοφονική επίθεση!
Η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη για δύο χρόνια καθώς η Αστυνομία αδυνατούσε να συγκεντρώσει στοιχεία που θα την οδηγούσαν στους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς του εγκλήματος.
Ωστόσο, στις αρχές του 1997, ένας άντρας που ήξερε έναν εκ των δύο δολοφόνων επικοινώνησε με τις Αρχές και τους είπε όλα όσα γνώριζε. Οι αστυνομικοί αξιοποίησαν τις πληροφορίες και δεν άργησαν να οδηγηθούν στη λύση του μυστηρίου.
«PARADEISOS»
Ουδείς παραξενεύτηκε όταν αποκαλύφθηκε η ενοχή της Ρετζιάνι. Άλλωστε, ήταν η μοναδική που επωφελούνταν από το θάνατό του. Μάλιστα, στο ημερολόγιό της, την 27η Μαρτίου 1995 -ημέρα της δολοφονίας του Γκούτσι– η «Μαύρη Χήρα» είχε γράψει μία ελληνική λέξη με κεφαλαία γράμματα: «PARADEISOS».
Η άλλοτε θλιμμένη σύζυγος που εμφανιζόταν να κλαίει γοερά στην κηδεία, κρίθηκε ένοχη (αν και οι δικηγόροι της επιχείρησαν να φορτώσουν τη δολοφονία στη Αουριέμα) και καταδικάστηκε σε 29 χρόνια φυλάκισης.
Μεταφέρθηκε σε φυλακές πολυτελείας. Διέθετε ιδιωτικό κελί, ηλεκτρονικές συσκευές, δεχόταν συχνές επισκέψεις και απολάμβανε προνομιακής μεταχείρισης. Στην πρώτη έφεση που άσκησε, η ποινή της μειώθηκε σε 26 χρόνια.
Οι κόρες της, που ήταν εξ αρχής στο πλευρό της, πέτυχαν το 2011, κι ενώ η μητέρα τους είχε εκτίσει δεκατρία χρόνια, να αφεθεί ελεύθερη υπό τον όρο ότι θα προσέφερε κοινωνική εργασία. Η απάντηση της μητέρας τους, όμως, ήταν αποστομωτική. «Δεν έχω δουλέψει ποτέ στη ζωή μου και δε σκοπεύω να ξεκινήσω τώρα». Προτίμησε να παραμείνει στη φυλακή!
Το 2016 αφέθηκε ελεύθερη λόγω καλής διαγωγής, έχοντας εκτίσει 18 χρόνια από την ποινή της.