Μονο στο CIAO: Ανακωχή στην οικογένεια Μπιθικώτση 15 χρόνια μετά τον θάνατό του

29 Απριλίου 2020 19:30

Ο θρύλος του ελληνικού τραγουδιού Γρηγόρης Μπιθικώτσης πέθανε στις 7 Απριλίου του 2005 έχοντας αφήσει τα κληρονομικά του ξεκαθαρισμένα. Είχε προικίσει τις δυο κόρες του από τον πρώτο του γάμου με ακίνητα, ενώ το σπίτι στον Κάλαμο όπου διέμενε τα τελευταία πολλά χρόνια με την δεύτερη σύζυγό του, τη Μεταξία που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή νικημένη από τον καρκίνο, καθώς και τα πνευματικά δικαιώματα του σπουδαίου έργου του, τα άφησε στον μοναχογιό του. Το Γρηγόρη τον νεότερο που ακολουθεί τα χνάρια του και έδωσε κι αυτός το όνομά του στον μοναχογιό του.
Ο «Σερ» όπως τον αποκαλούσαν βρέθηκε στη δίνη μιας ενδοοικογενειακής κόντρας με την προηγούμενη οικογένειά του και κυρίως με την κόρη του Άννα, την οποία είχε κατηγορήσει ότι πραγματοποιεί εκδηλώσεις στο όνομά του χωρίς την έγκρισή του. Η κόντρα αυτή συνεχίστηκε και μετά το θάνατό του με πρωταγωνιστή τον γιο του ο οποίος αναγκάστηκε να στείλει εξώδικα στην ετεροθαλή αδελφή του, προκειμένου να σταματήσει να διοργανώνει εκδηλώσεις στη μνήμη του πατέρα τους χωρίς την άδειά του και με την ίδια τελικά να συμμορφώνεται.
Ακόμη και ο τάφος του Μπιθικώτση έγινε αιτία πολέμου ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα όταν η Άννα κατηγόρησε την Μεταξία και τον Γρηγόρη ότι πέταξαν τα οστά του σε ένα κασελάκι και δεν υπάρχει τάφος για να μπορεί να τον επισκέπτεται. Η άλλη πλευρά κράτησε και πάλι χαμηλούς και κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Ακριβώς 15 χρόνια από τον θάνατό του, επετεύχθη ανακωχή. Μια ανακωχή, όμως, που θεωρείται απίθανο να φέρει και επαφή ανάμεσα στις δυο πλευρές μιας και το γυαλί έχει ραγίσει οριστικά, όπως όλα δείχνουν.

 

Ο θρύλος που λάτρεψε ο λαός
Ο σερ του ελληνικού πενταγράμμου, όπως χαρακτηρίστηκε, γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1922 στο Περιστέρι.
Πρωτότοκος ήταν ο Χρήστος και ακολουθούσαν η Κοντιλιώ, ο Γιώργος, ο Κώστας και τελευταίος ο Γρηγόρης. Μέσα στη θύελλα του ’40 τα αδέλφια του έφυγαν για το Μέτωπο, στην Αλβανία.
Το 1948 γνωρίστηκε εντελώς τυχαία με τον Μίκη Θεοδωράκη στην Κερατέα. Εκεί σταμάτησε ένα καμιόνι, που μετέφερε κρατουμένους στο Λαύριο για να οδηγηθούν στη Μακρόνησο. Υπήρχε μια βρύση κι ένας στρατιώτης γέμισε το παγούρι του και τους έδωσε νερό να πιουν. Ο στρατιώτη ήταν ο Μπιθικώτσης, που εκτελούσε χρέη μεταγωγών.
Υπηρετώντας τη θητεία του στη Μακρόνησο έγραψε τα πρώτα του τραγουδια και τα βράδια έπαιζε στη Λέσχη Αξιωματικών. Μετά την απόλυσή του, δημιούργησε το δικό του συγκρότημα και το 1949 μπήκε στη δισκογραφία ως συνθέτης. Τίτλος του πρώτου του δίσκου το Καντήλι τρεμοσβήνει, σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Στο τραγούδι, ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, μαζί με τον Βαμβακάρη.
Από τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι είχε το δικό του τρόπο ερμηνείας, συνεργάστηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες -Θεοδωράκη (Της δικαιοσύνης, Ένα το χελιδόνι, Στο περιγιάλι το κρυφό, Βράχο – βράχο, Γωνιά – γωνιά), Χατζιδάκι (Ειμ’ αϊτός χωρίς φτερά, Πάει ο καιρός, Στο Λαύριο γίνεται χορός, Μίλησέ μου), Τσιτσάνη κ.α.- έγραψε ο ίδιος τραγούδια που έγιναν επιτυχίες (Επίσημη Αγαπημένη, Το μεσημέρι καίει το μέτωπό μου, Μία γυναίκα φεύγει, Αμφιβολίες κ.ά.), εμφανίστηκε στα κοσμικότερα κέντρα των Αθηνών κι ένιωσε τη χαρά της ανακάλυψης νέων, πολλά υποσχόμενων φωνών, ανάμεσά τους η Βίκυ Μοσχολιού και η Πόλυ Πάνου.
Η «δωρική» φωνή του αγκάλιασε τη μεταπολεμική Ελλάδα, έδωσε το δικό της βάρος και τη δική της λαϊκότητα στα μεγάλα έργα του Θεοδωράκη, που έγινε ο πιο αποτελεσματικός καταλύτης στο να φτάσουν οι στίχοι του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου, στις πιο απόμερες γωνιές της Ελλάδας.