Η κάθοδος από τη Θεσσαλονίκη, οι δουλειές του ποδαριού (από μικροπωλητής στους δρόμους μέχρι πωλητής λουκουμιών) και η καλλιτεχνική εκτόξευση
Καλοκαίρι του 1989. Στο θέατρο Λυκαβηττού, τα πρώτα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού έχουν συγκεντρωθεί για να τιμήσουν με τις ερμηνείες τους ένα μεγάλο συνθέτη. Ανάμεσα στους τραγουδιστές, και μάλιστα το μεγαλύτερο όνομα της συναυλίας, ο Στράτος Διονυσίου.
Το βράδυ εκείνο, ένα από τα πιο ζεστά που είχε γνωρίσει η Αθήνα μέσα στο καλοκαίρι, οι περισσότεροι τραγουδιστές έβρισκαν καταφύγιο στα – λίγο δροσερότερα – υπόγεια καμαρίνια του ανοιχτού θεάτρου. Ο Στράτος αντίθετα με τους άλλους συναδέλφους του που ήθελαν την προστασία, από την ζέστη και από τα βλέμματα του κοινού, δεν άντεχε το σκοτεινό και υγρό για τα δικά του γούστα υπόγειο.
Ανέβηκε επάνω και κάθισε στον πέτρινο πάγκο που βρίσκεται λίγο μετά την είσοδο του θεάτρου και πριν το μπαρ. Έβγαλε το ακριβό, γυαλιστερό σακάκι του. Στην συνέχεια έλυσε την μεταξωτή γραβάτα και αμέσως μετά το καλοσιδερωμένο, λευκό του πουκάμισο.
Όταν έμεινε με την φανέλα, σηκώθηκε, τα κρέμασε ευλαβικά σε μία ψάθινη καρέκλα, ξανακάθησε, και πήρε από πλάι του μία σειρά από προσεκτικά ταξινομημένες παρτιτούρες. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, έσκυψε πάνω τους, κι άρχισε να τις μελετάει σιγοτραγουδώντας.
Καθώς η ώρα περνούσε και η έναρξη της συναυλίας πλησίαζε οι θεατές που έρχονταν από την είσοδο και περνούσαν πλάι του πλήθαιναν. Αρκετοί, βλέποντας τον έτσι σκυμμένο, με το φανελάκι να μουρμουρίζει πάνω από τα χαρτιά, τον παρακολουθούσαν έκπληκτοι και απορημένοι. Μερικοί χαμογελούσαν με συμπάθεια, κάποιοι άλλοι τον σχολίαζαν ειρωνικά. Για τον ίδιο «δεν έτρεχε μία», είχε αποκοπεί από το περιβάλλον του και είχε απορροφηθεί σε αυτό που είχε κληθεί να κάνει.
Να τραγουδήσει τα δύο τρία τραγούδια που του αναλογούσαν, να τιμήσει τον συνθέτη και να διασκεδάσει το κοινό.
Κάπως έτσι ήταν και η ζωή του Στράτου Διονυσίου στα 56 χρόνια που έζησε, μέχρι το μεσημέρι της Παρασκευής 11 Μαϊου 1990, – ακριβώς πριν από 28 χρόνια – όταν το «η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου» έγινε κάτι πολύ περισσότερο από ερμηνεία των στίχων του Λευτέρη Παπαδόπουλου, στα χείλη του. Μία ζωή που μοιράζονταν ανάμεσα στο λαϊκό και στο ροκ.
Το προηγούμενο βράδυ, ήταν στο στούντιο μαζί με τον Τάκη Μουσαφίρη και ηχογράφησε «μονοκοπανιά» μέσα σε δύο ώρες πέντε τραγούδια. Κάποια στιγμή ο συνθέτης και ο παραγωγός του ζήτησαν να ξανατραγουδήσει τη δεύτερη φράση του κουπλέ. «Ποια δεύτερη φράση; Όλο θα το πω», είπε εκείνος. Ξαναείπε από την αρχή το τραγούδι με ένα διαφορετικό τρόπο αυτή την φορά που προβλημάτισε τους συνεργάτες για το ποιος από τους δύο είναι ο καλύτερος.
Η ώρα περνούσε και έδωσαν ραντεβού για την άλλη ημέρα. Η περισσότερη δουλεία είχε γίνει – εννέα από τα έντεκα τραγούδια είχαν ηχογραφηθεί – και έμεναν οι «λεπτομέρειες», η επιλογή της φωτογραφίας για το εξώφυλλο και ο τίτλος του δίσκου. «Θα είναι, “Ποιος άλλος”». Όταν ο παραγωγός πρόβαλε κάποιες αντιρρήσεις ο Στράτος ήταν ξεκάθαρος για την επιλογή του τίτλου. Γελώντας του είπε: «Ποιος άλλος τραγουδά για τον λαό; Ο Στράτος! Ποιος άλλος γράφει επιτυχίες; Ο Μουσαφίρης! Αυτός ο τίτλος μου αρέσει». Αποχαιρέτησε – για τελευταία φορά – τους συνεργάτες του και κατηφόρισε για την Φιλελλήνων, για να πάει στο κέντρο που έφερε το όνομα του για να γίνει αντικείμενο λατρείας από τους χιλιάδες θαυμαστές του.
Από την «Αγία Τριάδα» των μεγάλων λαϊκών της δεκαετίας του ’60: Καζατζίδη, Μπιθικώτση και Διονυσίου ο τελευταίος ήταν αυτός που πλέον σήκωνε στους ώμους του την συνέχιση του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού μίας και ο πρώτος κινούνταν μεταξύ μουσικής εξορίας και αυτοεξορίας και ο δεύτερος είχε περιοριστεί σε ένα μικρό “πιο βαρύ” ρεπερτόριο.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης που μίλαγε σπάνια και ακόμη πιο σπάνια με καλά λόγια για ένα συνάδελφο του, δήλωσε μετά τον θάνατο του Στράτου: «Υπήρξε ένας μεγάλος, λαϊκός τραγουδιστής. Στάθηκε για τριάντα ολόκληρα χρόνια αγωνιστής του κλασικού και αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού, που το υπερασπίσθηκε δυναμικά, σταθερά και με μεγάλη συνέπεια. Το κενό που αφήνει ο Στράτος Διονυσίου, αυτός ο ακούραστος εργάτης του λαϊκού τραγουδιού, είναι δυσαναπλήρωτο».
Μετά το «μαγαζί» ο Στράτος, σαν γνήσιος ροκ σταρ που ήταν και ας μην το γνώριζε ο ίδιος, αποσύρθηκε στην σουίτα 707 που είχε «ρεζερβέ» τα τελευταία τρία χρόνια στο ξενοδοχείο Χανδρής.
Την επόμενη ημέρα ο υποδιευθυντής του ξενοδοχείου κ. Κολόνης – όπως ενημέρωσε αργότερα τους δημοσιογράφους – υπέφερε το πρωί από οσφυαλγία και ο προσωπικός του γιατρός ήρθε και του έκανε μία παυσίπονη ένεση. Κατέβηκε χωρίς βοήθεια από την σουίτα του, άψογα ντυμένος και συνοδευόμενος από μία γυναίκα. Διαμαρτυρόταν ότι πονούσε και η γυναίκα που ήταν μαζί του, είπε ότι φεύγουν για το νοσοκομείο.
Από την ρεσεψιόν του Χανδρής κάλεσαν το 166, το ασθενοφόρο καθυστέρηση αρκετά, τόσο που όταν έφτασε ο λαϊκός βάρδος στον Ευαγγελισμό ήταν σύμφωνα με τους γιατρούς κλινικά νεκρός.
Όπως σε όλους τους λαϊκούς και τους ροκ σταρς ένα πέπλο μυστηρίου κάλυψε τον θάνατο του: Ήταν η παυσίπονη ένεση που έκανε την ζημιά; Τι ρόλο έπαιξαν τα ναρκωτικά (20 γραμμάρια κοκαΐνης και 30 γραμμάρια χασίς μαζί με μία ζυγαριά ακριβείας και όλα τα υπόλοιπα σύνεργα) που βρήκε η αστυνομία στη σουίτα του ξενοδοχείου; Ήταν το πρόβλημα που είχε στην καρδιά και που τον είχε οδηγήσει ξανά στο νοσοκομείο;
Η μέρα που έφυγε ο Στράτος
Το σοκ της οικογένειας και τελευταίο αντίο από 5000 κόσμο
Ο Άγγελος, έμαθε τα δυσάρεστα στην Αμερική όπου βρίσκονταν για συναυλίες. Λίγες ώρες πριν συνομιλούσε με τον πατέρα του ο οποίος του έβαζε να ακούσει από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου τα νέα του τραγούδια. Τι και αν δεν ήθελε να γίνει ο γιος του τραγουδιστής – από τον φόβο να μην το συγκρίνουν μαζί του – πλέον τον παραδέχονταν και ήθελε να ακούει την γνώμη του.
Ακολούθησε, ίσως η πιο ροκ κηδεία που γνώρισε η Αθήνα, με 5000 κόσμο, στα 2/3 του γυναίκες να συνωστίζονται στο πρώτο νεκροταφείο, να σπάνε μνήματα, να λιποθυμούν και να τσακώνονται στην προσπάθεια για μία καλύτερη θέση για το τελευταίο αντίο.
Ο Στράτος Διονυσίου γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου στην Νιγρίτα Σερρών το 1935 αλλά την άφησε στα δώδεκα του, όταν έχασε τον πατέρα του. Κατέβηκε στην Θεσσαλονίκη για να δουλέψει σε διάφορες δουλείες του ποδαριού, από μικροπωλητής στους δρόμους μέχρι πωλητής λουκουμιών. Μέσα του όμως ήξερε ότι ήθελε να γίνει τραγουδιστής. Όταν μεγάλωσε λίγο και ξεκίνησε να πηγαίνει στις ταβέρνες, τραγουδούσε για την παρέα και σιγά σιγά ανέβηκε στο πάλκο.
Σε ένα από αυτά, στο «Φαρίντα» στην Θεσσαλονίκη τον ανακάλυψε το 1959 η Καίτη Γκρέη η οποία μετά από ένα τσακωμό της με τον Καζαντζίδη τον έφερε στην Αθήνα να τραγουδάει δίπλα της στον «Αστέρα» στην Κοκκινιά. Τις επόμενες τρεις δεκαετίες θα συνεργαστεί με συνθέτες όπως Άκη Πάνου, Καλδάρα, Ρεπάνη, Πλέσσα, Σούκα, Νικολόπουλο, Μουσαφίρη, Πολυκανδιώτη, Χρυσοβέργη, Παπαβασιλείου και θα κάνει μοναδικές επιτυχίες όπως «Βρέχει φωτιά στην στράτα μου», «Αφιλότιμη», «Αγάπη μου επικίνδυνη», «Υποκρίνεσαι», «Της γυναίκας η καρδιά», «Ο παλιατζής», «Ο Σαλονικιός», «Αποκοιμήθηκα», «Ο ξένος», «Τα πήρες όλα και έφυγες», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Ο ταξιτζής», «Ένα λεπτό περιπτερά» και τόσα άλλα.
Σύμφωνα με τον Πάνο Γεραμάνη έχει ερμηνεύσει περισσότερα από 2.500 λαϊκά τραγούδια. Οι δέκα τελευταίοι δίσκοι του έγιναν χρυσοί σε χρόνο ρεκόρ – σ.σ. μιλάμε για την δεκαετία του ’80 που η δισκογραφία ακόμη γνώριζε ημέρες δόξας – ενώ τρεις από αυτούς έγιναν πλατινένιοι (σ.σ. πωλήσεις πάνω από 100.000 αντίτυπα).
Η επιστροφή μετά τη φυλακή
Ο Στράτος όμως δεν το έβαλε κάτω. Επέμεινε και τελικά κατάφερε να επανέλθει στα μουσικά δρώμενα με την εταιρεία Μίνος. Διευθυντής της εταιρίας ήταν τότε ο Μάκης Μάτσας, ο οποίος έβλεπε τη συνεργασία με τον Στράτο με μεγάλη επιφύλαξη. Η φυλακή είχε δυσφημίσει τον τραγουδιστή. Για τον Μάτσα όμως, υπήρχε και ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα. Στη Μίνος τότε δισκογραφούσε και ο Στέλιος Καζαντζίδης και η συνύπαρξη δύο μεγάλων ονομάτων του ίδιου χώρου, ενδεχομένως να δημιουργούσε προβλήματα. Μετά από πιέσεις που δέχτηκε ο Μάτσας από τον Διονυσίου, υπέγραψαν τελικά ένα συμβόλαιο με αποθαρρυντικούς για τον τραγουδιστή όρους. Αν ο πρώτος δίσκος που θα κάνανε δεν ξεπερνούσε τις 30.000 πωλήσεις, η συνεργασία τους θα σταματούσε εκεί. Αλλιώς, θα κάνανε άλλους δύο δίσκους με τους ίδιους όρους. Οι πωλήσεις του πρώτου δίσκου που είχε τίτλο «Υποκρίνεσαι» ξεπέρασαν τις 100.000 μέσα σε λίγους μήνες. Ο Στράτος δικαιώθηκε για την επιμονή του. Το μεγάλο «καμ μπακ» είχε γίνει και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη. «Τα μάζεψα τα πράγματα», «Τα πήρες όλα κι έφυγες», «Ένα λεπτό περιπτερά» είναι μόνο μερικά από τα τραγούδια που ηχογράφησε ο Στράτος μετά τη φυλακή….
Ο Στράτος μέσα από τα δικά του λόγια
Για την πορεία του
“Εγώ τραγουδάω γιατί μου κάνει κέφι. Γιατί έτσι έχω μάθει να εκφράζομαι. Γιατί ήξερα από μικρό παιδί, τότε που έβγαινα στο μεροκάματο από δέκα χρονών όταν καθόμουν έξω από τις ταβέρνες και άκουγα τα τραγούδια των επώνυμων τραγουδιστών της εποχής εκείνης, ήξερα ότι έχω γεννηθεί τραγουδιστής”.
Για τις γυναίκες
“Μπορεί οι γυναίκες να με πιάνανε κορόιδο, αλλά σε μία απόρριψη εγώ ποτέ δεν προσκυνούσα, εγώ ποτέ δεν παρακαλούσα”.
Για τα παιδιά του
“Δεν βάζω τίποτα μπροστά στο τραγούδι, παρά μόνο, τα παιδιά μου. Βέβαια οι υποχρεώσεις μου δεν μου επέτρεψαν ποτέ να χαρώ την ανατροφή τους. Πιστεύω όμως ότι ήμουν καλός πατέρας μαζί τους”.
Για τα πάθη του
“Είναι αλήθεια πως μ’ αρέσει ο ιππόδρομος και είναι λάθος μου. Όμως έτσι είναι οι άνθρωποι. Άλλος έχει το τάδε λάθος άλλος το δείνα. Εγώ έχω κάποια αλογάκια και μαζί με τα άλογα μου παίζω κιόλας. Είναι κακό όμως αυτό. Τι να κάνουμε… αναπόφευκτο. Μία από τις αδυναμίες μου και ο τζόγος. Αλλά ό,τι έκανα στην ζωή μου δεν το μετάνιωσα και τα λάθη μου μπορεί να έβλαψαν εμένα και να τα πλήρωσα ακριβά, αλλά δεν έβλαψα ποτέ κανένα, παρά μόνο τον εαυτό μου”.