Την ώρα που ο δισεκατομμυριούχος Μπερνάρ Αρνό βρισκόταν -τον περασμένο μήνα- στα διεθνή πρωτοσέλιδα για την προσπάθεια του να αποσύρει τον όμιλο πολυτελών ειδών Moet Henessy Louis Vuitton από τη συμφωνία των 16 δισ. δολαρίων για την εξαγορά του αμερικανικού κοσμηματοπωλείου Tiffany & Co., μία άλλη επιχειρηματική κίνηση του πλουσιότερου άνδρα της Ευρώπης, στη Γαλλία, πέρασε απαρατήρητη.
Η επενδυτική εταιρεία του Αρνό απέκτησε μερίδιο άνω του 5% στην Lagardere SCA, έναν όμιλο που κάποτε δραστηριοποιούνταν σε πολλούς τομείς, από αυτοκίνητα και αεροπλάνα μέχρι το διάστημα, και τώρα επικεντρώνεται στα μέσα ενημέρωσης, τις εκδόσεις και τα καταστήματα λιανικής σε αεροδρόμια και σιδηροδρομικούς σταθμούς. Η εξαγορά αυτή αποτελεί πρόδρομο της επιθυμίας του ομίλου Arnault να αποκτήσει μεγαλύτερο ρόλο σε αυτές τις δραστηριότητες, όπως αναφέρουν πληροφορίες.
Γιατί ο Αρνό, γνωστός ως ο πιο επιτυχημένος επενδυτικός τραπεζίτης της Γαλλίας, αφού απέκτησε μια σειρά από εμπορικά σήματα πολυτελείας –από τα Dior και Fendi έως τα Louis Vuitton, Hennessy Cognac και Dom Perignon Champagne– θέλει να αποκτήσει μερίδιο σε έναν όμιλο όπως η Lagardere;
Για όσους τον γνωρίζουν, η απάντηση είναι: για την πολιτική επιρροή.
Εμπλοκή στα ΜΜΕ
Στα περιουσιακά στοιχεία της Lagardere περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων το Paris Match, το περιοδικό με τις γυαλιστερές σελίδες γεμάτες φωτογραφίες, που συχνά έχει δώσει ώθηση στους υποψήφιους για την προεδρία της Γαλλίας, ο ραδιοφωνικός σταθμός Europe 1 και η εβδομαδιαία εφημερίδα Le Journal du Dimanche.
Ενώ ο τομέας μέσων μαζικής ενημέρωσης του ομίλου καταγράφει απώλειες και έχει περιορισμένο βάρος εκτός των συνόρων της Γαλλίας, εντός της χώρας –όπου οι επιχειρήσεις και η πολιτική είναι αλληλένδετες– έχει επιρροή. Η τεράστια περιουσία του Αρνό -ανέρχεται περίπου στα 86 δισεκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με τον Bloomberg Billionaires Index- τον καθιστά ήδη ένα πρόσωπο με μεγάλη επιρροή στη Γαλλία. Ωστόσο, η απόκτηση μεγαλύτερης επιρροής δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, δήλωσε ο Remy Le Champion, συν-επικεφαλής του δημοσιογραφικού προγράμματος του Γαλλικού Ινστιτούτου Τύπου στο Πανεπιστήμιο Paris-Assas.
«Ο Μπερνάρ Αρνό έχει πρόσβαση σε όποιον θέλει στην κυβέρνηση», είπε. «Ωστόσο, τα οφέλη που απορρέουν από την ιδιοκτησία μέσων μαζικής ενημέρωσης αντισταθμίζουν με το παραπάνω το σχετικά περιορισμένο κόστος για την εξαγορά, για έναν άνθρωπο του οποίου η περιουσία ξεπερνά τα 80 δισεκατομμύρια».
Ας πάρουμε για παράδειγμα την υπόθεση με την Tiffany. Ο Αρνό μπόρεσε να στηριχθεί στη γαλλική κυβέρνηση για βοήθεια προκειμένου να αποχωρήσει από τη συμφωνία. Η LVMH εξασφάλισε επιστολή από τον Υπουργό Εξωτερικών Jean-Yves Le Drian που ζήτησε να καθυστερήσει η συμφωνία λόγω της εμπορικής διαμάχης ΗΠΑ-Γαλλίας, την οποία η εταιρεία χρησιμοποίησε ως βασικό λόγο για την απόσυρση της.
Η LVMH αρνήθηκε ότι έπαιξε ρόλο στην απόκτηση της επιστολής, αλλά ο Le Drian είπε στο κοινοβούλιο ότι απάντησε σε ένα ερώτημα από την εταιρεία και είπε σε συνέντευξή του ότι είναι «καθήκον του να προστατεύει τα γαλλικά συμφέροντα», συνδυάζοντας αποτελεσματικά τις προτεραιότητες της εταιρείας με εκείνες της χώρας.
Σημειώνεται ότι ο όμιλος LVMH που ελέγχεται από τon Αρνό κατέχει την Les Echos, καθημερινή οικονομική εφημερίδα της Γαλλίας και την εφημερίδα Le Parisien. Επίσης, ως λάτρης της κλασσικής μουσικής ελέγχει το ραδιοφωνικό σταθμό Radio Classique.
Η αγορά μεριδίου στην Lagardere θα επιτρέψει στον δισεκατομμυριούχο να ισχυροποιήσει την παρουσία του στα μέσα ενημέρωσης και επίσης να δημιουργήσει στενότερους δεσμούς μεταξύ των ομοειδών επιχειρήσεων των δύο ομίλων, ανέφεραν αναλυτές της Oddo BHF. Η LVMH κατέχει το δίκτυο καταστημάτων αφορολόγητων ειδών DFS και συμμετέχει στον όμιλο Madrigall, ιδιοκτήτη του κορυφαίου εκδοτικού οίκου Gallimard.
Ο Αρνό σχεδιάζει επίσης να αγοράσει μερίδιο 40% στον όμιλο μέσων ενημέρωσης που κατέχει το ισχυρό επιχειρηματικό περιοδικό Challenges, δήλωσε ο επικεφαλής του, Claude Perdriel στην Le Monde αυτό το μήνα.
Η εποχή του Διαδικτύου έπληξε τις επιχειρήσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης, συρρικνώνοντας τη βάση των πελατών τους και τα διαφημιστικά τους έσοδα και τις οδήγησε στην αναζήτηση πλούσιων επιχειρηματιών, πρόθυμων να τους παρέχουν οικονομική στήριξη. Κατά την τελευταία δεκαετία, η κυκλοφορία του Paris Match της Lagardere –κάποτε το περιοδικό με τις καλύτερες πωλήσεις στη Γαλλία– μειώθηκε στις 100.000 από άνω των 500.000.
Για τον Αρνό, ο οποίος έχει χρηματοδοτήσει μια σειρά δραστηριοτήτων στη Γαλλία, η αγορά μεριδίου στην Lagardere είναι επίσης ένας τρόπος για να υποστηρίξει έναν γαλλικό βιομηχανικό όμιλο.
Ο όμιλος ξεκίνησε από τον Jean-Luc Lagardere, ο οποίος έπαιζε τένις με τον Αρνό μέχρι το θάνατό του το 2003. Πλέον αντιμετωπίζει προβλήματα, με το γιο του Jean-Luc, Arnaud Lagardere, να βρίσκεται στο στόχαστρο του ακτιβιστή επενδυτή Amber Capital εδώ και περισσότερα από δύο χρόνια λόγω κακής διαχείρισης.
Το 2016, προέκυψε μια διαμάχη, όταν η Les Echos και η Le Parisien επέλεξαν να μην δημοσιεύσουν μια παρουσίαση για το ντοκιμαντέρ «Merci Patron». Το ντοκιμαντέρ του Francois Ruffin, αριστερού ακτιβιστή που έγινε μέλος του κοινοβουλίου, ήταν μια κριτική του ομίλου LVMH και της δύναμης των πλουσίων. Ένα χρόνο αργότερα, οι δημοσιογράφοι της Les Echos επέκριναν μία απόφαση της διοίκησης της εφημερίδας να αφαιρέσει τον όνομα του Ruffin από το κείμενο ενός αρθρογράφου.
Ωστόσο, πολλές από τις εκδόσεις που ανήκουν στον Αρνό δηλώνουν ότι υπήρξαν περιορισμένα παραδείγματα λογοκρισίας. Ο Pierre Louette, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Les Echos-Le Parisien, χαρακτήρισε τους δεσμούς του με τον ιδιοκτήτη ως «φυσικές, ρευστές και φυσιολογικές».
Ωστόσο, η Les Echos αντιμετώπισε με επιείκεια το ζήτημα του κατά πόσον η LVMH στηρίχθηκε στην κυβέρνηση για να αποχωρήσει από τη συμφωνία με την Tiffany, χαρακτηρίζοντας την εξέλιξη ως «παράπλευρη απώλεια» στον εμπορικό πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και ΗΠΑ.
«Δεν νομίζω ότι κάποιος σηκώνει το τηλέφωνο και παραπονιέται στους δημοσιογράφους όταν στονάρ Αρνόδεν αρέσει ένα άρθρο της Les Echos», είπε ο Le Champion. «Μάλλον, μιλάμε για αδιόρατη επιρροή, εικασίες, αυτο-επιβαλλόμενα όρια».
Πιανίστας και παίκτης τένις
Δεινός πιανίστας και παίκτης τένις, όταν κατάλαβε ότι δεν θα κατάφερνε ποτέ να γίνει Νο1 σε κάποιο απ΄αυτά, αποφάσισε να ρίξει όλο το βάρος του στον επιχειρηματικό τομέα. Και δεν τα πήγες καθόλου άσχημα… Διορατικός, λάτρης της επιθετικής τακτικής, οραματιστής αλλά και προσγειωμένος, ο Μπερνάρ Αρνό μπορεί να υπερηφανεύεται πλέον – στον προσωπικό του κύκλο, γιατί δεν του αρέσει η πολύ δημοσιότητα – ότι έχει δημιουργήσει μια εταιρία κολοσσό με 75 πασίγνωστα brands, την LVMH που κυριαρχεί στον τομέα των ειδών πολυτελείας.
Ο 70χρονος Γάλλος είναι αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τη λίστα του Forbes, ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου με 107,6 δισ. δολάρια, με την αξία της περιουσίας του να αυξάνεται κατά 1,07% ή 1,1 δισ. δολάρια μέσα σε μια ημέρα, αυτή της ανακοίνωσης της συμφωνίας. Πρόκειται για τον “νονό” της σύγχρονης βιομηχανίας ειδών πολυτελείας, έχοντας επινοήσει σχεδόν εξ ολοκλήρου την όλη ιδέα.
Παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του, πολιτικός μηχανικός, απέκτησε οικονομική επιφάνεια από την δραστηριοποίησή του στις κατασκευές, ο Αρνό “είδε” πολύ νωρίς τις ευκαιρίες να πάρει οικογενειακές βιοτεχνίες, να τους δώσει εξειδίκευση και να αξιοποιήσει τη δυναμική τους για συνολικό όφελος. Έχει πει ότι η ιδέα αυτή γεννήθηκε στο μυαλό του όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’80, μπήκε σε ένα ταξί και διαπίστωσε ότι ο οδηγός δεν γνώριζε ποιος ήταν τότε ο πρόεδρος της Γαλλίας αλλά ήξερε τον Ντιόρ.