Τα νυχτερινά μαγαζιά κάποτε δούλευαν επτά μέρες την εβδομάδα. Το «μεγάλο όνομα»
εμφανίζεται στην πίστα γύρω στη 1.30. Όλοι είναι καλοντυμένοι, όλα είναι σε υπερθετικό βαθμό:
Το ντεκόρ, τα ντυσίματα, οι πίστες, τα τραπέζια, τα φωτορυθμικά. Οι ορχήστρες τεράστιες.
Νεράιδα, Δειλινά, Φαντασία, Διογένης Παλλάς. Όλα γράψανε χρυσές εποχές στην παραλιακή και
το κάθε ένα από αυτά ανταγωνίζονταν το άλλο σε θέαμα. Τις προηγούμενες δεκαετίες τέλη ’70
και μέχρι τα μισά και λίγο παραπάνω του ’80 πρωταγωνιστούσε η φωνή. Στα επόμενα χρόνια
επικράτησε το υπερθέαμα.
Δειλινά
Στις αρχές του 1970, τα Δειλινά μετακομίζουν από τα Πατήσια στη Γλυφάδα. Το κέντρο πήρε το
όνομά του από το ομώνυμο τραγούδι της Βίκυς Μοσχολιού. Στις αρχές του ’80 εμφανίζεται ο
Στράτος Διονυσίου, στο απόγειο της καριέρας του, και απογειώνει για χρόνια πολλά και τα Δειλινά.
Η πίστα είναι στο κέντρο του μαγαζιού και τα τραπέζια την περιτριγυρίζουν. Επικρατεί
λουλουδοπόλεμος. Μάλιστα, από εκείνα τα χρόνια σώζονται και ζωντανές ερμηνείες του Διονυσίου
και τα ντουέτα του με άλλους καλλιτέχνες.
Μπορεί να μην είναι «παιδί» της παραλιακής, αλλά τα «Δειλινά» ενηλικιώθηκαν στα Νότια.
Η ιστορία θέλει το όνομα του κέντρου να βγήκε από το ομώνυμο τραγούδι σε μουσική του Γιώργου Ζαμπέτα και στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη.
«Και τα δειλινά,
μια φωνή μου ψιθυρίζει,
μυστικά,
δεν θα γυρίσεις πια…»
Τα πρώτα «Δειλινά» βρίσκονταν στα Πατήσια, κοντά στην Πλατεία Κολιάτσου στην συμβολή των
οδών Κέας & Ταϋγέτου. Όμως, στις αρχές του 1970 τα Δειλινά μετακομίζουν στη Γλυφάδα.
Τα πρώτα χρόνια τα δύο κέντρα λειτουργούν παράλληλα με το πρώτο να μετονομάζεται σε «Παλιά Δειλινά» και το δεύτερο σε «Νέα».
Στις αρχές του 1980 το μαγαζί γίνεται το πλέον πετυχημένο και γνωστό κέντρο διασκέδασης στην
Αθήνα. Ο λόγος; Δεν είναι άλλος από τον βασιλιά της εποχής Στράτο Διονυσίου. Η πίστα είναι
κυριολεκτικά στην μέση, περικυκλωμένη από κόσμο που σε κάθε φωτογραφία ή πλάνο μοιάζει
κυριολεκτικά να μην χωράει. Μπορεί πλέον να μην σπάνε πιάτα αλλά τα λουλούδια των Δειλινών
έχουν φτάσει σε άλλο επίπεδο. Το πρόγραμμα – μια άλλη καινοτομία των Δειλινών – κάνει
ελάχιστες διακοπές και οι καλλιτέχνες εναλλάσσονται στην πίστα μετά από ντουέτα-σταθμούς για
τις ζωντανές εκτελέσεις του ρεπορτορίου τους.
Αστέρια
Τη δεκαετία του ’70 ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος ανοίγει τα Αστέρια απέναντι από τη Λαμπράκη
στη Γλυφάδα και γράφει ιστορία. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης με επιτυχίες την εποχή εκείνη που να
μην πέρασε από τα Αστέρια. Κάθε φορά που άλλαζε το τραγουδιστικό σχήμα άλλαζε και όλο το
μαγαζί. Η πίστα, η διακόσμηση, τα σκηνικά, τα χορευτικά – μια παράσταση στήνονταν από την
αρχή με στόχο να είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή από την προηγούμενη.
Το τελευταίο – κατά σειρά τόσο χρονική όσο και γεωγραφική – κέντρο της παραλιακής είναι τα
Αστέρια. Γι’ αυτό και στην συνείδηση του Αθηναϊκού κόσμου το μαγαζί έχει μια πιο 1990s
παρουσία. Όμως, Τα Αστέρια ανοίγουν τις πόρτες τους πολύ πιο πριν και συγκεκριμένα την
δεκαετία του 1970 με ιδιοκτήτη τον Αργύρη Παπαργυρόπουλο.
Από όλα τα μαγαζιά είναι ένα από τα λίγα κέντρα διασκέδασης της νυχτερινής Αθήνας που
διατηρεί το ίδιο όνομα, την ίδια θέση (ύψος της Β’ εισόδου στην Γλυφάδα) αλλά και τον ίδιο
ιδιοκτήτη. Η χρυσή στιγμή των Αστεριών και η απογείωση του μαγαζιού είναι στα μέσα της
δεκαετίας του 1990, οι live εμφανίσεις.
Φαντασία
Αποτελούσε το μακροβιότερο κέντρο της παραλιακής που έμεινε αδιάλειπτα ανοιχτό για 30 χρόνια!
Επί της Ποσειδώνος, στο ύψος του Αεροδρομίου στο Ελληνικό, άνοιξε τις πόρτες του τη δεκαετία
του ’60, τη χρυσή δεκαετία του ελληνικού λαϊκού πενταγράμμου. Αν και θεωρητικά το σπάσιμο
των πιάτων είχε απαγορευτεί (επί Χούντας), στην πίστα της Φαντασίας υπήρχαν στοίβες από
σπασμένα πιάτα που έκρυβαν τον καλλιτέχνη. Κι εδώ, όπως και στα περισσότερα κέντρα
διασκέδασης, κυκλοφορούσε πλήθος πολιτικών, επιχειρηματιών και «διάσημων» της εποχής. Όπως
λένε για τα μισά μαγαζιά της Αθήνας «εδώ ερχόταν κι έτρωγε ο Καραμανλής», έτσι λέγανε και στα
μπουζουξίδικα για τον Παπανδρέου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, λάτρης της κοινωνικής ζωής και της
νύχτας, διασκέδαζε πολύ συχνά στο Φαντασία με παραγγελιά το «Γεννήθηκες για την καταστροφή»
να εκτελείται έως και δέκα φορές το ίδιο βράδυ για χάρη του!
Η Φαντασία του Disney είναι παιδί του 1940 και η Φαντασία της Παραλιακής παιδί του 1950.
Αρχική της τοποθεσία η Λεωφόρος Ποσειδώνος στο ύψος του Παλαιού αεροδρομίου και δίπλα στις
εγκαταστάσεις του Αγίου Κοσμά. Ήταν ένα μαγαζί κυριολεκτικά δίπλα στη θάλασσα.
Η επιχείρηση ανήκε στην οικογένεια Μενιδιάτη, δηλαδή στον ήδη επιτυχημένο Μιχάλη Μενιδιάτη
και τα αδέρφια του. Όπως ο ίδιος ο Μιχάλης Μενιδιάτης έχει δηλώσει «η πολύ γρήγορη επιτυχία
του κατά τα πρώτα χρόνια των εμφανίσεών του, ήταν εκείνη που τον οδήγησε στο να ανοίξει το
δικό του μαγαζί». Μιλάμε για την εποχή που τα τραγούδια κυκλοφορούσαν σε 45άρια και όλη η
Αθήνα κατέβαινε για να τον ακούσει να τραγουδάει μεταξύ άλλων: «Πετραδάκι-Πετραδάκι», «
Μην περιμένεις πια», «Περιφρόνα με γλυκιά μου», «Είδα τα μάτια σου κλαμένα», «Λίγο λίγο θα με
συνηθίσεις».
Το μαγαζί κάνει από την πρώτη μέρα επιτυχία. Ιστορίες της πρώιμης του εποχής κάνουν λόγο για
τις «περίεργες» για την τότε κοινή λογική συναντήσεις των Αλιμιωτών που πήγαιναν το πρωί στην
δουλειά τους και τον εργαζομένων της Φαντασίας που είχαν μόλις σχολάσει. Άλλωστε ένα από τα
γνωστά πρωινά τραγούδια του κέντρου – φυσικά συνοδευόμενο από τόνους λουλουδιών και
πιάτων.
Μπορεί στη «Νεράιδα» να τελείωσε το σπάσιμο των πιάτων στις μεγάλες πίστες όμως στην «Φαντασία» ξεκίνησε.
Απόγειο η δεκαετία του 1960 με το μαγαζί να είναι ασφυκτικά γεμάτο και το
έθιμο των σπασμένων πιάτων να καταγράφει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο με θρυλικές φωτογραφίες
όπου η πίστα έχει βουνά από σπασμένα πιάτα. Μάλιστα, κατά τα πρώτα χρόνια του εθίμου τα πιάτα
ήταν 100% αληθινά και πολύ αργότερα (μέσα δεκαετίας του 1960), για την ασφάλεια ορχήστρας,
καλλιτεχνών αλλά και θαμώνων, αντικαταστάθηκαν με τα ειδικά γύψινα «μπουζοκόπιατα».
Πλήθος επωνύμων έκανε το πέρασμά του από την «Φαντασία». Στις βραδιές που δεν θα ξεχαστούν
ποτέ είναι εκείνη της επίσκεψης του Προέδρου της Ενωμένης Γιογκοσλαβίας Τίτο, μαζί με τον
πρώτο Έλληνα πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1974. Κάθε
επώνυμος φέρεται να έχει και τις δικές του προτιμήσεις, με τις ιστορίες του να αποτελούν αστικούς
μύθους και να φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ζητούσε το «Νύχτωσε
χωρίς φεγγάρι», ο Ανδρέας Παπανδρέου το «Γεννήθηκες για την καταστροφή», η Ρένα
Βλαχοπούλου ζήταγε το μικρόφωνο για να τραγουδήσει. Αλλά και από πλευράς καλλιτεχνών η
Φαντασία είχε φιλοξενήσει πραγματικά την αφρόκρεμα του λαϊκού πενταγράμμου: Γρηγόρης
Μπιθικώτσης, Στράτος Διονυσίου, Γιώργος Ζαμπέτας, Άντζελα Δημητρίου, Δούκισσα, Σταμάτης
Κόκκοτας, Γιώργος Γερολυμάτος, Γιάννης Καλατζής, Κατερίνα Στανίση.
Η Φαντασία λειτούργησε μέχρι το 1997. Δηλαδή, έμεινε ανοιχτή 30 ολόκληρα χρόνια. Αν και στην
παραλιακή, το μαγαζί δούλευε χειμώνα καλοκαίρι, κλείνοντας μόνο τις Δευτέρες για ρεπό. Το
ερειπωμένο κτίριο έμεινε εκεί για να θυμίζει τις δόξες του παρελθόντος μέχρι και το 2010 στα
πλαίσια υλοποίησης ενεργειών από την τότε κυβέρνηση για μια «ελεύθερη» παραλιακή χωρίς
νυχτερινά κέντρα που εμποδίζουν την πρόσβαση στις παραλίες. Έτσι, οι μπουλντόζες γκρέμισαν το
εδώ και χρόνια εγκαταλελειμμένο κτίριο.
Νεράιδα
Η «Νεράιδα» βρισκόταν στην παραλιακή, ακριβώς απέναντι από το Συμμαχικό Στρατιωτικό
Νεκροταφείο. Από τα μέσα του 1960 η «Νεράιδα» γίνεται ένα μαγαζί σύμβολο της νυχτερινής
διασκέδασης. Μοντέρνα διακόσμηση, μεγάλοι χώροι, πρωτόγνωρη πίστα και καλή ακουστική. Στις
αρχές της δεκαετίας του 1970 η «Νεράιδα» φιλοξενεί τον Γιάννη Πάριο για τις πρώτες του
εμφανίσεις. Το μαγαζί γνώρισε τις μεγάλες του δόξες στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και
συγκεκριμένα όταν φιλοξένησε το πρόγραμμα με τους Βίκυ Μοσχολιού και Γιώργο Κατσαρό. Τότε
ήταν που ήθελες κράτηση και για μια απλή καθημερινή ημέρα.
Η «Νεράιδα» έχει μείνει στο Αθηναϊκό κοινό ως το μαγαζί που έβαλε τέλος στο έθιμο του
σπασίματος των πιάτων. Η ιστορία-φημολογία έχει ως εξής: Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής
χούντας εμφανίστηκε ένα βράδυ στη Νεράιδα ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη
συνοδεία. Φυσικά, το πρόγραμμα τροποποιήθηκε προς τέρψιν του. Ενώ η βραδιά φαινόταν ότι θα
κυλήσει χωρίς καθόλου ευτράπελα, ένας «μερακλής» θαμώνας του μαγαζιού σηκώθηκε σε ένα
τραγούδι που του άρεσε χόρεψε και κατόπιν έσπασε ένα πιάτο. Αυτό το συμβάν φαίνεται να
εξόργισε τον λάτρη της πειθαρχίας δικτάτορα Παπαδόπουλο, ο οποίος σηκώθηκε και αποχώρησε
από το μαγαζί. Έτσι, την επόμενη ημέρα με διάταγμά του το σπάσιμο των πιάτων απαγορεύεται δια
νόμου.
Στη νύχτα όμως κάθε απαγόρευση συναντάει και μια ανάλογη αντίσταση. Η χούντα δεν έχει ακόμα
πέσει και ένα βράδυ επισκέπτεται τη «Νεράιδα» ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Οι θαμώνες εκείνης της
βραδιάς λένε ότι ο Ωνάσης δεν άφησε ούτε ένα πιάτο άσπαστο, αψηφώντας το διάταγμα των
συνταγματαρχών και κάνοντας την δική του επανάσταση στην διασκέδαση.
Η «Νεράιδα» περνάει μια έντονη κρίση κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Οι ντισκοτέκ
προσελκύουν τον νεανικό κοινό και τα σχήματα των μπουζουξίδικων προς την Γλυφάδα έχουν τα
ονόματα της εποχής και μαζί τους τους Αθηναίους μπουζουκόβιους.
Διογένης Παλλάς
Το Διογένης Παλλάς ήταν ένα από τα πρώτα μεγάλα κέντρα διασκέδασης που άνοιξε στο τέλος της
Συγγρού ο Γιάννης Παπαθεοχάρης. Μεσουράνησαν ο ΛΕ-ΠΑ (Λευτέρης Πανταζής) –εκεί έκανε
ύμνο και το «Ωραιότερο πλάσμα του κόσμου–, ο Δημήτρης Κοντολάζος, η Λιζέττα Νικολάου, ο
Άγγελος Διονυσίου, ο Πασχάλης Τερζής και άλλοι λαϊκοί καλλιτέχνες. Μάλιστα τη δεκαετία του
’90, στις μεγάλες δόξες, είχε κατασκευαστεί μέχρι και πισίνα επί σκηνής. Το Διογένης Παλλάς
είναι το σημερινό Διογένης Studio.
Με το πέρασμα των δεκαετιών, τα κέντρα διασκέδασης δίνουν τη θέση τους στις ντισκοτέκ και τα
clubs. Στα τελευταία συγκαταλέγονται το BO, το Ακρωτήρι, το +Soda, το Galea –που περνάγαμε
από την κουζίνα του στο Boca να πιούμε ένα σφηνάκι με την άλλη μας παρέα και επιστρέφαμε–
στα οποία μαζεύονταν η νεολαία και γινόταν επίσης το αδιαχώρητο.